Πολιτικη & Οικονομια

Γιάννης Βούλγαρης: Μοιραία εποχή

Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου, ο καθηγητής Γιάννης Βούλγαρης μιλάει στην A.V.

Αγγελική Μπιρμπίλη
ΤΕΥΧΟΣ 355
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο σας «Η μοιραία πενταετία - Η πολιτική της αδράνειας 2004-2009» (εκδ. Πόλις), στο οποίο συγκεντρώνετε την αρθρογραφία σας κατά το διάστημα αυτό. Καταλογίζετε βαριές ευθύνες στις κυβερνήσεις ΝΔ για τη σημερινή εθνική κρίση… Ναι, και έχει σημασία να μην ξεχνάμε αυτές τις ευθύνες για να αποφύγουμε μια λαθεμένη εκτίμηση για τη σημερινή κρίση και την αξιολόγηση της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Η κρίση δεν ήταν νομοτελειακή. Αν οι κυβερνήσεις μετά το ευρώ, ουσιαστικά δηλαδή οι κυβερνήσεις της ΝΔ 2004-2009, είχαν πραγματοποιήσει κάποιες έστω μεταρρυθμίσεις, την ανάγκη των οποίων όλοι σχεδόν αναγνώριζαν, η Ελλάδα σήμερα θα αντιμετώπιζε μεν δυσκολίες αλλά όχι τη σημερινή καταστροφή. Μάλιστα, κατά τη διετία 2007-2009, όταν πια η παγκόσμια κρίση έχει ξεσπάσει, η ολιγωρία και ο καιροσκοπισμός της κυβέρνησης γίνεται οφθαλμοφανής. Αρκεί κάποιος να κοιτάξει τις καμπύλες εκτίναξης των δημόσιων ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους.

Μήπως, όμως, έφταιγε όλη η «Μεταπολίτευση»; Ασφαλώς, αλλά επειδή η σημερινή καταστροφή δεν ήταν αναπόφευκτη, γι’ αυτό και ο μηδενισμός των επιτυχιών της μεταπολιτευτικής περιόδου είναι λάθος. Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης δεν ήταν μια ιστορία αποτυχίας, αντιθέτως κερδίσαμε πολλά από την άποψη της ευημερίας, των ελευθεριών και της δημοκρατίας. Όσοι μηδενίζουν αυτά τα επιτεύγματα, ψαλιδίζουν και την εθνική αυτοπεποίθηση ότι μπορούμε να ανασυνταχθούμε για να βγούμε από το σημερινό εφιάλτη. Πάρτε την πολιτική. Θα ξεχάσουμε την πολιτική επιδεξιότητα με την οποία πετύχαμε τη βελούδινη μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία, το 1974, μέσα σε σχεδόν εμπόλεμες συνθήκες; Θα ξεχάσουμε πώς ανασυνταχθήκαμε ως χώρα στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ξεπερνώντας την εθνικιστική περιχαράκωση, την τραγική πολιτική διαχείριση του λεγόμενου «Μακεδονικού» και τη δημοσιονομική κρίση, προλαβαίνοντας έτσι να ενταχθούμε στο στενό πυρήνα της ΕΕ; Πάρτε ύστερα τα δημοσιονομικά. Από το 1994 ως το 2002 είχαμε πλεονάσματα, πραγματικά και αληθινά, ας μην υιοθετούμε μαζοχιστικά την ντροπιαστική εικόνα που μας κολλάνε σήμερα πολλοί ξένοι ότι είμαστε χώρα-απατεώνας. Από την άλλη, βεβαίως, είναι προφανές ότι σήμερα πληρώνουμε τις παθογένειες αυτής της περιόδου: τον υπερδανεισμό και τη χαμηλή παραγωγικότητα, τον άκρατο λαϊκισμό, αριστερό και δεξιό, τον «κρατισμό» και την υποτίμηση της υγιούς επιχειρηματικότητας, την ανεξέλεγκτη δημόσια δαπάνη, τη συστημική φοροδιαφυγή και τη διάχυτη διαφθορά. Ένα κοινωνικοπολιτικό σύστημα που θεμελιώθηκε κυρίως στη δεκαετία του ’80 και βαθμιαία έγινε κλειστό και ανελαστικό, ώσπου προσέκρουσε στο σκόπελο της διεθνούς κρίσης.

