Πολιτικη & Οικονομια

Τα θαλάσσια μπάνια των θηλαστικών

Πώς πέρασα σε μια παραλία της μόδας

Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πριν από εκατομμύρια χρόνια τα αρχέγονα θηλαστικά βγήκαν από τη θάλασσα και κατοίκησαν στη στεριά. Σήμερα, εμείς οι απόγονοί τους έχουμε επιστρέψει. Είμαστε στριμωγμένοι στην άμμο, σε μια διάσημη παραλία. Αράζουμε σε ξύλινες ξαπλώστρες με μαλακό στρωματάκι. Παίζουμε ρακέτες με ένταση που θα ζήλευε και ο Ραφαέλ Ναδάλ. Επιδεικνύουμε τα τατουάζ μας στα ρηχά ή κολυμπάμε εκεί που μόνο το μάτι και τα τζετ σκι φτάνουν. Κάνουμε όρθιοι κουπί πάνω σε σανίδες και, από μακριά, μοιάζουμε με τον Ιησού που βάδιζε επί των υδάτων. Όταν βγαίνουμε, σκουπίζουμε προσεκτικά τα δάχτυλά μας και χαϊδεύουμε με βαριεστημένη τρυφερότητα τις οθόνες των σμάρτφον μας. Ρουφάμε μεθοδικά φρέντο, αγορασμένο από το παρακείμενο παράπηγμα. Περνάμε ωραία και αυτό βγαίνει προς τα έξω.

Υπάρχουν πολλά είδη παραλίας. Τούτο εδώ ‒η παραλία της μόδας‒ είναι μάλλον το χειρότερο καθώς συγκεντρώνει μια σειρά από απεχθή χαρακτηριστικά: άμμο γεμάτη με αποτσίγαρα και καλαμάκια, κακή μουσική στη διαπασών, κάγκουρες που νομίζουν ότι είναι ‒ή πράγματι είναι‒ αστέρες της σόου μπίζνες, θηριώδεις παραβάσεις του νόμου και της αισθητικής.

Η τυπική λαϊκή παραλία είναι σαφώς προτιμότερη. Εκεί τουλάχιστον το κιτς είναι αυθεντικό, ανυπόκριτο. Πάει σετ με τα πτυσσόμενα καρεκλάκια και τις τζαμποσακούλες μέσα στις οποίες κάποιοι κουβαλούν τα βατραχοπέδιλά τους. Εκεί υπάρχουν παχάκια, φτηνά μαγιό και ηλικιωμένοι που δεν βγαίνουν από το νερό αν δεν συμπληρώσουν το απαιτούμενο μισάωρο. Τα παιδάκια τσιρίζουν δυνατά και οι γονείς τους ακόμα δυνατότερα. Οι μάγκες οδηγοί παρκάρουν πάνω στο βότσαλο. Τα ποπ τσιφτετέλια από το στερεοφωνικό διακόπτονται μόνο από διαφημίσεις τοπικών επιχειρήσεων. Ο ήχος λιώνει κάτω από τον ήλιο και πασαλείβει τον εγκέφαλό σου. Όχι, το παίρνω πίσω. Η λαϊκή πολυσύχναστη παραλία είναι εξίσου απεχθής.

«Είσαι μισάνθρωπος και γκρινιάρης» με κατηγορεί μια φίλη. «Προσπάθησε να χαλαρώσεις και θα δεις ότι δεν είναι και τόσο χάλια». Ενώ η μουσική από το μπιτς μπαρ τραντάζει την άμμο, πιάνουμε κουβέντα για τις αγαπημένες μας παραλίες. Ακούγονται ονομασίες που σε ταξιδεύουν στη Νάξο, την Κρήτη, την Ανάφη, τη Λευκ... Ένα μπαλάκι του τένις πέφτει με δύναμη πάνω μου. «Σόρι φιλαράκο» λέει με μπάσα φωνή ένας μυώδης τύπος. Τα δικά του τατουάζ είναι δύο πιστόλια μάγκνουμ, από τα οποία διακρίνονται μόνο οι λαβές – οι κάννες κρύβονται από το μαγιό. Μοιραία, η συζήτηση ξεφεύγει και καταλήγουμε να μιλάμε για τον Κλιντ Ίστγουντ και τη δήλωσή του ότι θα ψηφίσει Τραμπ. Όταν εξαντλείται και αυτό το θέμα αποφασίζω επιτέλους να μπω στη θάλασσα.

