Πολιτικη & Οικονομια

Αστυνομία, οδηγίες χρήσεως

Γιατί οι «ειρηνικές» διαδηλώσεις καταλήγουν σε βίαιες αναμετρήσεις με την αστυνομία;

Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 367
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γιατί οι «ειρηνικές» διαδηλώσεις καταλήγουν σε βίαιες αναμετρήσεις με την αστυνομία; Ας ξεκαθαρίσουμε από την αρχή ότι, παρόλο που δεν πρόκειται για ενδημικό φαινόμενο, η συχνότητα με την οποία εκδηλώνεται η βία στην Ελλάδα είναι ενδημική. Οι Έλληνες, ιδιαίτερα όσοι δεν παρακολουθούν συστηματικά τη διεθνή επικαιρότητα, δείχνουν να πιστεύουν ότι επεισόδια συμβαίνουν πάντα και παντού – δεν είναι όμως αλήθεια. Στις δυτικές χώρες –ακόμα και στις ΗΠΑ όπου η αστυνομία δεν αστειεύεται– οι οδομαχίες είναι σπάνιες· η ρίψη δακρυγόνων είναι ακόμα σπανιότερη, ενώ οι ποινές για λεηλασίες, βανδαλισμούς, εμπρησμούς, χρήση μολότοφ είναι πολύ σοβαρές.

Το πρώτο πρόβλημα είναι ότι η αστυνομία λειτουργεί σε δύο ταχύτητες. Δημιουργεί ολόκληρη φασαρία για παραπτώματα που μπορούν να αντιμετωπιστούν εύκολα (π.χ. κυνηγάει μικροπωλητές οι οποίοι μετακομίζουν στην παρακάτω γωνία), ενώ αγνοεί εγκλήματα μεγάλης κλίμακας: από το εμπόριο ναρκωτικών στη μέση του δρόμου και την εκμετάλλευση των παιδιών, μέχρι τα εγκλήματα –πολιτικά και οικονομικά– των υψηλά ιστάμενων. Ο πολίτης –στην Ελλάδα, επιμένω σ’ αυτό– δεν μπορεί να εμπιστευτεί την αστυνομία: για παράδειγμα, ποιος Έλληνας περιμένει από την αστυνομία να βρει τον ληστή που διέρρηξε το σπίτι του; Ή τον τσαντάκια που του βούτηξε λεφτά και έγγραφα; Ή, κι εδώ η ελληνική σπεσιαλιτέ γίνεται ανάγλυφη, τον κουκουλοφόρο ταραξία που στήνει οδοφράγματα;

Κι όμως, η αστυνομία είναι απολύτως απαραίτητη. Είναι αδιανόητη μια κοινωνία του παρόντος χωρίς ένοπλο σώμα που να επιβάλλει την τάξη και τον νόμο επαγρυπνώντας ώστε να ζούμε σε περιβάλλον δικαίου και όχι ζούγκλας. Στην Αθήνα οι εστίες ζούγκλας πολλαπλασιάζονται: υπάρχουν περιοχές στις οποίες δεν πλησιάζουν ούτε οι πυροσβέστες, ούτε τα ασθενοφόρα – πόσο μάλλον η αστυνομία... Αυτές οι περιοχές μάς δίνουν μια εικόνα για το πώς θα ήταν ολόκληρη η κοινωνία χωρίς αστυνομία: θα επικρατούσε ο νόμος του ισχυρότερου· θα είχαμε αλληλοσφαγιαστεί.

Αν λοιπόν αποστολή της αστυνομίας είναι να μην επικρατεί ο νόμος της ζούγκλας μάλλον η αστυνομία αποτυγχάνει. Η αποτυχία της οφείλεται σε συνδυασμό υποκειμενικών και αντικειμενικών συνθηκών – δηλαδή στην εσωτερική της παθολογία και στην παθολογία της κοινωνίας μας.

Σε ένα ιδανικό πλαίσιο η αστυνομία προστατεύει, όπως έλεγαν παλιά, «τις χήρες και τα ορφανά». Όμως το πλαίσιο απέχει πολύ από το ιδανικό και η αστυνομία, επειδή συνδέθηκε στο παρελθόν με χυδαία πολιτικά καθεστώτα, πληρώνει την κακή της φήμη. Οι περισσότεροι Έλληνες, εξαιτίας της ανωριμότητας που μας χαρακτηρίζει, αντί να ζητούν να προοδεύσει η αστυνομία μαζί με ολόκληρη την κοινωνία, την απαξιώνουν και την εχθρεύονται. Μέσα στην ατμόσφαιρα του μίσους, ακόμα κι ένα σώμα πρόθυμο να βοηθήσει «τις χήρες και τα ορφανά» αναδιπλώνεται, απομακρύνεται από τους πολίτες και ταυτίζεται με τα εγκληματικά στοιχεία τα οποία υποτίθεται ότι διώκει.

 

Πολλοί Έλληνες θεωρούν την αστυνομία «αναγκαίο κακό», πράγμα που αποτελεί ήδη μια παρεξήγηση. Η αστυνομία είναι «αναγκαίο καλό»: οι άνθρωποι τείνουν να εγκληματούν – γι’ αυτό χρειάζεται κάποιος τρόπος ελέγχου, πρόληψης και διοχέτευσης των ενόχων στο σύστημα της δικαιοσύνης. Το γεγονός ότι οι αστυνομικοί επιδίδονται σε υπερβολές, σφάλματα, ανοησίες, βαναυσότητες δεν αρκεί για να αχρηστευτεί η αστυνομία. Θα αχρηστευόταν αν όλοι οι πολίτες σέβονταν στους νόμους, κάτι που, στην Ελλάδα, είναι όχι μόνο ουτοπικό αλλά και ανεπιθύμητο.

