Πολιτικη & Οικονομια

Μέιλ από το Καζακστάν

Δημήτρης Φύσσας
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πήρα και αναδημοσιεύω –με ελάχιστες περικοπές - το παρακάτω μέιλ που υπογράφει ο Νικόλαος Όλμα, μεταπτυχιακός φοιτητής Πολιτικής Επιστήμης και τακτικός αναγνώστης τού site της A.V.


Αγαπητέ κ. Φύσσα

Αφορμή για την επιστολή μου αυτή έδωσε μια ανάρτηση ενός πρώην συμφοιτητή μου – από τα χρόνια που σπούδαζα στην Ελλάδα – σε γνωστό site κοινωνικής δικτύωσης. Ο εν λόγω συμφοιτητής, τότε μέλος φοιτητικής παράταξης προσκείμενης στη σημερινή Αξιωματική Αντιπολίτευση, έγραψε μεταξύ άλλων ότι «σαν πολλές να είναι οι ομοιότητες» μεταξύ της κυβέρνησης και της Χούντας. Ξαφνιασμένος, και παραβλέποντας τα λάθος επιχειρήματά του, επιχείρησα να συζητήσω το σχόλιο αυτό με μία κοντινή μου φίλη, παραδοσιακά, και λόγω οικογένειας, φιλική προς το κυβερνόν κόμμα. Προς μεγάλη μου έκπληξη, ωστόσο, η ίδια συμφώνησε με τη θέση αυτή, σχολιάζοντας μάλιστα πως «μόνο επί Χούντας γίνονται αυτά,» αναφερόμενη στη διαγραφή της Λούκας Κατσέλη από το ΠΑΣΟΚ. Ομολογώ πως οργίστηκα, και με συνοπτικές διαδικασίες διέκοψα τη συζήτηση. Συνέχισα ωστόσο να σκέφτομαι τα δύο αυτά γεγονότα, και ψάχνοντας σε διάφορα ιστολόγια διαπίστωσα ότι δεν αποτελούν εξαιρέσεις. Τουναντίον, εκφράζουν μια σημαντική μερίδα του ελληνικού λαού σήμερα. (Η αναφορά στις πολιτικές πεποιθήσεις των δύο αυτών προσώπων έγινε με μόνο γνώμονα τον τονισμό των διαφορετικών ιδεολογιών, που ωστόσο απαρτίζουν το μεγαλύτερο κομμάτι του εκλογικού σώματος).

Γενικότερα, διαπιστώνω δύο παράλληλα ρεύματα στη σημερινή κοινωνία, για την ώρα ευτυχώς μειοψηφικά, τα οποία υποθετικά σε μεγαλύτερη κλίμακα θα μπορούσαν να αποδειχθούν επικίνδυνα για το δημοκρατικό πολίτευμα στη χώρα μας. Το ένα ρεύμα είναι αυτό στο οποία αναφέρθηκα προηγουμένως: μια ολοένα και μεγαλύτερη μερίδα νέων ανθρώπων οι οποίοι ούτε έζησαν τη δικτατορία με ότι αυτή συνεπαγόταν για τα δικαιώματα του καθενός, ούτε φρόντισαν να μάθουν για αυτή (ούτε και φρόντισε κανείς άλλος για αυτό. Ως φιλόλογος, ασφαλώς θα ξέρετε ότι στα 12 χρόνια πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης υποχρεώνεται κανείς να μάθει όλους τους Αυτοκράτορες, Στρατηγούς, και Πατριάρχες του Βυζαντίου (με μεγάλη έμφαση στους τελευταίους), αλλά σε ότι αφορά τη νεότερη ιστορία του Έθνους, αυτή σταματάει να διδάσκεται στο περίφημο "Όχι" του Μεταξά, για τον οποίον μόνο οι εκλεκτοί εκείνοι που θα ακολουθήσουν ανθρωπιστικές ή κοινωνικές σπουδές ίσως μάθουν ότι τελικά δεν ήταν και πολύ μεγάλος ήρωας), πιστεύουν ότι η κατάσταση που βιώνουμε σήμερα παραπέμπει σε δικτατορία.

