Πολιτικη & Οικονομια

Σοβαρή αντιπολίτευση, όχι απλή αναλογική

Όχι στη μονιμοποίηση της ακυβερνησίας

Γιώργος Σιακαντάρης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η κυβέρνηση κατέθεσε ένα αποσπασματικό εκλογικό νόμο με πρόβλεψη για ψήφο στα 17, κατάργηση του μπόνους και διατήρηση του ορίου εισόδου στη Βουλή. Τώρα ζητεί τη συμφωνία της αντιπολίτευσης.

Μετά από πέντε χρόνια της πιο ανεύθυνης αντιπολίτευσης που είχε ποτέ η χώρα, μιας αντιπολίτευσης που αν υπήρχε Φεστιβάλ ψέματος στις Κάνες, θα το έπαιρνε άνευ ανταγωνισμού ο ΣΥΡΙΖΑ με πρωταγωνιστή τον Αλέξη Τσίπρα και μετά από ενάμιση χρόνο διακυβέρνησης από την Αριστερά της «αυταπάτης», η κυβέρνηση κλαίοντας και οδυρόμενη (περίπτωση COSCO, αεροδρόμια, περικοπές συντάξεων και μισθών κλπ) υλοποιεί όλες τις δεσμεύσεις. Ακόμη και τον κόφτη αποδέχτηκε. Και μάλιστα όχι στη μορφή μιας ορθής και αναγκαίας συνταγματικής δέσμευσης για ισορροπημένους προϋπολογισμούς, αλλά ως μια λύση σύμφωνα με την οποία για τον προϋπολογισμό της χώρας δεν θα αποφασίζει το Συμβούλιο Αρχηγών των κρατών της Ε.Ε ή έστω το Euro group, αλλά ένας τεχνοκρατικός μηχανισμός, η Eurostat.

Παρ’ όλα αυτά, αυτό που προέχει σήμερα δεν είναι η κριτική για το πώς ήρθε και τι κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η χάραξη του οδικού χάρτη για την έξοδο της χώρας στις αγορές δανειοδότησης. Μια έξοδος που όπως περίτρανα αποδείχτηκε, δεν θα γίνει με παλληκαρισμούς κατά των εταίρων, αλλά με προτάσεις. Αν και βεβαίως αυτό δεν σημαίνει πως η πολιτική των εταίρων έχει το αλάθητο. Οι εξελίξεις, όχι μόνο στη Μεγάλη Βρετανία, αλλά σ’ ολόκληρη την Ευρώπη των 27 πλέον, το αντίθετο δείχνουν.

Η «περήφανη διαπραγμάτευση» του ΣΥΡΙΖΑ φόρτωσε τη χώρα με μέτρα, που θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν αποφευχθεί. Το ζητούμενο όμως, ιδιαίτερα μετά την καταστροφική επιλογή των Βρετανών, είναι το τι μπορεί να γίνει ώστε από εδώ και πέρα να μη χρειαστεί να τεθεί ξανά θέμα παραμονής της χώρας στο ευρώ. Η αντιπολίτευση του τύπου «ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε το πιο φιλομνημονιακό κόμμα», η οποία φτάνει μέχρι της υπερβολής να τον κατηγορεί για νεοφιλελευθερισμό (sic), δεν οδηγεί πουθενά. Εκτός αν το μόνο που θέλουν να πετύχουν, όσοι την ασκούν, είναι να γίνουν ΣΥΡΙΖΑ στη θέση του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό όμως ήταν last year. Τώρα χρειάζονται συναινετικές προτάσεις για την εξασφάλιση κανόνων για την οικονομία και την πολιτική συνεννόηση. Η κυβερνητική πρόταση για την απλή αναλογική δεν διευρύνει, αντιθέτως στενεύει κατά πολύ αυτές τις συναινέσεις.

Είναι κατανοητή η αγωνία δικαίωσης όλων όσοι εφάρμοσαν μνημονιακά μέτρα και καθυβρίστηκαν, λοιδορήθηκαν, απαξιώθηκαν ακόμη και ξυλοφορτώθηκαν από κάθε λογής «αριστερούς και ακροδεξιούς» αγανακτισμένους ή ψεκασμένους, αλλά σήμερα χρειάζεται να γίνει ένα βήμα πιο πέρα. Αυτό που χρειάζεται, είναι η εφαρμογή με όσο το δυνατό πιο σύντομο τρόπο των δεσμεύσεων της χώρας, ώστε να μην υπάρξει και άλλη καθυστέρηση, η οποία σίγουρα θα ενεργοποιήσει τον κόφτη. Το όριο της κριτικής στον ΣΥΡΙΖΑ, είναι αυτή να μην οδηγεί σε αντιπολιτεύσεις που διακινδυνεύουν την παραμονή της χώρας στο ευρώ και την Ευρώπη.

Αντιπολίτευση για την αντιπολίτευση είναι λαϊκίστικη αντιπολίτευση. Είναι αυτή που μας οδήγησε, εδώ που είμαστε. Ας ακούσουμε με ιδιαίτερη προσοχή, όλα όσα είπε ο Κώστας Σημίτης στον χαιρετισμό του στην Προγραμματική Συνδιάσκεψη της Δημοκρατικής Συμπαράταξης.

Εκεί αυτός κριτικάροντας, εμφανώς, αυτό που ονομάζω «μικρό λαϊκισμό», ανέφερε πως: «δεν συνιστούν συγκροτημένη πολιτική οι καταγγελίες των κυβερνητικών ενεργειών, το όχι στους νέους νόμους ή η ανάδειξη των ανεπαρκειών της κυβέρνησης. Οι πολίτες ακούν τους διαξιφισμούς αλλά πρέπει και να αντιλαμβάνονται τα ουσιαστικά διακυβεύματα, για το πώς λύνονται τα προβλήματα και κυρίως για το ποια πρέπει να είναι η αναγκαία προσφορά τους. Άγνοια επικρατεί ιδίως ως προς την ανάγκη μεταρρυθμίσεων και των προϋποθέσεων πραγματοποίησής τους. Η κυβέρνηση δεν ενημερώνει αλλά συσκοτίζει. Εμείς πρέπει να σπάσουμε την παραπλανητική σιωπή. Να αναδείξουμε όχι μόνον τα λάθη της πληροφόρησης αλλά και τις συγκεκριμένες πορείες που θα μας οδηγήσουν στην ανάκαμψη». Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν εξασφαλίζει η κατατεθείσα πρόταση της κυβέρνησης για την «απλή και άδολη αναλογική», χωρίς ένα ελάχιστο μπόνους 20-30 εδρών για το πρώτο κόμμα. Άδολη πρόταση, όσο άδολος είναι και ο Μεφιστοφελής.

Η κριτική στο μεγάλο ψέμα του ΣΥΡΙΖΑ, του κόμματος που ώδινεν ντικενσιανές «Μεγάλες Προσδοκίες» και έτεκεν μπαλζακικές «Μεγάλες Αυταπάτες», πρέπει να συνεχιστεί. Αλλά πρέπει να συμπληρωθεί με μια σοβαρή αντιπολίτευση, η οποία θα έχει ως κύρια μέριμνα της, το τι κρατά τη χώρα στην Ευρώπη. Και βεβαίως σ’ αυτή την κατεύθυνση δεν βοηθά καμία κυβερνητική «απλή αναλογική» που οδηγεί στη μονιμοποίηση της ακυβερνησίας.