Πολιτικη & Οικονομια

Γέρικα σκυλιά στο πλοίο

Εικόνες από έναν κόσμο που χάνεται

Γιώργος Παναγιωτάκης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πέμπτη πρωί, στο πλοίο για Άνδρο-Τήνο-Μύκονο. Οι επιβάτες είναι σχετικά λίγοι και, σε αρκετές περιπτώσεις, ο προορισμός τους διακρίνεται δια γυμνού οφθαλμού. Αεράτα ζευγάρια για την πρώτη, αγενείς προσκυνήτριες για την δεύτερη, νεαροί με σαγιονάρες για την τρίτη.  Στη Μύκονο, πιθανολογώ, κατευθύνονται και οι -εμφανώς εύποροι- Ασιάτες που βρίσκονται στο πλοίο. Οι περισσότεροι Ιάπωνες έχουν την στερεοτυπική εμφάνιση του τουρίστα από την συγκεκριμένη χώρα (ρούχα εξερευνητή και ακριβή φωτογραφική μηχανή) ενώ οι Κινέζοι κυκλοφορούν κραδαίνοντας από ένα σελφοκόνταρο.

Καθώς το πλοίο διασχίζει το Κάβο Ντόρο, κάνω μια βόλτα στο πάνω κατάστρωμα. Εκεί βρίσκεται μια οικογένεια Αμερικανών (ζευγάρι και δύο μικρά παιδιά). Κουβεντιάζουν ανέμελα και κοιτούν την Άνδρο που πλησιάζει γοργά. Ξαφνικά εμφανίζεται ένας ηλικιωμένος Ιάπωνας με μεγάλη φωτογραφική μηχανή. Τον είχα δει και νωρίτερα να τριγυρίζει χωλαίνοντας στο κατάστρωμα και να φωτογραφίζει τα πάντα –κάποια στιγμή, θαρρώ, είχε στρίψει το φακό του και προς τη μεριά μου.

Δίχως καθυστέρηση, σηκώνει σχεδόν με δυσκολία την μηχανή του, εστιάζει και φωτογραφίζει. Είναι ολοφάνερο πως το κάδρο του περιλαμβάνει και την οικογένεια των Αμερικανών. Οι γονείς κοιτιούνται για μια στιγμή και αντιδρούν συγχρονισμένα. Η μητέρα κάνει με το δάχτυλο «όχι». Ο πατέρας πιο ομιλητικός αλλά εξίσου απότομος, λέει στον Ιάπωνα ότι δεν του έδωσε κανείς το δικαίωμα να φωτογραφίσει τα παιδιά τους.

Εκείνος απαντά σε σπαστά αγγλικά ότι όλα είναι ΟΚ. Τραβά τις φωτογραφίες για να θυμάται το ταξίδι του. Και για να τις δείξει στα εγγόνια του, πίσω στην Ιαπωνία. Οι Αμερικανοί δεν πείθονται. Απαιτούν να δουν τη φωτογραφία και όταν αυτό γίνεται, λένε στον Ιάπωνα να τη σβήσει μπροστά τους. Εκείνος αναστενάζει, την σβήνει και έπειτα κάνει κάτι σαν υπόκλιση και απομακρύνεται. «Κανείς δεν μπορεί να φωτογραφίζει τα παιδιά μου!» φωνάζει στην πλάτη του ο πατέρας.

Η αντίδρασή τους, σκέφτομαι, ήταν στα σίγουρα υπερβολική. Όμως ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει; Η φωτογραφία όπως την ξέραμε έχει πια πεθάνει. Τώρα φωτογραφίζουμε πιο συχνά την φάτσα μας παρά τους άλλους. Τώρα η κάθε λήψη είναι συνυφασμένη με την έκθεσή της στο διαδίκτυο και την ανεξέλεγκτη χρήση της. Κανείς λοιπόν δεν χαίρεται στην ιδέα ότι η εικόνα του παιδιού του -ή και του ίδιου ακόμα- θα κυκλοφορήσει παντού και θα γίνει έρμαιο στις ορέξεις του καθενός.

