- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Tα ελληνικά ΜΜΕ δεν λειτουργούν στην «αγορά της ενημέρωσης», βρίσκονται στην «αγορά της πολιτικής επιρροής».
Ο συγγραφέας Νίκος Δήμου διαφημίζει στο βιογραφικό του ότι στην παράπλευρη δημοσιογραφική του καριέρα είχε δέκα παραιτήσεις. «Δικός του λογαριασμός», θα πουν κάποιοι, «και μπράβο του». Έλα, όμως, που η κρίση του Τύπου τον κάνει και δικό μας λογαριασμό. Οι δέκα παραιτήσεις του κ. Δήμου είναι δέκα απώλειες των εφημερίδων, οι οποίες πασχίζουν να ζήσουν πουλώντας DVD αντί για περιεχόμενο. Και η περίπτωση του γνωστού συγγραφέα μάς δείχνει πόσο βραχυπρόθεσμες στην επιχειρηματική τους τακτική υπήρξαν οι επιχειρήσεις ΜΜΕ.
Διότι, δεν κρίνουμε αν ο κ. Δήμου είναι καλός ή είναι τεχνίτης του λόγου (που είναι), αλλά πρώτα απ' όλα αν είναι εμπορικός. Τα άρθρα του διαβάζονται απ' όλους, τα βιβλία του γίνονται best sellers, το blog που είχε προ καιρού πνιγόταν από σχόλια (κυρίως νέων σε ηλικία) αναγνωστών. Το γεγονός ότι ένας τέτοιος γραφιάς βρέθηκε εκτός των mainstream media δηλώνει πολλά για την κρίση του Τύπου. Το πρώτο που μας λέει είναι ότι έχουμε επιχειρήσεις Τύπου που δεν είναι προσανατολισμένες στην αγορά της ανάγνωσης.
Αν θέλουμε να δούμε την κρίση του ελληνικού Tύπου (έχει μερικά κοινά χαρακτηριστικά με εκείνη του διεθνούς, αλλά πολλά περισσότερα είναι διαφορετικά), οφείλουμε πρώτα απ' όλα να αναρωτηθούμε «τι ακριβώς πουλάει ένα Μέσο Ενημέρωσης». Η απάντηση είναι: την πνευματική δουλειά κάποιων ανθρώπων. Πρώτη του ύλη δεν είναι ούτε το χαρτί ούτε τα μελάνια· είναι τα κεφάλια των εργαζόμενων. Κι όμως, ακόμη και οι μεγάλες επιχειρήσεις Τύπου στη χώρα μας δεν έχουν τμήμα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού. Για την ακρίβεια, το σύγχρονο μάνατζμεντ και η διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού είναι άγνωστες έννοιες σε μια βιομηχανία που έχει τζίρο εκατομμυρίων ευρώ (και, παρεμπιπτόντως, σηκώνει συχνά-πυκνά το δάχτυλο σε άλλα οργανωσιακά σχήματα -ιδιωτικά και δημόσια- για το έλλειμμα εκσυγχρονισμού).
Και θα έσωζε τις ελληνικές εφημερίδες ένα τμήμα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού; Φυσικά όχι, αλλά η απουσία του είναι ενδεικτικό του επιχειρηματικού ελλείμματος στον Τύπο. Τέτοιο τμήμα έχουν οι τσιμεντοβιομηχανίες, δεν θα έπρεπε να το έχουν επιχειρήσεις που (θεωρητικά τουλάχιστον) πουλούν ανθρώπινη σκέψη;
Το έλλειμμα της διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού φαίνεται τυπωμένο κάθε μέρα στις εφημερίδες. Κακοπληρωμένοι δημοσιογράφοι, που τρέχουν καθημερινά σε δύο και τρεις δουλειές, στοιβαγμένοι σε μικρά γραφεία, παράγουν καθημερινά τη βαβούρα που επικρατεί γύρω τους. Οι περισσότεροι δεν έχουν καν το χρόνο να σκεφτούν τι γράφουν και τι αναμεταδίδουν· δεν τους ζητείται εξάλλου. Αυτό που τους ζητείται είναι να γεμίζουν κουτάκια με λέξεις ή το χρόνο του δελτίου.