Συνδυάστηκαν δομικές και πολιτικές αιτίες; Ακριβώς. Ας το συνοψίσουμε με μια ιατρική παρομοίωση. Ένας άνθρωπος μπορεί να έχει προδιάθεση για κάποια ασθένεια, αλλά η εκδήλωση της ασθένειας δεν είναι νομοτελειακή και κατά πολύ εξαρτάται από τα μέτρα που λαμβάνει ο ίδιος και από τον τρόπο ζωής του. Το «μεταπολιτευτικό μοντέλο» είχε την προδιάθεση για ελλείμματα και υπερχρέωση. Όταν αυτή η προδιάθεση εκδηλωνόταν με επικίνδυνα συμπτώματα, οι κυβερνήτες έπαιρναν τα αναγκαία μέτρα ώστε να επανισορροπήσουν την κατάσταση. Οι κυβερνήσεις και ο κυβερνήτης της περιόδου 2004-2009 δεν ανταποκρίθηκαν στην αποστολή τους. Αδράνησαν για να μην αναλάβουν το πολιτικό κόστος και έτσι η προδιάθεση έγινε αρρώστια. Γι’ αυτό η πενταετία αποδείχτηκε μοιραία.

Ωστόσο, το πολιτικό-κομματικό σύστημα δεν φαίνεται διατεθειμένο να κάνει ουσιαστική αυτοκριτική, ούτε να αλλάξει τις πρακτικές του… Αυτοκριτική δεν πρέπει να κάνει μόνο το πολιτικό-κομματικό σύστημα. Οι συνδικαλιστικές, οι επιχειρηματικές δυνάμεις, δεν έχουν ευθύνες; Οι πανεπιστημιακοί δεν είμαστε κατεξοχήν υπεύθυνοι για την κατάντια των ΑΕΙ; Δεν θέλω να υποστηρίξω το όλοι υπεύθυνοι, άρα κανένας, αλλά αυτό που πολύ ωραία είπε στην «Καθημερινή», νομίζω, η Αμαλία Μουτούση, «είμαστε στο τσακ, γιατί δεν υπάρχει διάθεση αυτοκριτικής». Αυτοκριτική σημαίνει να κατανοήσουμε τη σφαιρικότητα της κρίσης και τις πολλαπλές αιτίες που οδήγησαν σε αυτήν. Όπως μας έχει δείξει η πείρα και η ψυχανάλυση, τα στάδια του πένθους μιας απώλειας είναι η άρνηση, η οργή, η θλίψη και η υπέρβαση. Εμείς μοιάζει να είμαστε στον αστερισμό της άρνησης και της οργής. Σαν να μη θέλουμε να δεχτούμε ότι αυτό που χάσαμε δεν μπορούμε να το βρούμε όπως το είχαμε συνηθίσει, δεν υπάρχει μαγικό κουμπί να γυρίσουμε στο 2007, στο 2004 ή όποτε ο καθένας μας είχε το μάξιμουμ της προσωπικής ευημερίας. Για να επανέλθω, όμως, νομίζω ότι και το πολιτικο-κομματικό σύστημα ζει στο ίδιο κλίμα. Από τη μία η κυβέρνηση, έχοντας εξ ορισμού την κύρια ευθύνη για την τύχη της χώρας, συνειδητοποιεί ότι τα εργαλεία της παλιάς πολιτικής πρακτικής είναι πλέον άχρηστα. Οι κυβερνήσεις ως τώρα έδιναν και διόριζαν, τώρα πρέπει να πάρουν και ενδεχομένως να απολύσουν. Το συνειδητοποιεί, αλλά δεν μπόρεσε ως τώρα να το μετατρέψει σε προοπτική αλλαγής. Διασπάθισε έτσι την ανοχή και την αντοχή που έδωσε η κοινωνία στον πρώτο χρόνο του Μνημονίου. Οι αντιπολιτεύσεις δεν έχουν μπει καν στον κόπο να σκεφτούν ότι σε περιόδους επικείμενης εθνικής καταστροφής ο αντιπολιτευτικός λαϊκισμός οφείλει να έχει όρια. Είναι κατά τη γνώμη μου χαρακτηριστικό ότι το ΚΚΕ, ως ιστορικό και λαϊκό κόμμα, δείχνει μεγαλύτερη σοβαρότητα από τη ΝΔ, που είναι κεντροδεξιά και κατεξοχήν υπεύθυνη για τη σημερινή εθνική κρίση. Δεν ξέρω αν ο κ. Σαμαράς θα πετύχει το μοναδικό στόχο που ως τώρα τουλάχιστον καταλαβαίνουμε ότι έχει θέσει, να γίνει πρωθυπουργός, αλλά μπορώ να υποθέσω ότι θα είναι βραχύβιος και θα συγκεντρώσει εναντίον του πολύ μίσος, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, γιατί κινείται στα όρια της ύβρεως.