 

Για να στηριχθεί η ιδέα της άχρηστης αστυνομίας στήνεται ολόκληρο θεωρητικό υπόβαθρο: η αστυνομία είναι όργανο του κράτους που με τη σειρά του είναι όργανο καταστολής... Οδεύουμε δηλαδή σε μια κοινωνία χωρίς κράτος...Το μείζον πρόβλημα στην Ελλάδα σήμερα είναι ότι το κράτος ενισχύεται σε όλους τους τομείς που ταλαιπωρούν τον πολίτη (όπως π.χ. η φορολογία) και εξασθενεί στους τομείς που τον προστατεύουν, εφόσον ο πολίτης γίνεται θύμα μιας μεγάλης ποικιλίας εγκληματιών, ενώ συγχρόνως παρακινείται να εγκληματίσει κι ο ίδιος. Η λύση σ’ αυτό το αδιέξοδο δεν είναι η κατάργηση των θεσμών που παρουσιάζουν δυσλειτουργία, ούτε των επαγγελμάτων με εκτεταμένη διαφθορά· η λύση είναι ο «εκπολιτισμός» αυτών των θεσμών και η μεταρρύθμιση αυτών των επαγγελμάτων. Η αστυνομία είναι όργανο της δημοκρατίας και ως όργανο της δημοκρατίας πρέπει να την υπερασπιστούμε.

Αναφύονται τα παλιά ερωτήματα: Πόσο διεφθαρμένη είναι η αστυνομία; Χρησιμοποιεί πράγματι «προβοκάτορες»; Διατηρεί σχέσεις εξάρτησης με τον υπόκοσμο; Διακινεί λαθρομετανάστες; Πουλάει ναρκωτικά; Κι αν υποθάλπει τη δράση αναρχοφασιστών, ποιον εξυπηρετεί η παρεπόμενη αποσταθεροποίηση των δημοκρατικών θεσμών; Οι παλιοί αριστεροί και οι αναρχικοί –που καλλιεργούν μια σκοτεινή θέαση του κόσμου («η κοινωνία είναι μια παγίδα με σκατά»)– πιστεύουν στους λαβυρίνθους της εξουσίας και στο πνεύμα του Μινώταυρου. Ίσως η αλήθεια είναι απλούστερη: όσο η αστυνομία παραμένει ένα δυσκίνητο, γραφειοκρατικό και αντιπαθητικό σύστημα, οι σοβαροί άνθρωποι δεν θα προσχωρούν στα σώματα που ονομάζονται «ασφαλείας». Όπως δεν προσχωρούν στην επαγγελματική πολιτική. Το αποτέλεσμα είναι να επανδρώνεται η αστυνομία (όπως η πολιτική) από ανθρώπινο υλικό επιρρεπές σε ανομία και βία. Οπότε διατελούμε σε μια κατάσταση όπου ο λύκος φυλάει τα πρόβατα.

 

Όχι ότι οι Έλληνες είναι πρόβατα. Αντιθέτως, διαθέτουμε μεγάλα αποθέματα επιθετικότητας: συχνά, πολύ συχνά, παριστάνουμε τα επιθετικά θύματα της αστυνομίας· άλλοτε, την υποκαθιστούμε (πράγμα που κάνει, όποτε βρίσκει ευκαιρία, το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ εφόσον αυτές οι δυο οργανώσεις εμφορούνται από την ίδια λογική της ισχύος και της βίας). Τέλος, προκαλούμε την αστυνομία σαν τους εφήβους που δοκιμάζουν τα όρια των γονιών και των καθηγητών τους.

Το τι πρέπει να γίνει είναι αντικείμενο μιας μεγάλης συζήτησης που αφορά την ανανέωση της αστυνομίας και τη σύναψη ενός τύπου συμβολαίου με τους πολίτες. Κι εδώ υπάρχει μια εσωτερική αντίφαση: οι πολίτες διαμαρτύρονται για την «κοινωνία του ελέγχου» αλλά, την ίδια στιγμή, εκτίθενται πρόθυμα, με πάθος, στα μέσα ενημέρωσης και στα κοινωνικά δίκτυα, στο Facebook, στο Twitter... Η «κλασική» αστυνομία εμπλέκεται σε καβγάδες στους δρόμους, ενώ η ηλεκτρονική μαθαίνει –αν θέλει– τις λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής όλων μας. Αυτή η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά είναι ένα ιστορικό υπόλειμμα: οι άνθρωποι που κραυγάζουν «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» δεν αντιλαμβάνονται το πέρασμα του χρόνου, την αλλαγή των εποχών και τη συμβολή τους, τον ρόλο τους, σ’ αυτή την αλλαγή. Φοβούνται τον «μπάτσο» με την ασπίδα, το κράνος και τα χημικά δηλητήρια – αλλά ο «μπάτσος» βρίσκεται μέσα τους. Επίσης, βρίσκεται στον υπολογιστή τους.