Στην αρχή το νερό είναι ζεστό και θολό. Όσο όμως η θάλασσα βαθαίνει και το πλήθος αραιώνει, γίνεται όλο και καλύτερο. Ξαφνικά έρχεται από το πουθενά μια ανάμνηση. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, σχεδόν είκοσι πέντε. Είχαμε βρεθεί δύο ζευγάρια πιτσιρίκια Δεκαπενταύγουστο στην Κύθνο. Η άγνοια μάς έστειλε στην Παναγία Κανάλα, περίφημο τόπο προσκυνήματος όπως ανακαλύψαμε. Μέναμε σε κάτι δωμάτια σαν μεγάλες ντουλάπες, δίπλα σε προσκυνητές που μας μάλωναν για τη φασαρία. Ο ίδιος ανθρωπότυπος κυριαρχούσε στην παραλία.

Ευτυχώς ανακαλύψαμε έναν κοντινό όρμο. Τον προσέγγιζες βαδίζοντας κανένα μισάωρο σε έναν χωματόδρομο. Μετά έπρεπε να πηδήξεις από έναν φράχτη, να γδαρθείς στα σκίνα, να διασχίσεις μια ρεματιά και κάτι μποστάνια. Η παραλία δεν ήταν κάτι το μαγευτικό – μια τυπική μικρή κυκλαδίτικη παραλία. Είχε βράχια και φύκια, όμως ήταν όλη δική μας. Παίζαμε, κολυμπούσαμε ή ερωτοτροπούσαμε κρυμμένοι στην μία και στην άλλη άκρη. Στην επιστροφή ρημάζαμε κάτι αχαμνές συκιές και ξεδιψούσαμε σε ένα πηγάδι.

Την τρίτη ή την τέταρτη μέρα, ενώ ήμασταν στη μέση ενός τουρνουά ελευθέρας πάλης, κατέφτασαν καμιά τριανταριά πρόβατα, μαζί με τον ιδιοκτήτη τους και έναν σκύλο. Ο τελευταίος περιόρισε με γαυγίσματα το κοπάδι κοντά στο βράχο και ο τσοπάνης γράπωσε το πρώτο πρόβατο και μπήκε αγκαλιά μαζί του στη θάλασσα. Τα έτριψε καλά και, καθώς φύσαγε προς τα μέσα, μια καφετιά κηλίδα έφυγε και ταξίδεψε γοργά για τη Σύρο. Το ίδιο επαναλήφθηκε με τα υπόλοιπα πρόβατα. Στο τέλος, ο άντρας φόρεσε ξανά τα ρούχα του και περίμενε τον σκύλο να κάνει και εκείνος το μπάνιο του. Έπειτα έφυγαν όλοι μαζί. Τα κουδουνάκια από τα πρόβατα ακούγονταν για ώρα μέχρι που τα κατάπιε η απόσταση και ο χρόνος.

Η ανάμνηση μού έφτιαξε το κέφι και αποφάσισα να σταματήσω την γκρίνια και να προσαρμοστώ. Μάλιστα, μόλις βγήκα, πήγα στο μπιτς μπαρ για να πάρω έναν φρέντο. Έκανε τέσσερα ευρώ, όπως με πληροφόρησε η μπαργούμαν. Απόδειξη δεν μπορούσε να μου δώσει γιατί «είχε χαλάσει η ταμιακή».


Φωτογραφία: Martin Parr «Life’s a beach». Δείτε περισσότερα ΕΔΩ