Πολιτικη & Οικονομια

Πανικός, αντιπανικός και πλατεία

Την Κυριακή η πλατεία Συντάγματος ήταν γεμάτη

Μυρσίνη Ζορμπά
ΤΕΥΧΟΣ 349
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Την Κυριακή η πλατεία Συντάγματος ήταν γεμάτη (ευχάριστο μετά τις τόσες αποκαρδιωτικά αραιές συνδικαλιστικές διαδηλώσεις) από αγανακτισμένους πολίτες (δικαιολογημένο και κατανοητό) χωρίς τη σκιά της βίας (ανακουφιστικό κι ενθαρρυντικό). Η πλατεία ήταν πολύβουη και πολύχρωμη, παρούσες οι κοινωνικές και πολιτικές φυλές της πόλης. Ο χώρος είχε ως προϋπόθεση το χαμόγελο του αυθόρμητου και εξοστράκιζε τις κορόνες  της στράτευσης. Στο κέντρο λαϊκή συνέλευση «άμεσης δημοκρατίας» οργανωμένη από έμπειρους παλαίμαχους που είχαν αφήσει παράμερα τη στολή εργασίας. Η πλατεία σύσσωμη δήλωνε με όλους τους τρόπους κατά του Μνημονίου και κατά των πολιτικών. Τα σχέδια πανικού, το θρίλερ της επόμενης δόσης, η κατάρρευση των δημόσιων ταμείων, η απειλή της δραχμής, το νέο Μνημόνιο και οι αφασικές αρχηγικές μορφές των προηγούμενων ημερών έστειλαν στην πλατεία πολύ κόσμο. Ανάμεσα σ’ αυτούς και αρκετούς από εκείνους που κανονικά δεν θα ήταν εκεί, αφού θεωρούσαν αναγκαίες πολλές από τις μεταρρυθμίσεις, έχοντας ακόμη συνείδηση ότι για να πραγματοποιηθούν χρειάζεται να λειτουργήσει το πολιτικό σύστημα και πάντως όχι να καταργηθεί. Η συνύπαρξη αυτή, ανάμεσα σε αντιμνημονιακούς και κριτικά μνημονιακούς, σε όσους μούτζωναν τη Βουλή και σε όσους ζητούσαν από τους πολιτικούς να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, λειτούργησε χάρη στον πανικό που έσπειρε η κυβέρνηση μετατρέποντας το λαϊκό αίσθημα δυσφορίας σε αγανάκτηση και κορυφώνοντας για μία ακόμη φορά τη δυσπιστία απέναντι στις διαχειριστικές της ικανότητες.

Πάντως, στις νέες συνθήκες η πλατεία Συντάγματος μας ξαναθύμιζε το ξεχασμένο νόημα του ονόματός της: τη συμμετοχή των πολιτών στις κρίσιμες στιγμές, την ανάγκη να δώσουν το «παρών», έστω συγκεχυμένο και αμφίθυμο. Αλλά τη Δευτέρα ξυπνήσαμε σ’ αυτή την υπέροχη χώρα και ο ήλιος έλαμπε ψηλά στον ουρανό των διαχειριστών του φόβου και της ελπίδας μας, που είχαν απλώσει αυτή τη φορά τα σχέδια αντι-πανικού, οπότε ούτε για τη δόση έπρεπε να ανησυχούμε ούτε τη δραχμή να σκεφτόμαστε, ο εφιάλτης είχε παρέλθει πρόσκαιρα έστω. Στο πλαίσιο αυτό η πλατεία προβλήθηκε και εγκωμιάστηκε ως γνήσια έκφραση λαϊκής ανησυχίας ενώ, βέβαια, πιο κάτω στα πέριξ της Πατησίων συνεχιζόταν το ανηλεές κυνήγι μεταναστών και προσφύγων από τις δυνάμεις της τάξεως με τη βοήθεια της χρυσής δύσης. Αυτά στο επίπεδο του ορατού, διότι σε κείνο του αοράτου οι έννοιες στα μυαλά μας έχουν υποστεί γενική παραλυσία σε όλα τα υποσυστήματα διαχείρισης: της εργασίας, της εκπαίδευσης, της πρόνοιας, της δικαιοσύνης, της ασφάλειας των ανθρώπων, της καθημερινής ζωής.