Πώς κρίνετε τους «αγανακτισμένους»; Είναι τέκνα της οργής και της απονομιμοποίησης αυτού του πολιτικού συστήματος; Της διάχυτης οργής, ασφαλώς, αλλά κυρίως της άρνησης της πραγματικότητας, όπως δείχνει το σλόγκαν «δεν χρωστάμε, δεν πουλάμε, δεν πληρώνουμε». Με την άρνηση όμως δεν πας, έτσι κι αλλιώς, μακριά. Στον πάγκο ενός μεγάλου βιβλιοπωλείου στο εξωτερικό είχαν δίπλα στο πάμφλετ του Εσσέλ «Αγανακτήστε» το αντίστοιχο βιβλιαράκι του παλαίμαχου Ιταλού κομμουνιστή Πιέτρο Ινγκράο με το χαρακτηριστικό τίτλο «Η αγανάκτηση δεν φτάνει, χρειάζεται η πολιτική». Εγώ προέρχομαι από αυτή την παράδοση. Κάποιοι θα υποστηρίξουν, ίσως, ότι αυτή η παράδοση υπερτονίζει τα ορθολογικά στοιχεία της πολιτικής και αντιστρόφως υποτιμά τη συναισθηματική διάσταση. Ομολογώ όμως ότι το συναίσθημα που εκφράζεται με μούντζες κατά της Βουλής, προπηλακισμούς και βία μού είναι ξένο, όπως επίσης με προβληματίζει και η έντονη παρουσία «αγανακτισμένων» που έχουν εμφανείς αναφορές στον «αυριανισμό» της δεκαετίες του ’80 και στο δεξιό εθνικισμό των αρχών της δεκαετίας του ’90, δηλαδή δύο πολύ αρνητικών μαζικών φαινομένων της μεταπολίτευσης. Αν εξαιρέσεις τις στιγμές της μέγιστης μαζικοποίησης, βλέπεις ότι η συγκέντρωση των «αγανακτισμένων» συρρικνώνεται στον ακροαριστερό και στον ακροδεξιό πόλο. Όταν αυτοί οι δύο πόλοι συνοδοιπορούν έναντι ενός κοινού αντιπάλου, τότε τα μηνύματα για τη δημοκρατία δεν είναι ευχάριστα. Πάντως, από όλη αυτή την ιστορία, εγώ απομονώνω τον παράγοντα νεότερες γενιές. Είναι φανερό ότι ένα τμήμα τους προσπαθεί να ψηλαφίσει μια νέα, μη βίαιη πολιτική, αντιμετωπίζοντας κριτικά έναν Κόσμο που έχει γίνει ιδιαίτερα άδικος και βάναυσα ανταγωνιστικός.