Φυσιολογικά, κάθε δημοσιογράφος πρέπει να ξέρει περισσότερα από τους αναγνώστες του. Οφείλει να διαβάζει και να ενημερώνεται περισσότερο απ' όσο γράφει ή ενημερώνει. Αυτή είναι η προστιθέμενη αξία που προσφέρει μια επιχείρηση ενημέρωσης και ζητά από τους πελάτες της 1-4 ευρώ την ημέρα. Κι όμως: στις εφημερίδες δεν χαριτολογούμε απλώς ότι «οι δημοσιογράφοι πληρώνονται για να γράφουν, όχι για να διαβάζουν», το εφαρμόζουμε κιόλας.
Η αγραμματοσύνη και η προχειρότητα είναι κανόνας στα εγχώρια ΜΜΕ. Βολεύει έναν τεράστιο αριθμό δημοσιογράφων (οι οποίοι δεν διαβάζουν ούτε εφημερίδες), αλλά και τις επιχειρήσεις που μειώνουν το κόστος εργασίας, επιτρέποντας στους δημοσιογράφους να έχουν δύο και τρεις επιπλέον δουλειές· όλες κακοπληρωμένες, και όλες σε βάρος της ποιότητας του προϊόντος.
Να το πούμε αλλιώς: οι εργαζόμενοι, σε κάθε ξεχωριστή δουλειά, καμώνονται ότι παράγουν και οι επιχειρήσεις καμώνονται ότι τους πληρώνουν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι και τα εργαλεία με τα οποία όλες οι σύγχρονες επιχειρήσεις, όλων των κλάδων, προσπαθούν να επιβιώσουν, όπως «διά βίου μάθηση», «εκπαίδευση και επανεκπαίδευση των εργαζομένων» είναι άγνωστα στην ελληνική βιομηχανία των ΜΜΕ. Ένα παράδειγμα: Κάθε χρόνο γίνεται το παγκόσμιο συνέδριο της World Association of Newspapers. Σ' αυτό συγκεντρώνονται εκδότες και διευθυντικά στελέχη όλων των εφημερίδων του κόσμου. Ενημερώνονται και συζητούν για τις τάσεις, τα προβλήματα και τις προοπτικές του χώρου τους.
«Όλων των εφημερίδων του κόσμου» είπαμε; Λάθος. Μαντέψτε ποια χώρα λάμπει διά της απουσίας της. Η ελληνική βιομηχανία Τύπου θεωρεί περιττό έξοδο αυτό που κραταιές εφημερίδες του κόσμου επιδιώκουν: ενημέρωση, συζήτηση και προβληματισμό για όσα γίνονται ή θα γίνουν στον κλάδο. Κάπως έτσι οι εφημερίδες έχασαν την είδηση ότι έρχεται το διαδίκτυο...
Γι' αυτά τα φαινόμενα βέβαια δεν ευθύνονται μόνο οι επιχειρήσεις, αλλά και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, όπως και η συνδικαλιστική τους έκφραση. Κάθε απόπειρα εκσυγχρονισμού στα ΜΜΕ γεννά εχθρότητα και πρέπει να περάσει από ένα συμβιβασμό με τεράστιο κόστος στις επιχειρήσεις: το καινούργιο πρέπει να συμβιώσει με το παλιό. Οι διάχυτες στην οικονομία συνδικαλιστικές αγκυλώσεις είναι πολύ πιο έντονες στα ΜΜΕ. Κάθε προσπάθεια εξορθολογισμού της λειτουργίας των επιχειρήσεων ενημέρωσης συναντά κάθετη άρνηση. Υπάρχει μια εκτεταμένη συνενοχή εργαζόμενων-εργοδοτών σε βάρος της ποιότητας του παραγόμενου προϊόντος.
