Πολιτικη & Οικονομια

Το παρόν είναι ο χρόνος των μεταρρυθμίσεων, όχι το μέλλον

Ο χρόνος ως παράμετρος αξιολόγησης των κοινωνικών συμβάντων είναι σημαντικός

Παναγιώτης Καρκατσούλης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Όταν ο Σάκης Πεπονής ανακοίνωνε στα στελέχη του Υπουργείου Εσωτερικών ότι πρόκειται να κάνει ένα νόμο που θα σταμάταγε το ρουσφέτι στην Ελλάδα, ένα πνιχτό γέλιο ξέφυγε από τα χείλη και των πλέον comme-il-faut διευθυντών του.

Όταν ο Σταύρος Μπένος ανακοίνωνε στους Δημάρχους και τους Περιφερειάρχες ότι θα εγκαθιστούσε ένα σύστημα απευθείας επικοινωνίας του πολίτη με τη διοίκηση, ώστε να «κινείται ο φάκελος και όχι ο πολίτης», προκάλεσε −κατά τη γλαφυρή περιγραφή ενός εκ των παρευρισκομένων− την ίδια εντύπωση με την πτώση μετεωρίτη στο κέντρο της αίθουσας. Ουδείς πίστεψε ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει − και μάλιστα, στο διάστημα θητείας ενός υπουργού (που στην Ελλάδα η θητεία του δεν ξεπερνάει τους 18 μήνες).

Κάθε φορά που στη χώρα μας επιχειρείται μια μεταρρύθμιση −πραγματική, όχι «πέτσινη» σαν αυτές των μνημονίων−, υπάρχει μια διάχυτη αντίδραση από πολλούς γραφειοκράτες, πολιτικούς, αλλά και πολίτες ότι «όχι, αυτό δεν γίνεται». Συνήθως οι επιφυλάξεις και η άρνηση αφορούν τον χρόνο εφαρμογής. Το πρόβλημα φαίνεται πάντα πιεστικό και η λύση μακρινή. «Πότε θα γίνουν αυτά;» διερωτώνται − ακόμη και σήμερα, έξι χρόνια μετά το πρώτο μνημόνιο, κάποιοι από τους εταίρους μας που εξακολουθούν να θέλουν να πετύχει το ελληνικό πρόγραμμα. Είναι οι ίδιοι που, ενώ έθεταν στα μνημόνια συνεργασίας τις λειτουργικές μεταρρυθμίσεις (αυτές που αλλιώς αποκαλούνται «δομικές» ή «θεσμικές») ως προτάγματα, κατά τις αλλεπάλληλες αξιολογήσεις της πορείας υλοποίησής τους, απλώς διαπίστωναν ότι δεν έγιναν για μια ακόμη φορά. Η ευρωπαϊκή επιλογή για την Ελλάδα περιορίστηκε στην πίεση προς τις αντιδραστικές και χρεωκοπημένες κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να ικανοποιούν τους εισπρακτικούς στόχους των μνημονίων. Μέχρι εκεί μπορεί να φθάσει η χωλή και ανεπαρκής Ευρωπαϊκή Ένωση.

Πέραν αυτών, ελάχιστες αλλαγές έγιναν που αφορούν τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των κρατικών υπηρεσιών. Και αυτές πάντως δεν στάθηκαν ικανές να οδηγήσουν σε μια γενικευμένη μεταρρύθμιση των θεμελίων οργάνωσης και λειτουργίας του ελληνικού κράτους.

