Πολιτικη & Οικονομια

Τέχνη και τεχνική των συμβιβασμών

Η πρόταση περί δημοψηφίσματος προκάλεσε ταραχή και στο τέλος συμφωνήσαμε όλοι ότι επρόκειτο για ένδειξη παραφροσύνης.

Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 368
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η πρόταση περί δημοψηφίσματος προκάλεσε ταραχή και στο τέλος συμφωνήσαμε όλοι ότι επρόκειτο για ένδειξη παραφροσύνης. Οι συνωμοσιολόγοι αναρωτήθηκαν: μήπως ο πρωθυπουργός είχε κάποιο μυστικό σχέδιο; Αλλά όχι, δεν είχε μυστικό σχέδιο… Το γεγονός πολυσυζητήθηκε όπως πολυσυζητιούνται όλα: με ραδιοφωνική ελαφρότητα και φανατισμό στην Ελλάδα, με απαράδεκτη υπεροψία στην Ευρώπη. Η κυβέρνηση Παπανδρέου εφαρμόζει ασυνάρτητη πολιτική και δεν έχει καμιά συναίσθηση του χρόνου – όσο για τη διεθνή κοινότητα, που δεν είναι και τόσο «κοινότητα»,  πανικοβάλλεται σαν να μην ξέρει τι είναι η πολιτική. Τι λογής ηγέτες είναι αυτά τα μικρά ανθρωπάκια –ο κ. Σαρκοζί, η κ. Μέρκελ– που δεν μπορούν να διαχειριστούν αιφνιδιασμούς και ακροβασίες; Θέλω να πω: δεν μπορείς να δουλεύεις σε νοσοκομείο και να σιχαίνεσαι τους αρρώστους... Δυσκολεύομαι να φανταστώ τον Μιτεράν, ή τον Πομπιντού, να χάνουν την υπομονή τους μπροστά σε τέτοια διεθνή προβλήματα. Αν λοιπόν δεν αντέχεις αιφνιδιασμούς και ακροβασίες διεθνούς κλίμακας, καλύτερα να ασκείς ένα άλλο, ασφαλέστερο, επάγγελμα. Το ίδιο ισχύει για τον κ. Παπανδρέου. Ο μπαμπάς μου και η μαμά μου ήθελαν να γίνω  γιατρός – εγώ όμως δεν ήθελα και δεν έγινα. Παρομοίως, ο μπαμπάς και η μαμά του κ. Παπανδρέου ήθελαν να γίνει πολιτικός – δεν ήταν λόγος αυτός για να γίνει.

Έχει χαθεί, διεθνώς, η απλή αξία της ψυχραιμίας, της πραότητας, της βραδύτητας. Όλα πρέπει να γίνουν «γρήγορα»... Οι αγορές είναι «νευρικές»... Επίσης, έχει χαθεί κάθε εμπιστοσύνη στους πολιτικούς – εφόσον δεν διαθέτουν ψυχραιμία, πραότητα, αυτοπεποίθηση μέσα στη φυσική βραδύτητα των πραγμάτων. Έχει χαθεί κάθε εμπιστοσύνη και στους ψηφορόρους: όταν καλούνται να εκφράσουν τη γνώμη τους, επισύρουν συλλογική νευρική κρίση· κρίση των ηγεσιών, κρίση των κομμάτων, κρίση των «αγορών», κρίση των μέσων ενημέρωσης – ειδικά αν τα μέσα ενημέρωσης είναι σαν τα ελληνικά και τα γερμανικά όπου δημοσιογράφοι θεωρούν φυσικό και πρέπον να ουρλιάζουν «Άντε γαμηθείτε!» Είμαστε πολύ διαφορετικοί από τους Γερμανούς σε ό,τι αφορά τις αρετές – μοιάζουμε σε ό,τι αφορά τα μειονεκτήματα.

Αυτό που πρέπει να σκεφτούμε μετά το κύμα που προκάλεσε ο κ. Παπανδρέου, είναι το πώς κανείς σ’ αυτόν τον κόσμο –κανείς– δεν είναι άξιος εμπιστοσύνης. Η ιστορική πείρα μάς δείχνει ότι σε περιόδους κρίσης οι άνθρωποι στρέφονται σε μυθολογίες, καλλιεργούν προκαταλήψεις, αναζητούν στήριγμα σε σχέσεις παρόμοιες μ’ εκείνες των μελών μιας αίρεσης· δεν αποφασίζουν ως άτομα, δεν δρουν ως άτομα, δεν διατυπώνουν γνώμες ως άτομα. Αναμασούν λέξεις και ιδέες, επαναλαμβάνουν πράξεις και χειρονομίες αποδεκτές από την «αίρεση»: π.χ., από την πλευρά των μαζών, οι μούντζες προς «επισήμους» ή κτίρια-σύμβολα· π.χ., από την πλευρά των ηγεσιών, πολιτικάντικα κόλπα, ψέματα, μυστικά, σούξου μούξου, πλήρης έλλειψη αξιοπρέπειας…