Στον δικτυωμένο κόσμο μας η ανηθικότητα βρίσκεται διαρκώς μπροστά μας. Μοιραία γινόμαστε καχύποπτοι, ίσως και υστερικοί. Στη Βικτωριανή εποχή, ο Λιούις Κάρολ (συγγραφέας της «Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων» και πάστορας στο επάγγελμα) έστηνε κοριτσάκια σε ερωτικές πόζες και τα φωτογράφιζε για την προσωπική του συλλογή. Αν το έκανε σήμερα, το πρόσωπό του θα εμφανιζόταν προφίλ και ανφάς σε όλα τα ειδησεογραφικά σάιτ. Όμως δεν είναι μόνο τα ήθη που αλλάζουν. Τα πάντα μεταβάλλονται με ταχύτητα που ξαφνιάζει. Ανεξάρτητα λοιπόν από την ηλικία μας, νιώθουμε σαν τα γέρικα σκυλιά που καλούνται κάθε ώρα και στιγμή να μάθουν και από ένα νέο κόλπο.

Το μίνι επεισόδιο στο πλοίο ολοκληρώθηκε δίχως άλλα δράματα και πολύ σύντομα ξεχάστηκε. Έφτασα στον προορισμό μου -την Τήνο- και μπήκα αμέσως σχεδόν στο πνεύμα που επιβάλλει η γνώση ότι έχεις λίγα μόλις εικοσιτετράωρα για να αναπληρώσεις όσα έχασες τους προηγούμενους μήνες. Βοήθησε βέβαια και το μέρος (ένα ορεινό χωριό του νησιού) όσο και το ότι προσπάθησα να μη μαθαίνω τα πάντα για τα όσα ζοφερά συνέβαιναν στον κόσμο.

Καθώς βάδιζα έξω από ένα σπίτι στον Πύργο μια κυρία κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες για να δώσει ζεστά κουλουράκια σε κάποια άγνωστά της παιδιά. Στις στροφές πάνω από τα Λουτρά ένας οδηγός μπήκε αργά στο αντίθετο ρεύμα για να θαυμάσει τη θέα. Αντί να τον σκυλοβρίσω τον κοίταξα υπαινικτικά και εκείνος χαμογέλασε ζητώντας συγνώμη. Στην κορυφή του Ξώμπουργκου μια χαμογελαστή Γαλλίδα μού έκανε μάθημα γεωγραφίας απαριθμώντας τα νησιά που ξεπρόβαλαν στον ορίζοντα. Στο Σκαλάδος δανείστηκα και ξεφύλλισα ένα βιβλίο γραμμένο από δύο καθολικούς ιερείς της περιοχής. Ήθη και έθιμα του χωριού. Παλιά προικοσύμφωνα και ανορθόγραφες διαθήκες. Μικρές ιστορίες αφανών προσώπων, το ίχνος των οποίων είναι εύκολο να παρασυρθεί από τον άνεμο: «Διαθίκι της Μαρίας του Γιάννη Πσάλτη. Αφίνο του Μάρκου το χοραφάκι όπου έχω απόξο από τα Βογδοκέλια, όμως να μην εμπορεί να μαζώνει τα σύκα διότι την συκιά την αφίνο στη Μαργαρίτα».

Σύμπτωση: Την ημέρα που ξεφύλλιζα το βιβλίο, στο κοντινό καθολικό μοναστήρι γινόταν η κηδεία του ενός εκ των δύο συγγραφέων. Είχε πεθάνει την προηγούμενη μέρα στα ογδοντατόσα του χρόνια. Ένιωσα την ανάγκη να του πω και εγώ ένα αντίο. Το έκανα το επόμενο πρωί καθώς βάδιζα πάνω από το χωριό του, σ’ ένα μονοπάτι πνιγμένο στα θυμάρια και τις φασκομηλιές. Εκεί ήταν που θυμήθηκα ξανά τον γηραιό Ιάπωνα του πλοίου. Τον φαντάστηκα να τριγυρνά ακόμα στο κατάστρωμα, με την μεγάλη φωτογραφική του μηχανή ανά χείρας, έτοιμος να καταγράψει μία ακόμη εικόνα από τον κόσμο του που χάνεται.