Πολιτικη & Οικονομια

Καύση των νεκρών και στην Αθήνα

Δημήτρης Φύσσας
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ανακοίνωση είναι σαφής: ο Δήμος του Μαρκόπουλου στα Μεσόγεια, με ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού του Συμβουλίου (σχετικά εδώ), θα κατασκευάσει Αποτεφρωτήριο Νεκρών, που προβλέπεται να λειτουργήσει σε δυο χρόνια, και θα καλύπτει αποτεφρωτικές ανάγκες της Νότιας Ελλάδας. Υπενθυμίζω ότι έχει προηγηθεί ο Δήμος Θεσσαλονίκης του πρωτοπόρου Γιάννη Μπουτάρη, το αποτεφρωτήριο του οποίου θα λειτουργήσει στη Θέρμη ίσως και μέσα στο 2012 (σχετικά εδώ), καλύπτοντας τις ανάγκες της Β. Ελλάδας.

Η καύση του νεκρού σώματος ανταποκρίνεται σε επθυμίες ανθρώπων που έχουν εκφράσει την επιθυμία να μην ταφούν. Όσοι θέλουν να ταφούν με τον παραδοσιακό τρόπο θα συνεχίσουν να έχουν κάθε δικαίωμα να το κάνουν. Αλλά η δυνατότητα καύσης είναι, πλέον, δυνατότητα.

Προφανώς υπάρχουν πολλές αιτίες στην απόφαση αυτή του Δήμου Μαρκόπουλου- μερικές μάλιστα αναφέρονται στην ανακοίνωση: ο κορεσμός των νεκροταφείων, η οικονομική αιμορραγία λόγω μεταφοράς σορών στο εξωτερικό για καύση, το κέρδος που θα εχει ο Δήμος από τη λειτουργία της επιχείρησης κλπ.

Εγώ όμως θα ήθελα να σταθώ σε δυο πρόσθετες πλευρές του θέματος.

Η πρώτη: πρόκειται για μια ακόμα μικρή μεταρρύθμιση που μειώνει, κάπως, την πολλαπλή καταδυναστευτική εξουσία της ορθόδοξης εκκλησίας στην καθημερινή ζωή των μη πιστών Ελλήνων (γιατί οι πιστοί έχουν επιλέξει αλλιώς). Έχουν προηγηθεί ο πολιτικός γάμος, η νομιμοποίηση της επιλογής για έκτρωση ή όχι, η ονοματοδοσία των παιδιών, η απαλοιφή του θρησκεύματος από τις ταυτότητες και η πολιτική κηδεία. Φαντάζομαι τον αντίλογο: άλλο ζήτημα το είδος της κηδείας κι άλλο το είδος της απόσυρσης του νεκρού σώματος. Απαντάω: θεωρητικά, μπορεί κανείς να έχει θρησκευτική κηδεία, αλλά μετά ν΄ακολουθήσει κάψιμο. Θεωρητικά, επίσης, μπορεί κανείς να έχει πολιτική κηδεία και στη συνέχεια ταφή. Στην πράξη όμως -θα το δείτε- η καύση θα αφορά κατά το μεγαλύτερο μέρος τους νεκρούς των πολιτικών κηδειών και τους ετερόδοξους, γιατί η ορθόδοξη εκκλησία δεν παραδέχεται την καύση, παρά μόνο την ταφή (ενδεικτικά εδώ). Γι΄αυτό και από τώρα οι ρασοφόροι «φίλοι» μας βάλλουν εναντίον της καυσης.

Η δεύτερη: ότι, για όσους καούν, δε θα υπάρχει τάφος. Αυτή είναι μια μείζων αλλαγή στην κοινωνική μας ζωή. Τέρμα πια οι αγορές ή οι ενοικιάσεις τάφων, το δυσβάστακτο κόστος της ταφόπλακας, τα επιτάφια μνημόσυνα (για όσους τα κάνανε), η πιεστική δοκιμασία της εκταφής. Τέρμα το τραβολόγημα μικρών παιδιών στο νεκροταφείο από μανάδες και γιαγιάδες. Τέρμα το οικονομικό και ψυχικό κόστος για τους συγγενείς. Τέρμα, θα έλεγα, η θανατολατρεία, εφόσον τώρα το μόνο που θα μένει είναι μια υδρία με στάχτη. Κι αν θα μένει κι αυτή. Γιατί ο μεγάλος Ηλίας Πετρόπουλος, για παράδειγμα, ζήτησε οι στάχτες του να ριχτούν στις υπονόμους του Παρισιού. Πιο παλιά, η Μαρία Κάλας είχε επιλέξει τη θάλασσα.

Δε χρειάζονται σώνει και καλά τάφοι, λοιπόν, για να θυμάται κανείς τα οικεία πρόσωπα. Υπάρχουν οι αναμνήσεις, οι φωτογραφίες, τα βίντεο, τα προσωπικά ενθυμήματα. Υπάρχουν οι απόγονοι, οι φίλοι, οι συγγενείς. Υπάρχει το όποιο έργο έχει αφήσει πίσω του ο καθένας και η καθεμιά. «Ο κάθε νεκρός ζει, όσο ζει κι τελευταίος που τον θυμάται», είναι τα λόγια του Περικλή /Θουκυδίδη στον «Επιτάφιο» (από μνήμης).

Αν θυμώνετε μ΄ αυτά που διαβάζετε, ψυχραιμία. Κανείς δε σας απαγορεύει να έχετε τάφο, αν θέλετε. Αλλά αφήστε και μένα, που δε θέλω, να καώ. Που επιδιώκω να επιβαρύνω τα παιδιά μου όσο γίνεται λιγότερο. Και που δε γουστάρω να κάνουν κανενός είδους πάρτι στο νεκρό μου κορμί παπάδες, ψαλτάδες, νεκροθάφτες, μαρμαράδες και μνημοσυνάδες.

Υ.Γ. Είμαι και δωρητής σωματος. Αλλά πρόκειται για άλλη ιστορία, μη σας μπλέξω και μ΄ αυτό.