Ανοίγω το βιβλίο της Χάνα Άρεντ «Το ολοκληρωτικό σύστημα» (εκδ. Ευρύαλος): «Η αποδοχή της εμφάνισης αυτών των χωρίς προηγούμενο συνθηκών είναι αποτέλεσμα των γεγονότων που, σε μια περίοδο πολιτικής αποσύνθεσης, έκαναν ξαφνικά εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους να στερηθούν το σπίτι και την πατρίδα τους και να γίνουν παράνομοι και ανεπιθύμητοι, ενώ εκατομμύρια άλλοι έγιναν, λόγω της ανεργίας, ένα κοινωνικό και οικονομικό βάρος… Το πρώτο σημαντικό βήμα που οδηγεί στην απόλυτη κυριαρχία είναι η εξαφάνιση της νομικής προσωπικότητας του ανθρώπου. Γι’ αυτό το σκοπό εξαιρέθηκαν στην αρχή μερικές κατηγορίες ατόμων από την προστασία του νόμου…». Κλείνω το βιβλίο, ο ύπνος δύσκολος.

Το πρωί στα e-mail ένα μήνυμα από την Αντόνια, φίλη αγαπημένη από τη Ρώμη που ζητάει να μάθει από πρώτο χέρι τι συμβαίνει στη χώρα μας. Μετά από δύο περίπου δεκαετίες Μπερλουσκονιάδας, που στη διάρκειά τους μάταια προσπαθούσαμε να παρηγορήσουμε τους Ιταλούς φίλους μας για την κατάστασή τους, τώρα ήρθε η σειρά τους να ρωτούν. Αλλά σε αντίθεση με την ιταλική φαρσοκωμωδία και την ιλαρότητα των συζητήσεων για τον καβαλιέρε, το δικό μας στόρι ακούγεται πολύ δραματικό. Η απάντησή μου μένει λειψή και ασήμαντη. Ούτε ανάλυση ούτε αίσθημα. Προσπαθώ να βάλω τάξη στο νου μου, να συνδυάσω τις προσωπικές μου απόψεις με τις πολιτικές εξελίξεις, αλλά δεν τα καταφέρνω να φτιάξω μια ικανοποιητική ιστορία. Συλλογίζομαι την καθημερινή μου πραγματικότητα, προσπαθώ να συγκεντρωθώ. Περιγράφω τα πρωινά της δουλειάς, τις συζητήσεις, τα άρθρα, τις ειδήσεις, τις φήμες, πρόσωπα και ιδέες, διαφωνίες, καταστάσεις και προβλήματα της καθημερινότητας, την παρέα των εθελοντών φίλων. Η ταινία γυρίζει γρήγορα, οι εικόνες πέφτουν η μία πάνω στην άλλη, δεν τις προλαβαίνω, έχουν χαλάσει οι ταχύτητες. Οι μικρές και οι μεγάλες ιστορίες μου δεν συμπλέουν, δεν ακολουθούν τον ίδιο ρυθμό. Άλλες μεγεθύνονται σε αλυσίδες συνειρμών κι άλλες χάνονται στην ασάφεια. Πώς να περάσεις σώος μέσα από τις συμπληγάδες αυτής της υβριδικής πραγματικότητας, από τις ασύμμετρες εντάσεις που πότε σε εγκλωβίζουν σε σπηλιά και πότε σε ακυβέρνητο πλοίο. Τα σβήνω όλα: αγαπητή Αντόνια, στο όνομα της παλιάς μας φιλίας και της πολιτικής μας διεκδίκησης μιας πιο δίκαιης κοινωνίας, σου λέω ειλικρινά ότι δεν έχω απάντηση στο ερώτημά σου, εκπέμπω SOS.