Η γενιά, αυτή, λοιπόν, αντιλαμβάνεται τους όποιους περιορισμούς που της επιβάλλονται (συχνά όντως υπερβολικούς – όπως το κατέβασμα των αντικυβερνητικών πανό κατά τη διάρκεια του αγώνα μεταξύ του Παναθηναϊκού και του Εργοτέλη στο ΟΑΚΑ – αλλά πάντως πιστούς στο γράμμα του νόμου, καθώς η κυβέρνηση ξεσκονίζει το νομικό της οπλοστάσιο προκειμένου να καλύψει την ανύπαρκτη επικοινωνιακή της πολιτική) ως απώλεια της ελευθερίας της, βασισμένη στο δόγμα ότι στη δημοκρατία όλα επιτρέπονται και τη μνημειώδη ατιμωρησία που παραδοσιακά «μαστίζει» τη χώρα. Η τάση, λοιπόν, μιας κακομαθημένης γενιάς να παραλληλίζει την αστική Δυτικού τύπου δημοκρατία που αναμφισβήτητα έχουμε στην Ελλάδα σήμερα με την Επταετία, και, αλίμονο, να παραληρεί πως «ούτε επί Χούντας δε γίνονταν αυτά» και πως «αν αυτό είναι Δημοκρατία, πώς ήταν η Χούντα» (μια πλοήγηση στο Διαδίκτυο σε αμφιβόλου ποιότητας ιστοτόπους θα σας διαφωτίσει σχετικά), είναι πολύ πιο επικίνδυνη τόσο για το μέλλον της Ελλάδας όσο και για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ιδέα (ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ο κύριος λόγος για τον οποίον έγιναν δεκτές στην ΕΟΚ οι φτωχές με τα στάνταρ της Δύσης χώρες του Νότου – Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία – ήταν για να αποφευχθεί μια επιστροφή τους στα αυταρχικά καθεστώτα που τόσο τις είχαν ταλαιπωρήσει για δεκαετίες) από τη χρεοκοπία που εργάζονται αμφότεροι να αποφύγει η χώρα. Επικίνδυνη όχι από μόνη της σαν σκέψη, αλλά επειδή ενδεχομένως στρώνει το δρόμο για ένα καθεστώς το οποίο «ε, δε βαριέσαι, δε διαφέρει και πολύ από τους προηγούμενους, τι κι αν δεν μπορώ να ψηφίσω.»

Ωστόσο, παράλληλα με έναν επαναπροσδιορισμό των έργων και των ημερών του καθεστώτος των Συνταγματαρχών (αλήθεια, πόσοι γνωρίζουν το όνομα έστω κι ενός πραξικοπηματία πέραν του Παπαδόπουλου;), δεν είναι λίγοι εκείνοι που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο εναντιώνονται στον κοινοβουλευτισμό αυτόν καθ'αυτόν. Το κλασσικό πλέον "Να καεί το μπουρδέλο η Βουλή," οι συχνότατες αποδοκιμασίες και προπηλακισμοί των δημοκρατικά εκλεγμένων βουλευτών, ή το νέο κάλεσμα προς τους παρελαύνοντες μαθητές να στρέψουν το κεφάλι τους προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που θα βρίσκονται την Παρασκευή οι εκλεγμένοι από τους ίδιους τους γονείς των παιδιών αυτών αξιωματούχοι δείχνει μια πολεμική απέναντι σε ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της – δυτικού τύπου, υπογραμμίζω – Δημοκρατίας, όπως αυτή έχει οριστεί από τον Robert A. Dahl στο κλασσικό “Polyarchy: Participation and Opposition.” Παράλληλα, από παιδαγωγικής άποψης και ίσως λίγο υπερβολικά, το κάλεσμα αυτό θα έχει ως συνέπεια οι σημερινοί δεκαπεντάρηδες να μάθουν από αυτήν την ηλικία να μην υπολογίζουν τις Αρχές, υπό την «αιγίδα» των γονέων και των παιδαγωγών τους, με τα όποια αποτέλεσματα θα έχει αυτό για το μέλλον τους και την κοινωνία.

