Πολιτικη & Οικονομια

Ο λαϊκισμός της γλώσσας

Δημήτρης Σκάλκος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, συνεχίζουμε επίμονα να αναζητούμε τα αίτια της δραματικής κατάρρευσης της χώρας. Πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας ανίκανης πολιτικής τάξης, ενός διαφθαρμένου πολιτικού συστήματος, μιας οικονομικής κακοδιαχείρισης, ενός στρεβλού μοντέλου ανάπτυξης, ή των ασυμμετριών της ευρωζώνης; Αν και οι παραπάνω προτεινόμενες ερμηνείες προσφέρουν, περισσότερο ή λιγότερο, ορθές επεξηγήσεις, νομίζω ότι παραγνωρίζουν τη σημασία ενός ακόμη παράγοντα- τον λαϊκισμό της γλώσσας.

Παρακολουθώντας τους εκπροσώπους των περισσότερων πολιτικών κομμάτων και κάθε είδους πολιτικολογούντες να εκτοξεύουν σε αλλήλους τα βέλη τους από την πλούσια φαρέτρα του λαϊκισμού, δεν μπορεί κάποιος παρά να παρατηρήσει τον παράλληλο βηματισμό των αδιεξόδων του πολιτικού συστήματος και της έκπτωσης του πολιτικού λόγου, βαθμιαία και καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου.

Η παραπάνω πρόταση δεν είναι καινούργια. Ο βρετανός συγγραφέας Τζωρτζ Όργουελ στο κλασσικό του δοκίμιο «Η πολιτική και η αγγλική γλώσσα» (1946) υπογραμμίζει τη σύνδεση του πολιτικού χάους της εποχής του με την παρακμή της γλώσσας. Ανάμεσα στις αδυναμίες του πολιτικού λόγου ξεχωρίζει η αναφορά του στις «χωρίς νόημα λέξεις». Ελευθερία, δημοκρατία, δικαιοσύνη, πρόοδος, αλλά και φασισμός, τυραννία και αντίδραση, αποτελούν πολύπαθους όρους που χρησιμοποιούνται με γενικόλογο και καταχρηστικό τρόπο, απογυμνωμένοι από κάθε νόημα που θα μπορούσε να τους προσδώσει κάποια ουσιαστική χρησιμότητα στην πολιτική συζήτηση.

Φυσικά, οι ισοπεδωτικές γενικεύσεις και οι απλουστευτικές κατηγοριοποιήσεις δεν είναι πάντοτε αθώες καθώς εξυπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες. Τούτη τη φορά ανατρέχουμε στη σκέψη του Μαξ Βέμπερ. Όπως γράφει ο σπουδαίος γερμανός κοινωνιολόγος στη Μεθοδολογία των Κοινωνικών Επιστημών, «η χρήση των αδιαφοροποίητων συλλογικών πλαισίων του καθημερινού λόγου είναι πάντα το κάλυμμα για τη σύγχυση της σκέψης και της δράσης. Πραγματικά, πολύ συχνά είναι ένα εργαλείο εξωραϊσμού και εξαπάτησης».

Έτσι λοιπόν, κάθε είδους ταμπέλες αποδίδονται με χαρακτηριστική ευκολία σε οτιδήποτε δεν κατανοούμε ή δεν υποστηρίζουμε, θυμίζοντας το παλαιό λενινιστικό δόγμα πως οτιδήποτε κατηγοριοποιείται δεν χρειάζεται να αναλυθεί. Από τις καταλήψεις που βαφτίζονται «ασκήσεις δημοκρατίας» μέχρι τις διάφορες παραβιάσεις της νομοθεσίας που βαφτίζονται «ακτιβισμός», τα παραδείγματα αφθονούν. Τελευταία, δίπλα στην συνήθη επονείδιστη κατηγορία του «νεοφιλελευθερισμού» που αποδίδεται σε όσους επιθυμούν να μεταρρυθμίσουν το χρεοκοπημένο μας σύστημα, προστέθηκε και αυτή της «εθνικής προδοσίας» (που όταν μάλιστα προέρχεται από εκπροσώπους της Αριστεράς, πέρα από πολιτικά απαράδεκτη είναι και ανεπίτρεπτα ανιστόρητη).

Ο λαϊκισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο ολοκληρωτισμός της γλώσσας. Επικαλύπτοντας τις επιμέρους διαφοροποιήσεις στόχων και συμφερόντων, αποτελεί μια μορφή πολιτικής επικοινωνίας που συσκοτίζει το πραγματικό πολιτικό διακύβευμα. Η επικράτηση του λαϊκισμού σηματοδοτεί το τέλος της πολιτικής καθώς είτε ενισχύει την αποστασιοποίηση και την πολιτική απάθεια είτε οδηγεί στην αναζήτηση εξω-πολιτικών τρόπων έκφρασης, με προφανείς συνέπειες για τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος. Αν μη τι άλλο, αυτή η τακτική βολεύει τους πρόθυμους απολογητές του κυρίαρχου πολιτικού και οικονομικού μοντέλου καθώς εμποδίζει την ανάδειξη των επιμέρους πολιτικών ευθυνών και συγκαλύπτει την ανυπαρξία ή την απροθυμία εφαρμογής νέων ιδεών και προτάσεων.

Τελικά, η διέξοδος από την κρίση περνά υποχρεωτικά μέσα από την αναβάθμιση του πολιτικού μας λόγου. Η προεκλογική περίοδος που ξεκινά σύντομα, υπό το βάρος των κρίσιμων επιλογών που έχουμε μπροστά μας, αποτελεί την κατάλληλη ευκαιρία να αρχίσουμε να μιλούμε απλά, κατανοητά και- επιτέλους!- πολιτικά.


*Ο Δημήτρης Σκάλκος είναι πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος.