Πολιτικη & Οικονομια

O Θεοδωράκης «σφύριξε» την έναρξη

Εναρκτήριο λάκτισμα μιας μακράς προεκλογικής περιόδου για την εκλογή αρχηγού του (νέου) φορέα;

Ανδρέας Παπαδόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η τελευταία ομιλία του Σταύρου Θεοδωράκη στην κοινοβουλευτική ομάδα του Ποταμιού ουσιαστικά αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα μιας μακράς προεκλογικής περιόδου που θα έχει ως κατάληξη την εκλογή αρχηγού του (νέου) φορέα ο οποίος θα κινείται στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Βεβαίως, τα νερά παραμένουν αχαρτογράφητα, δεδομένου ότι κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αν μιλάμε για νέο φορέα, αν θα διαλυθούν τα υπάρχοντα κόμματα, πώς θα λειτουργούν τα πράγματα σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, τι θα συμβεί αν ο νέος αρχηγός δεν είναι βουλευτής κ.λπ. Κοινώς, είναι σαφές ότι προχωρούν οι διεργασίες σε μια λογική «βλέποντας και κάνοντας», η οποία, όμως, θα πρέπει σύντομα να τελειώσει και να αποσαφηνιστούν όλα αυτά, που μόνο λεπτομέρειες δεν είναι.

Κατά τη γνώμη μου η παρέμβαση του Θεοδωράκη είχε αρκετά ενδιαφέροντα σημεία, όπως επίσης και ζητήματα που χρειάζονται αποσαφήνιση από τον ίδιο, πέρα από τα διαδικαστικά, τα οποία λόγω μικρής κομματικής εμπειρίας και επαγγελματικής διαδρομής εμφανώς τα υποτιμά.

Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ο Στ. Θεοδωράκης έδειξε ότι θέλει να μια πολιτική αντιπαράθεση με τη Φώφη Γεννηματά. Θέλει να αναδείξει τη δική του μεταρρυθμιστική προσέγγιση έναντί της, κατά τη γνώμη του, πιο λαϊκής ή και λαϊκίστικης της προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Έφερε, δε, ως πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα τη δήλωση που είχε κάνει η Φ. Γεννηματά, όταν είχε επισκεφτεί το αμαξοστάσιο του ΟΑΣΑ και τις αναφορές της στη μάχη που έδωσε το ΠΑΣΟΚ στις αρχές της δεκαετίας του ’90, κατά της ιδιωτικοποίησης των αστικών συγκοινωνιών.

Προφανώς και έχει δίκιο ο κ. Θεοδωράκης, όταν λέει ότι η πολιτική του σήμερα δεν μπορεί να γίνεται με όρους του παρελθόντος, με τα μεγαλεία παλαιότερων εποχών και με αναφορές σε πρόσωπα όπως ο Ανδρέας Κολλάς.

Κατά τη γνώμη μου, όμως, αυτή είναι η μισή αλήθεια. Διότι η άλλη μισή αλήθεια, τέθηκε –και σωσταπό την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ως απάντηση. Ότι θα πρέπει όλοι να τοποθετηθούν με ξεκάθαρο τρόπο για το αν είναι υπέρ ή όχι της ιδιωτικοποίησης των συγκοινωνιών και όχι μόνο. Άσε που αυτά το ζήτημα είναι από τα μεγάλα κενά του χώρου. Αν θέλουμε να μιλάμε για ένα ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό και μεταρρυθμιστικό κόμμα θα πρέπει να ξέρουμε τι πρεσβεύουμε σε σχέση με τη συζήτηση που αναπτύσσεται σε όλη την Ευρώπη για το ρόλο του κράτους. Τι λέμε, δηλαδή, για τις συγκοινωνίες, την ενέργεια, τα δίκτυα κ.ά. Θέλουμε να είναι 100% ιδιωτικοποιημένα; Θέλουμε να μπει θεσμικός επενδυτής και το δημόσιο να έχει ρόλο; Θέλουμε να είναι 100% κρατικά; Ας αποφασίσουμε τι λέμε για όλα αυτά, χωρίς δαιμονοποιήσεις ότι ο μεν είναι ΣΥΡΙΖΑ και ο δε νεοφιλελεύθερος.

Το έχουν θέσει πολλοί σχολιαστές-αναλυτές ότι το μεγάλο έλλειμμα του χώρου είναι το ιδεολογικό. Συνήθως ετεροκαθορίζεται σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ε, λοιπόν, δεν φτάνει αυτό, όπως πολλές φορές καταντά κουραστικό το ποιος είναι περισσότερο ΣΥΡΙΖομάχος.

Καλά έκανε, συνεπώς, ο Σταύρος Θεοδωράκης και άνοιξε τη συζήτηση ή μάλλον την αντιπαράθεση με όρους προγραμματικούς, έστω και αν κάποιες αναφορές –δικαίως ή αδίκως– ενόχλησαν. Όσοι/ες θέλουν να θέσουν υποψηφιότητα για την ηγεσία του φορέα το ίδιο πρέπει να κάνουν. Και η Γεννηματά, και ο Θεοδωράκης, και ο Θεοχαρόπουλος και όποιος/α άλλος/η. Να ανοίξουν τα χαρτιά τους, να πούνε τις θέσεις τους, χωρίς μισόλογα, γενικότητες και ετεροκαθορισμούς. Η διαδικασία αυτή επιβάλλει τις καθαρές θέσεις: Για το ρόλο του δημοσίου, για την παιδεία, για την οικονομία, για τις ιδιωτικοποιήσεις, για τις σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους, για το ασφαλιστικό, τα εργασιακά και άλλα πολλά.

Οι υποψήφιοι να δείξουν, επίσης, και την «ομάδα» τους. Εννοώ, φυσικά, την ηγετική τους ομάδα και τα πρόσωπα που θα τους πλαισιώσουν άμα επικρατήσουν στην κάλπη που θα στηθεί στο τέλος του Φθινοπώρου. Να ξέρουν οι προοδευτικοί πολίτες τι σημαίνει επακριβώς η κάθε επιλογή που θα κάνουν.

Η αίσθηση που έχω είναι πως μόνο αν ισχύσουν τα παραπάνω θα υπάρξει ενδιαφέρον στην κοινωνία και, ας ελπίσουμε, μεγάλη συμμετοχή στην κάλπη. Οι «καθαρές λύσεις» πρέπει να είναι η απάντηση όλου του χώρου σε αυτό το γενικευμένο κλίμα απάθειας, αδιαφορίας και ισοπέδωσης.