Όσοι δεν θέλουν τις μεταρρυθμίσεις, όσοι δεν θέλουν να συγκρουστούν με τα εμφωλευμένα συμφέροντα ή απλώς δεν θέλουν να δουν την Ελλάδα να ξεφεύγει από την κρίση και την υπανάπτυξη, αυτοί είναι που διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους −ακόμη και σήμερα− ισχυριζόμενοι ότι οι λειτουργικές μεταρρυθμίσεις δεν αντιμετωπίζουν άμεσα το πρόβλημα. Τα προβλήματα δηλαδή της χώρας, κατ’ αυτούς, δεν λύνονται ούτε με την εφαρμογή της καλής νομοθέτησης ούτε με την περιστολή των δαπανών στο δημόσιο ούτε με την γενικευμένη εφαρμογή της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης. Ούτε, βεβαίως, με την ανάδειξη των αρίστων και την υποκίνησή τους να μείνουν και να προσφέρουν στο ελληνικό κράτος. Αυτές είναι ορισμένες, μεταξύ άλλων, λειτουργικές μεταρρυθμίσεις.

Πολλοί Έλληνες υπουργοί, κατά την περίοδο της κρίσης, συμμερίστηκαν τις απόψεις των εταίρων μας που, για δικούς τους λόγους, πρόβαλαν αυτό το επιχείρημα. Σήμερα, φανατικοί θιασώτες του ίδιου δόγματος είναι οι υπουργοί της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Αυτοί, όμως, στην πλειοψηφία τους απεχθάνονται και τις ίδιες τις μεταρρυθμίσεις, οπότε ο χρονικός ορίζοντας υλοποίησής τους αποτελεί το τέλειο άλλοθι για να κρύψουν την οπισθοδρομικότητα και τον συντηρητισμό τους.

Οι αντιδραστικοί της κυβερνητικής πλειοψηφίας δεν προτάσσουν, για παράδειγμα, τις αξίες της διοικητικής ουδετερότητας και της κομματικής απεξάρτησης της δημόσιας διοίκησης. Γι’ αυτό και βάλλουν κατά των ανεξαρτήτων αρχών και της δικαιοσύνης και, εννοείται, απωθούν στο απώτατο μέλλον τις μεταρρυθμίσεις εκείνες που θα τις ενδυνάμωναν.

Επομένως, το χρονικά πρόσφορο ή μη των αλλαγών υποτάσσεται σε πολιτικές στρατηγικές που ερείδονται στην διασφάλιση της παραμονής των κυβερνώντων στην εξουσία βάσει των δικών τους βάσεων/αξιών/προταγμάτων.

Με άλλα λόγια, το εάν μια μεταρρύθμιση μπορεί να γίνει την α ή τη β στιγμή, δεν καθορίζεται από κάποια εσωτερική αμετακίνητη χρονικότητα, αλλά από τον αξιακό κώδικα από τον οποίο εμφορείται το κοινωνικό σύστημα ή η οργάνωση στην οποία αναφέρεται. Αυτό το φαινόμενο έχει αναπτυχθεί στην βιβλιογραφία υποδειγματικά από τον Niklas Luhmann, o οποίος και το ονόμασε «συγχρονία της ασυγχρονίας».

Ο χρόνος ως παράμετρος αξιολόγησης των κοινωνικών συμβάντων είναι σημαντικός, αφού καθορίζει όχι μόνον το επείγον ή μη εν σχέσει προς την υλοποίησή τους, αλλά και τη διαχείριση των προσδοκιών των υποκειμένων σε σχέση με αυτά. Μια κοινωνική δράση, για παράδειγμα, που νοηματοδοτήθηκε και οριοθετείται από ένα κοινωνικό σύστημα/ μια οργάνωση ως ανήκουσα στο παρελθόν, προσανατολίζει αναλόγως και τα κοινωνικά υποκείμενα να ασχοληθούν/εντρυφήσουν/επικοινωνήσουν με το παρελθόν. Δημιουργείται έτσι ένας χρονικός δεσμός (Zeitbindung) των υποκειμένων της με το παρελθόν, όχι με το μέλλον. Η απόφαση αυτή είναι μείζονος σημασίας, διότι με αυτή επικαθορίζεται και η δυνατότητα του συστήματος να διαχειριστεί τα κοινωνικά σύμβολα. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ είναι εμφανής η προσπάθεια ερμηνείας των κοινωνικών συμβάντων μέσω της προσκόλλησής του στο παρελθόν. Η νοηματοδότηση των κοινωνικών συμβόλων γίνεται εν σχέσει προς γεγονότα ή νοηματοδοτήσεις του παρελθόντος.