Αυτό το διαχειριστικό έλλειμμα έχει λόγους ύπαρξης.Ο πρώτος έχει να κάνει με το γεγονός ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι στη βιομηχανία των ΜΜΕ ένιωσαν επί μακρόν ασφαλείς από το διεθνή ανταγωνισμό. Μπλουζάκια μπορούν να παράγουν και οι Κινέζοι, τις εφημερίδες τις γράφουν (όπως, τέλος πάντων, τις γράφουν) μόνο Έλληνες. Ο ανταγωνισμός όμως ήρθε από εκεί που δεν κοιτούσαν. Το διαδίκτυο και τα free-press εμφιλοχώρησαν στην αγορά, ενώ οι επιχειρήσεις Τύπου εμφανώς αδιαφορούσαν. Γιατί;
Ο δεύτερος λόγος και η βασική εξήγηση της αδιαφορίας στον παράπλευρο ανταγωνισμό του διαδικτύου και των free-press έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα ελληνικά ΜΜΕ δεν λειτουργούν στην «αγορά της ενημέρωσης». Βρίσκονται στην «αγορά της πολιτικής επιρροής». Εκεί ακριβώς συναντιέται η αριστερή ιδεοληψία που θέλει την ενημέρωση να μην είναι εμπόρευμα (Σ.Σ.: τότε γιατί να πωλούνται οι εφημερίδες και γιατί να πληρώνονται οι δημοσιογράφοι;) με μια διάχυτη επιχειρηματική πρακτική που έχει κέρδη κυρίως από την αγορά της πολιτικής επιρροής. (Σ.Σ.: Τα κέρδη πιστοποιούνται από το γεγονός ότι επιζούν 26 εφημερίδες πανελλαδικής κυκλοφορίας και από τον πλούτο των εκδοτών με φτωχές κυκλοφορίες.)
Αυτός ο γάμος δημιούργησε τερατογενέσεις στο χώρο της ενημέρωσης. Μπορεί να καταλάβαμε γιατί δημοσιεύονται αναλυτικά ρεπορτάζ περί ανύπαρκτων συναντήσεων Καραμανλή-Ερντογάν (είναι στη λογική της αγοράς πολιτικής επιρροής), αλλά μοιάζει παράδοξο το γεγονός ότι επί 15 χρόνια νομίζαμε ότι οι Αλβανοί σφάζουν τους Σέρβους στο Σεράγεβο ή επί 22 μέρες «μαθαίναμε» ότι οι Ιρακινοί κέρδιζαν τον πόλεμο με τους πανίσχυρους Αμερικανούς. Επειδή οι επιχειρήσεις δεν είναι προσανατολισμένες στην αγορά της ενημέρωσης, δίνουν ελάχιστη σημασία στις υπόλοιπες πλην των πολιτικών σελίδων. Αυτές αφέθηκαν στις ιδεοληψίες των συντακτών τους· στον αριστερισμό και τον αντιιμπεριαλισμό όσων θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, αντί να τον ενημερώσουν.
Το ρεπορτάζ για την ανύπαρκτη συνάντηση Καραμανλή-Ερντογάν, για το οποίο έγινε σάλος, ωχριά μπροστά σε άλλες «ειδήσεις» που μετέδωσαν τα ελληνικά ΜΜΕ, ειδικά όταν οι «φονιάδες των λαών» έκαναν πολέμους και οι ημέτερες δημοσιογραφικές δυνάμεις μάχονταν υπέρ των πάτριων ιδεολογιών.
Αυτό δεν έχει να κάνει με τη συγκεκριμένη ιδεολογική προτίμηση: αν η ιστορία της μεταπολίτευσης ήταν διαφορετική και κυρίαρχη ιδεολογία ήταν π.χ. η ακροδεξιά, θα βλέπαμε ακροδεξιά χειραγώγηση της ενημέρωσης. Και πάλι δεν θα είχαμε σωστή ενημέρωση, επειδή ακριβώς οι επιχειρήσεις ΜΜΕ είναι προσανατολισμένες στην αγορά της επιρροής.
Ο προσανατολισμός στην «αγορά πολιτικής επιρροής» πιστοποιείται και από διάφορα άλλα φαινόμενα στο χώρο. Τα τελευταία είκοσι χρόνια τα διευθυντικά στελέχη των επιχειρήσεων ΜΜΕ προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από το πολιτικό ρεπορτάζ, άσχετα αν τις περισσότερες φορές δεν έχουν εμπειρία στην παραγωγή του προϊόντος και δεν αξιολογούνται επί της ουσίας για τις διαχειριστικές τους ικανότητες. Οι εκδότες δεν χρειάζονται ανθρώπους που θα παράγουν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο το προϊόν τους, αλλά ανθρώπους που θα διαχειρίζονται τις σχέσεις τους με την πολιτική εξουσία και κυρίως με την εκάστοτε κυβέρνηση. Είναι νόμος της αγοράς: ο καλύτερος πελάτης σερβίρεται πρώτος. Και συνήθως ο καλύτερος πελάτης των επιχειρηματιών ΜΜΕ είναι το κράτος, είτε διά της κρατικής διαφήμισης και άλλων νομοθετημάτων που εξασφαλίζουν άκοπα λεφτά, είτε διά των δημοσίων έργων που χρηματοδοτούν τις παθητικές επιχειρήσεις ΜΜΕ.