Οι νέες γενιές υπήρξαν οι αδικημένες και οι χαϊδεμένες ταυτόχρονα του μεταπολιτευτικού μοντέλου... Επ’ αυτού, νομίζω, δεν μπορεί να υπάρξει διαφορετική γνώμη: οι πρεσβύτεροι έφαγαν το ψωμί των νεότερων, παραχωρώντας σε αντάλλαγμα ένα γερό χαρτζιλίκι στο πλαίσιο της οικογένειας. Με άλλα λόγια, οικοδομήσαμε ένα κοινωνικό σύστημα που κατοχύρωνε όσους πρόλαβαν να μπουν και να βρουν μια σταθερή θέση εργασίας, κυρίως στο δημόσιο, και έκλεινε πίσω του την πόρτα στους νεότερους που έρχονταν. Το ίδιο συμβαίνει και στις άλλες νοτιοευρωπαϊκές χώρες. Όταν περάσει η σημερινή οξύτατη στιγμή της κρίσης και αρχίσουμε να ξανασκεφτόμαστε τους θεσμούς και το παραγωγικό μοντέλο, θα πρέπει να αλλάξουμε τους κανόνες της αγοράς εργασίας, τις προϋποθέσεις κοινωνικής προστασίας και κυρίως την ποιότητα της εκπαίδευσης. Πρέπει να τα ανασχεδιάσουμε ώστε να ανταποκρίνονται περισσότερο στις βιογραφικές διαδρομές των νέων ανθρώπων. Αλλιώς η αντίθεση των «μέσα» και των «έξω» από το «σύστημα» θα εκδηλώνεται με τρόπο μηδενιστικό και καταστροφικό.

Παρά τα όσα συμβαίνουν τελευταία, εξακολουθείτε να ελπίζετε στην πολιτική; Από τι άλλο εξαρτώμεθα σήμερα, αν όχι από την πολιτική; Και μάλιστα την πολιτική που διαμορφώνεται ταυτόχρονα σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Ιδιαίτερα μετά την παγκόσμια κρίση, η πολιτική ανέδειξε και πάλι τον εγγενώς δραματικό χαρακτήρα της. Σκεφτείτε ότι λίγα μόλις χρόνια πριν μιλούσαμε για το «τέλος της πολιτικής», την ισοπέδωση της πολιτικής στη «διαχείριση», ενώ τώρα από τις εναλλακτικές επιλογές κρίνονται οι τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων. Ελπίζω, αλλά και φοβάμαι αυτή τη δραματική και απόλυτη εξάρτηση από την πολιτική ικανότητα που πρέπει να δείξουμε ως Ευρώπη και ως ελληνική κοινωνία. Φοβάμαι την εθνική-λαϊκιστική αναδίπλωση που έχει επικρατήσει τα τελευταία χρόνια στην ΕΕ, υπό την καθοδήγηση πρωτίστως των συντηρητικών κυβερνήσεων που κυριάρχησαν την περασμένη δεκαετία. Ελπίζω ότι οι επερχόμενες εκλογές στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία θα αλλάξουν το τοπίο και θα δώσουν μια νέα ώθηση στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Φοβάμαι γιατί στην Ελλάδα σήμερα κρεμόμαστε από μια κλωστή, την οποία μπορεί να σπάσει μια λαθεμένη πολιτική κίνηση. Φοβάμαι όταν «μεγάλες ιδέες» μπαίνουν σε μικρά μυαλά και στην Ελλάδα σήμερα μπαίνει σε μικρά μυαλά η «μεγάλη ιδέα» ότι δεν χάθηκε ο κόσμος να γυρίσουμε στη δραχμή, ας συνεχίσω το μικροκομματικό μου παιχνίδι χωρίς να πολυσκάω. Ελπίζω ότι η κοινωνία και η πλειοψηφία του πολιτικού προσωπικού θα αποδειχτεί και πάλι πιο ώριμη.