Ο χρονικός δεσμός της φερώνυμης αριστεράς με το παρελθόν εμποδίζει την κατεύθυνση της κοινωνίας προς το μέλλον το οποίο −για να υπενθυμίσουμε τον χαρακτηριστικό τίτλο μιας ακόμη γνωστής μελέτης του Luhmann− καθίσταται αδύνατον («The future cannot begin»).

Η επιλογή των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να παραμένουν προσκολλημένοι στο παρελθόν συμβαδίζει, προφανώς, με μια συγκεκριμένη ενδοστρέφεια της ελληνικής κοινωνίας την οποία έχει αποδώσει εύστοχα ο Στέλιος Ράμφος στο Time Out με την πρόταση «Αντιλαμβανόμαστε μουσειακά το παρελθόν και ματαιώνουμε το ενεργό μέλλον». Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα με μια τόσο βαριά παράδοση οντολογίας δυσκολεύεται κανείς να κατανοήσει πώς η χρονικοποίηση των κοινωνικών γεγονότων μπορεί να αποτελεί μια κοινωνική κι όχι μια προσωπική διαδικασία. Προτιμάμε, δηλαδή, να ερμηνεύουμε στον πολιτικό μας λόγο την προσκόλληση της Ελλάδας στο χθες ως απόφαση ενός υποκειμένου και όχι ως έκφραση του χρονικού δεσμού των κοινωνικών υποσυστημάτων με το παρελθόν. Έτσι, η ελπίδα ότι τα πρόσωπα μπορούν να αλλάξουν την κοινωνική συνθήκη παραμένει αδιάψευστη, ακόμη κι όταν το εκάστοτε συγκεκριμένο πρόσωπο διαψεύδει τις προσδοκίες του κοινωνικού σώματος. Απλώς, αυτές μεταφέρονται ακέραιες στον επόμενο.

Αλλά, ακόμη κι αν κάποιος ήθελε να εννοήσει τον άμεσο ή τον μελλοντικό χαρακτήρα μιας μεταρρύθμισης ως ιδιότητα, ως κατηγορία του χαρακτήρα ενός ανθρώπου, πάλι δεν υπάρχει μια αντικειμενική και ενιαία απάντηση ως προς το εάν η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση «γίνεται» ή «δεν γίνεται». Το μέλλον ως προέκταση του παρόντος ενός ανθρώπου, που δεν έχει ασκηθεί παρά σε κάποια κομματική γυμναστική, έχει τελείως διαφορετική έκταση και ένταση από το μέλλον εκείνου που έχει, αντιθέτως, καταπιαστεί με πολλά κι έχει πετύχει πολλά.

Επομένως, η πολιτική ατζέντα όσων ευαγγελίζονται τις αλλαγές εκείνες που θα επιτρέψουν στη χώρα να βγει από τον φαύλο κύκλο της υπανάπτυξης και των προγραμμάτων λιτότητας είναι να δείξουν τόσο το εύρος του χρονικού δεσμού της κοινωνίας μας με το παρελθόν όσο και την αδυναμία των συγκεκριμένων πολιτικών υποκειμένων − εν προκειμένω της κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού να αντιληφθούν, να δεχτούν και να πρωτοστατήσουν σε αυτές. Η μονομέρεια μόνο στην ανάδειξη των προβλημάτων οδηγεί σε παραίτηση και μοιρολατρία ενώ η στόχευση απλώς και μόνο της ανικανότητας του κ. Τσίπρα και των συν αυτώ δημιουργεί φρούδες ελπίδες για το μέλλον, το οποίο θα εξακολουθήσει να παραμένει υποθηκευμένο.