Ένα άλλο σύμπτωμα αυτής της κατάστασης είναι οι στήλες των παραπολιτικών στις εφημερίδες. Πολλά από αυτά που δημοσιεύονται είναι ακατανόητα ακόμη και σε όσους παρακολουθούν από κοντά το πολιτικό παίγνιο, πόσω δε μάλλον στους αναγνώστες. Τότε γιατί δημοσιεύονται; Στην αγορά επιρροής που στοχεύουν τα Μέσα, οι παραπολιτικές στήλες γίνονται συχνά μέσο αλληλογραφίας πολιτικών-ΜΜΕ και όχημα εκβιασμών μέσα στο πολιτικό παίγνιο.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η «παραπολιτική αλληλογραφία» δεν περιορίζεται στις ομώνυμες στήλες. Διαχύθηκε πλέον σε ολόκληρο το πολιτικό ρεπορτάζ, το οποίο -επειδή ακριβώς οι επιχειρήσεις ΜΜΕ είναι στραμμένες στην αγορά επιρροής- προσανατολίστηκε και αυτό στην κάλυψη των παιγνίων επιρροής, αλλά και στη συμμετοχή του σ' αυτά.
Γι' αυτόν το λόγο γίνεται είδηση το «σου 'πα, μου 'πες» των πολιτικών, γι' αυτό και ανατέμνεται κάθε λέξη των δηλώσεών τους. Το ρεπορτάζ που θεωρείται η κορωνίδα στα ΜΜΕ ονομάζεται πολιτικό, αλλά στην ουσία είναι παραπολιτικό. Δεν ασχολείται με την πολιτική. Η πολιτική έχει να κάνει με προτάσεις, διαφωνίες επί των προτάσεων, διαφορετικές αντιλήψεις για τα πραγματικά προβλήματα. Αυτό το πολιτικό ρεπορτάζ απουσιάζει από τις εφημερίδες επειδή η ενασχόληση με την πραγματική πολιτική αφενός απαιτεί διάβασμα και εμβάθυνση στα προβλήματα (πράγματα οι δημοσιογράφοι δεν κάνουν και οι επιχειρήσεις δεν ζητούν), και αφετέρου χρειάζονται αγορά ενημέρωσης στην οποία τα ΜΜΕ δεν συμμετέχουν. Έτσι φτάσαμε να γίνεται μέγα θέμα η δήλωση του χ στελέχους, να συζητιέται ώρες στα παράθυρα ακόμα και το «και». Στο τέλος απαξιώνεται η πολιτική, αλλά και το προϊόν των δημοσιογράφων: αργά ή γρήγορα οι καταναλωτές της ενημέρωσης αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις πιρουέτες στην πολιτική σκηνή και σταματούν να αγοράζουν το δημοσιογραφικό προϊόν.
Η κρίση του Τύπου είναι μέρος της δομικής κρίσης που ζει η χώρα.
Τη βλέπουμε πλέον παντού και θα τη δούμε πιο έντονα στους μήνες που έρχονται.
Έχει να κάνει με το μεγάλο, αδιαφανές και συγκεντρωτικό κράτος που επί χρόνια συντηρεί παθογένειες, οι οποίες στρέβλωσαν κάθε πτυχή της πολιτική, οικονομικής και κοινωνικής ζωής του τόπου. Δυστυχώς τώρα ζούμε τα επέκεινα αυτού του μοντέλου. Η μόνη λύση είναι η υπέρβασή του, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση που σίγουρα δεν θα συζητηθεί στα υπάρχοντα ΜΜ«Ε».
Υ.Γ. Προς επίρρωση των προηγούμενων πρέπει να αναφέρουμε την εξομολόγηση του κ. Νίκου Δήμου για τις δέκα παραιτήσεις του: «Κάποια στιγμή οι απόψεις μου ενοχλούν μερικούς ισχυρούς (εντός ή εκτός Μέσου). Τότε έρχεται η πίεση για συμβιβασμό ή η λογοκρισία... Οι περισσότερες παραιτήσεις προκλήθηκαν από πολιτικές (δηλαδή κομματικές) πιέσεις... Μόνο δύο ήταν αποτέλεσμα λογοκρισίας ιδεών».
Δημοσιεύτηκε στην Athens Voice στις 2.7.2009