Πολιτικη & Οικονομια

Από ποιον θα διεκδικήσουμε τώρα;

Θεόδωρος Σκυλακάκης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μετά την εξαγγελία των νέων κυβερνητικών μέτρων, τα οποία έρχονται σε μια στιγμή που η κυβέρνηση βρίσκεται σε απόλυτο ναδίρ εκλογικής επιρροής, κυβερνητικής αποτελεσματικότητας και κοινωνικής ανοχής, θα περίμενε κανείς να ξεσπάσει καταιγίδα διαδηλώσεων και δημόσιων διαμαρτυριών.

Παρά το γεγονός όμως ότι οι κομματικοί μηχανισμοί της αριστεράς κινητοποιήθηκαν, οργανώνοντας δεκάδες διαδηλώσεις σε ολόκληρη την επικράτεια, η ανταπόκριση ήταν πενιχρή. Πως μπορεί κανείς να ερμηνεύσει το φαινόμενο αυτό; Είναι άραγε απάθεια ή απογοήτευση; Λείπει, σε μια χώρα με πραγματική ανεργία που ξεπερνά το 1 εκ., το εύφλεκτο υλικό των κοινωνικών κινητοποιήσεων;

Έχω την εντύπωση -και την κρυφή ελπίδα- πως αυτό που συμβαίνει είναι κάτι πολύ βαθύτερο και διαφορετικό. Ότι η χώρα σιγά-σιγά εγκαταλείπει το πρότυπο συλλογικής δράσης, το οποίο κυριάρχησε την τελευταία τριακονταετία, το οποίο στηριζόταν στην διεκδίκηση και αδιαφορούσε πλήρως σχεδόν για τη δημιουργία.

Από πλευράς κοινωνικής κουλτούρας ήμασταν μέχρι σήμερα μια κοινωνία οργανωμένη σε συλλογικότητες επικεντρωμένες στην αποκόμιση πλούτου και αγαθών, που κάποιος άλλος είχε δημιουργήσει. Τα συνδικάτα στο δημόσιο και στις ΔΕΚΟ διεκδικούσαν μεγαλύτερες αμοιβές από αυτές που δικαιολογούσε η παραγωγικότητά τους. Τα επιμελητήρια, που εκπροσωπούσαν τις επιχειρήσεις, χαριστικά δάνεια και επιδοτήσεις. Οι τοπικοί "εξωραϊστικοί σύλλογοι" τη νομιμοποίηση της αυθαιρεσίας. Οι κομματικές οργανώσεις μη αξιοκρατικούς διορισμούς και εξυπηρετήσεις. Οι επιστημονικοί σύλλογοι μονοπωλιακή προστασία και συνταξιοδοτικές παροχές, με συντάξεις και εφάπαξ μεγαλύτερα από τις εισφορές που είχαν καταβάλει τα μέλη τους. Η Ελλάδα σταδιακά μετατράπηκε σε χώρα κατάλληλη για να εμπνεύσει την Ayn Rand του 21ου αιώνα.

Όλοι εν ονόματι της "δημοκρατίας και της δικαιοσύνης" διεκδικούσαν. Όλο και λιγότεροι δημιουργούσαν. Και το κράτος -στην ουσία δηλαδή το πολιτικό και οικονομικό σύστημα εξουσίας, που είχε τη διαχείριση του κράτους-, ικανοποιούσε τις διεκδικήσεις δανειζόμενο, στέλνοντας το λογαριασμό στο μέλλον. Μέχρι που το μέλλον έγινε ζοφερό παρόν.

Η ακατάσχετη αυτή διεκδίκηση, κουβάλαγε τη δική της μυθολογία. Μια συλλογικότητα θυματοποίησης που συνεχίστηκε και καθιερώθηκε ως κυρίαρχη κουλτούρα, πολύ μετά την λήξη των κοινωνικών συνθηκών που την είχε γεννήσει και εμπνεύσει. Ο Σαββόπουλος την έχει υπονοήσει πολλά χρόνια πριν με το στοίχο "σαν το παράπονο στη φράση εδώ και τώρα". Προσωπικά την σκεφτόμουν κάθε φορά που έβλεπα ακριβοπληρωμένα τηλεοπτικά επεισόδια στην ΕΡΤ, με παρέες μεσόκοπων καλλιτεχνών -σε σκηνικό ταβέρνας της δεκαετίας του 60- να τραγουδούν λαϊκά τραγούδια της φτώχειας, ενώ ήταν βέβαιο ότι οι ίδιοι ζούσαν πλέον εδώ και πολλά χρόνια στην καταναλωτική αφθονία.

Η πορεία αυτή διαμόρφωσε και τα αντίστοιχα πρότυπα συλλογικής δράσης. Οι Έλληνες έγιναν παγκόσμιοι πρωταθλητές στις διαδηλώσεις και εφεύραν τον μύθο της αιώνιας λιτότητας, για να δικαιολογήσουν τη αιώνια διεκδίκηση. Από το 2000 ως το 2009 και ενώ μέσα ενημέρωσης και εποχικοί διαδηλωτές συναγωνίζονταν σε κλαυθμούς και οδυρμούς για την σκληρότητα των μέτρων λιτότητας, οι συνολικές δαπάνες του κράτους για μισθούς, συντάξεις και άλλες κοινωνικές παροχές, σε πραγματικούς όρους (ευρώ του 2009), αυξήθηκαν από τα 46 στα 81 δις ευρώ. Σχεδόν διπλασιάστηκαν.