Αν και δεν έχω σκοπό στην επιστολή αυτή να θίξω την τρέχουσα οικονομική συγκυρία, η οποία βέβαια είναι ο κύριος λόγος πίσω από αυτό το μένος, είναι πραγματικά αξιοπερίεργο το γεγονός ότι οι παραλήπτες του μίσους του λαού είναι αποκλειστικά και μόνο οι βουλευτές, και σε ελάχιστες περιπτώσεις, οι δήμαρχοι (βλ. κ. Καμίνης). Ούτε οι μεγαλο-οφειλέτες, ούτε οι έχοντες (όπως στο Μπολσεβικικό Κίνημα), ούτε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες (όπως στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης στα τέλη της δεκαετίας του 1930), ούτε καν οι τράπεζες (όπως στο σύγχρονο Occupy Wall Street), οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης, ή οι δανειστές. Μια μικρή μόνο αρνητική προδιάθεση υπάρχει απέναντι στην Καγκελάριο της Γερμανίας προσωπικά, και μια κόντρα με τη Γερμανία περισσότερο εξαιτίας των δημοσιευμάτων ενός ταμπλόιντ (αλίμονο αν έδιναν οι Έλληνες τόση σημασία στα όσα γράφει η Espresso όσο δίνουν στην αντίστοιχή της, Bild) παρά λόγω των χειρισμών της εκεί κυβέρνησης.

Για κάποιους, όπως τους συμφοιτητές μου στο παραδοσιακά αριστερό Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ με τους οποίους συζήτησα αυτούς μου τους προβληματισμούς, η τάση αυτή για αναρχία (με την πολιτικά φορτισμένη έννοια της λέξης και μη συνώνυμη του χάους) είναι «το λιγότερο ενδιαφέρουσα.» Αν είχα μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο μέσο Έλληνα, ίσως και να συμφωνούσα. Ωστόσο, θα μου επιτρέψετε να αμφιβάλλω κατά πόσο οι θιασωτές των κινημάτων αυτών έχουν έστω και ακουστά τον Kropotkin, τον Godwin ή τον Bakunin. Θα μου επιτρέψετε, επίσης, να αμφιβάλλω κατά πόσο έχουν να προτείνουν μία εναλλακτική λύση. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ιστορία έχει δείξει ότι πάντα θα βρεθεί κάποια δύναμη – πολιτική, στρατιωτική, ή θρησκευτική – έτοιμη να εκμεταλλευτεί το κενό εξουσίας που ενδεχομένως να προκύψει (ειδικά σε περιόδους οικονομικής ύφεσης), προς όφελος μίας μερίδας πολιτών αλλά εις βάρος των ίδιων των δημοκρατικών αξιών, και κατ’ επέκταση εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Και αυτό είναι ακριβώς που θεωρώ πιο ανησυχητικό από όλα: η μερίδα εκείνη των ανθρώπων που διαχρονικά θεωρεί ότι επί Χούντας η Ελλάδα «είδε άσπρη μέρα» μεγαλώνει. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν πως η Χούντα (ή ένα αντίστοιχο καθεστώς) είναι η μόνη λύση στο χάος που επικρατεί τόσο στην πολιτική σκηνή όσο και στους δρόμους της Αθήνας και των υπόλοιπων μεγάλων πόλεων της χώρας.

Καθώς σας γράφω, βρίσκομαι στο Καζακστάν μελετώντας τον εκδημοκρατισμό των πάλαι ποτέ Σοβιετικών Δημοκρατιών της Κεντρικής Ασίας. Ίσως θα ήταν προτιμότερο να βρίσκομαι στην Αθήνα μελετώντας τον αποδημοκρατισμό της Ελλάδας.

Με εκτίμηση,

Νικόλαος Όλμα

Και για την αντιγραφή

Δημήτρης Φύσσας