Οι ομάδες τρομαγμένων ανθρώπων –τρομαγμένων επειδή απειλείται είτε το επίπεδο της ζωής τους, είτε η κοινωνική τους θέση (στην οποία αγκιστρώνονται οι πολιτικοί), είτε η ίδια τους η επιβίωση– επιτείνουν τα παραδοσιακά ταμπού και συμμετέχουν σε παραδοσιακές τελετουργίες. Στις μέρες που διανύουμε, αντί να οργανωθεί ένα «ολικό» λαϊκό κίνημα με συγκεκριμένα αιτήματα, εξαντλούμε την κοινωνία με επιμέρους απεργίες, πορείες, διαδηλώσεις, αντιπαραθέσεις: η μη συμμετοχή στην απεργία αποτελεί ένα από τα ταμπού, το συλλαλητήριο και ο προπηλακισμός πολιτικών προσώπων αποτελεί μια από τις τελετουργίες. Από την άλλη πλευρά, ο πολιτικός κόσμος δυναμιτίζει οποιοδήποτε πνεύμα συνεργασίας: για τον απλό πολίτη, είναι ασύλληπτη η επιθυμία των πολιτικών στελεχών για εξουσία· το σύστημα των προτεραιοτήτων τους είναι παράλογο – φαίνονται ικανοί να καταστρέψουν τη χώρα τους για να σώσουν το δήθεν κύρος και τη δήθεν καριέρα τους.   

Οι άνθρωποι δεν σκέφτονται – έτσι, ενισχύονται οι ανίκανες εξουσίες. Οι άνθρωποι δεν σκέφτονται ακόμα κι όταν δείχνουν ότι σκέφτονται: αν πλησιάσει κανείς διαπιστώνει τη φτώχεια των ιδεών, την εύθραυστη φύση των συλλογικών ψευδαισθήσεων – και το πόσο οι λέξεις διαστρεβλώνονται και χάνουν τη σημασία τους. Δημιουργείται συγκρουσιακή σχέση ανάμεσα σ’ ένα λαό που δεν σκέφτεται και σε μια ηγεσία που δεν σκέφτεται. Ο λαός επαναλαμβάνει παλιές μορφές αγώνα σε μια προσπάθεια κοινωνικής ισοπέδωσης ή σύντηξης: κι εφόσον το κράτος έχει γίνει ο μεγαλύτερος εργοδότης –πράγμα που απαιτήσαμε και επιτύχαμε– ο «λαός» απεργεί εναντίον του κράτους, δηλαδή εναντίον του εαυτού του. Παρομοίως, τα κόμματα επαναλαμβάνουν μια γνώριμη συμπεριφορά, εκείνη που μας έφερε ώς εδώ: μικροκομματισμό, εξουσιομανία, ανεντιμότητα… Χώρια την ανικανότητα, την αλλόκοτη ψυχολογία, την έλλειψη αντοχής…

Η δυσκολότερη λύση –αλλά η πιο εποικοδομητική– θα ήταν ένας συνδυασμός αποδοχής και απόρριψης τόσο στη σχέση κυβέρνησης-λαού όσο και στη σχέση κυβέρνησης-Ευρώπης. Μερικά πράγματα πρέπει να αλλάξουν ακόμα κι αν δυσχεράνουν τη ζωή πολλών ανθρώπων πρόσκαιρα ή παντοτινά – μερικά «κεκτημένα» δεν έπρεπε να κατακτηθούν ποτέ. Παραλλήλως, υπάρχει μακρύς κατάλογος μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται και που δεν είναι αυτές που προτείνει και επιβάλλει η κυβέρνηση Παπανδρέου – εξάλλου, η κυβέρνηση δεν «υπακούει» στους Ευρωπαίους καθοδηγητές· καθυστερεί, κάνει τα δικά της… Οι απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις είναι δομικής φύσεως και, αν κάποιος αναλάβει την ευθύνη να τις πραγματοποιήσει θα το πληρώσει πολύ ακριβά. Με λίγα λόγια, ούτε κι αυτές (όπως, για παράδειγμα, η δήμευση και η αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, η μείωση των στρατιωτικών δαπανών) θα γίνουν ευρέως δεκτές: το πρόβλημά μας δεν είναι μόνο οικονομικό και πολιτικό, είναι πρόβλημα πολιτισμού, πρόβλημα κοινωνικής συνεκτικότητας.

Επιπροσθέτως, έχουμε εγκαταλείψει την απλή ιδέα ότι η ζωή είναι δύσκολη κι ότι αυτό ίσως της προσδίδει κάποιο νόημα. Απαιτούμε πλήρη απαλλαγή από τις προκλήσεις – απαιτούμε «εξασφάλιση». Ζητούμε να σκέφτονται άλλοι για μας, να αποφασίζουν άλλοι – άλλοι να αναλαμβάνουν τις ευθύνες. Ακόμα και κάτω από το πολυχρησιμοποιημένο σύνθημα «αλλαγή» ζητούμε να μην αλλάζει τίποτα πέρα από την αύξηση της οικονομικής μας δυνατότητας. Το να συντάσσεται κανείς με τις δυνάμεις της αλλαγής δεν έχει περιεχόμενο παρά μόνον αν γνωρίζει τις συνιστώσες αυτής της αλλαγής (τι θέλουμε να αλλάξει και γιατί) και τα μέσα για την πραγματοποίησή της (πώς θέλουμε να αλλάξει και γιατί). Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ενήλικου ανθρώπου είναι η λήψη αποφάσεων και η ανάληψη ευθυνών, η επιλογή στόχων και η διάκριση μεταξύ καλού και κακού, μεταξύ κοινωνικά επιτρεπτού και κοινωνικά απαράδεκτου. Ο ενήλικος άνθρωπος, είτε είναι πολιτικός είτε «απλός» πολίτης, ξέρει ότι δεν υπάρχει πολιτική χωρίς συμβιβασμούς, ότι δεν υπάρχει ζωή χωρίς συμβιβασμούς.