Μετά τον Μάιο του 2010, αφού το κράτος έφτασε στην ουσιαστική χρεοκοπία και ο μόνος που απέμενε για να διεκδικήσουμε χρήματα ήταν ο ευρωπαίος φορολογούμενος, το έργο της διεκδίκησης ανέβηκε πλέον και στην παγκόσμια σκηνή. Οι διαδηλώσεις μας έγιναν πρωτοσέλιδα σε ολόκληρο τον κόσμο. Και συνεισέφεραν -σε συνδυασμό με τον φόβο της μετάδοσης του ελληνικού ιού ("contagion")-, στην εξασφάλιση του πακέτου διάσωσης της 21ης Ιουλίου, που αποτέλεσε όμως και το κύκνειο άσμα τους. Λίγες εβδομάδες αργότερα, όταν ένα από τα γνήσια τέκνα της κουλτούρας της διεκδίκησης, ο κ. Βενιζέλος, επιχείρησε να γράψει ένα ακόμα κεφάλαιο απομακρύνοντας την τρόικα, οι ευρωπαίοι αντέδρασαν απειλώντας ψυχρά αλλά πειστικά ότι όχι μόνο δεν θα μας δώσουν παραπάνω χρήματα, αλλά θα μας στερήσουν και αυτά (την 6η δόση), που θεωρούσαμε αυτονόητα.

Τώρα δεν έχουμε πλέον από ποιον να διεκδικήσουμε. Το κράτος φαλίρισε και είναι σαφές ότι για πολλά χρόνια θα παίρνει περισσότερα από όσα θα δίνει. Οι επιχειρήσεις κλείνουν και είναι πλημμυρισμένες στις ζημιές. Οι πιο πολλοί πλούσιοι έβγαλαν τα κεφάλαια τους έξω. Οι έξω μας δανείζουν με το σταγονόμετρο και δεν μας έχουν ούτε εμπιστοσύνη, ούτε και ιδιαίτερη συμπάθεια.

Συνεπώς το μόνο που μας απομένει είναι να αρχίσουμε και πάλι να δημιουργούμε. Να δημιουργούμε οικονομικό πλούτο, θεσμούς, πεπαιδευμένους πολίτες, επιστημονική πρόοδο, έργα του λόγου και της τέχνης. Όλα αυτά που αποτελούν τους αυτονόητους στόχους μιας ορθολογικής κοινωνίας.

Ατομικά αυτό θα συμβεί σχεδόν αυτόματα, εξ ανάγκης, αφού ο καθένας θα προσπαθήσει να προσαρμοστεί στην αδήριτη πραγματικότητα. Καμία όμως κοινωνία δεν είναι το απλό άθροισμα της ατομικότητάς μας. Για να πετύχει η προσπάθεια θα χρειαστεί και μια αλλαγή νοοτροπίας στη συλλογική δράση, που να προτάσσει τη δημιουργία και την προσφορά. Από τον σύλλογό της γειτονιάς, που θα κινητοποιεί τα μέλη του για να συνεισφέρουν σε απλά καθημερινά πράγματα, καθαριότητα, φροντίδα του πρασίνου, ασφάλεια (το "neighborhood watch" που υπάρχει στ Β. Ευρώπη και την Αμερική), μέχρι το συνδικάτο που θα έχει ως κύριο στόχο του την επιτυχία και μακροημέρευση της επιχείρησης όπου εργάζονται τα μέλη του. Για να φτάσουμε βέβαια και στην θεμελιώδη αλλαγή νοοτροπίας στην πλέον καθοριστική μορφή συλλογικής δράσης, που είναι στις δημοκρατίες η ίδια η πολιτική διαδικασία.

Δεν πρόκειται για διαδρομή εύκολη ή αυτονόητη. Θα χρειαστεί χρόνια και συνειδητή προσπάθεια από εκατομμύρια πολίτες, που θα πρέπει όχι μόνο να επιβάλλουν την αλλαγή αυτή νοοτροπίας προς τα πάνω, στο πολιτικό σύστημα, αλλά και να την κάνουν πράξη στη δική τους καθημερινότητα, σε μια κατ' εξοχήν δύσκολη εποχή. Κάποια αισιόδοξα σημάδια γύρω μας δείχνουν όμως ότι η αλλαγή έχει ήδη αρχίσει. Παράδειγμα το κίνημα των αντι-καταλήψεων, όπου νέα παιδιά οργανώνονται και μάχονται για ανοίξουν και πάλι οι σχολές τους. Δεν διεκδικούν παρά μόνο το αυτονόητο. Το δικαίωμά τους να γίνουν, με τη δική τους δουλειά και προσπάθεια, δημιουργικοί άνθρωποι.