Πολιτικη & Οικονομια

Εσύ που ήσουν όταν έσκασε το δημοψήφισμα;

Ένα βράδυ ιδρωμένης αγωνίας, ακριβώς ένα χρόνο πριν

Ελίζα Συναδινού
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Εκείνη τη μέρα πετούσα απ’το Λονδίνο στην Ελλάδα. Είχα κάνει λάθος με τα εισιτήρια και έπρεπε να φτάσω αργά τη νύχτα στο Ηράκλειο της Κρήτης, να διανυκτερεύσω εκεί και να φύγω για την Αθήνα την επόμενη μέρα στις 10 το βράδυ. Ήμουν ήδη παρμένη, μετά από ένα δύσκολο χρόνο ανυπομονούσα να βρεθώ επιτέλους στο Παγκράτι, την Πλάκα και το Σύνταγμα. Ένα έξτρα εικοσιτετράωρο μακριά τους ήταν μεγάλο σπάσιμο. Λες και δεν είχα περιμένει αρκετά...

Τις τελευταίες μέρες πριν φύγω ξενυχτούσαμε πάνω απ’ το ίντερνετ μαθαίνοντας τα νέα των διάφορων Eurogroup σαν πρεζόνια που περιμένουν τη δόση τους. Όλη μέρα  live αναμετάδοση, refresh και αμήχανα μηνύματα. «Πώς τα βλέπεις, ρε συ Παναγιώτη, πάμε για φούντο;».

Με αυτή την ψυχολογία γυρνούσα για διακοπές. Κανείς απ’ τους φίλους μας δεν είχε λεφτά, είχαμε κλείσει όμως εισιτήρια και δυο μέρες μετά θα φεύγαμε με τα απαραίτητα στην τσέπη για το εξοχικό μιας φίλης.

Στο αεροπλάνο λίγοι Έλληνες, οι πιο πολλοί τουρίστες Άγγλοι. Με το που προσγειωνόμαστε, ανοίγω το κινητό μου, μήνυμα απ’ τον Κωνσταντίνο. «Άκυρες οι διακοπές. Γίνεται δημοψήφισμα».

Δημοψήφισμα; Πριν από τη λογική το ένστικτο. Ωχ.... Δέος. Gυρίζω δίπλα να το μοιραστώ, «δημοψήφισμα» λέω έκπληκτη στο διπλανό, δεν κατάλαβε, ήταν Άγγλος. Γύρισα προς τους άλλους επιβάτες ψάχνοντας δεν ξέρω τι, ένα σύμμαχο, μια ανθρώπινη κουβέντα. Τίποτα.

Μπαίνω στο ταξί, γύρω ερημιά. Θα κλείσει η τράπεζα, μου λέει ο ταξιτζής. Οι κωλογερμανοί μας φέρανε ως εδώ, προδότες όλοι οι πολιτικοί εκτός απ’ τον Αλέξη, να τους τουφεκίσουμε, τέτοια.  Δεν μίλησα σε όλη τη διαδρομή, πού να τσακώνεσαι στην ερημιά. Στο τέλος, μετά από όλο το κήρυγμα, δεν μου έδωσε απόδειξη εννοείται.

Άρχισαν οι υπολογισμοί. Είχα πάνω μου ακριβώς 20 ευρώ. Έδωσα τα 12 στο ταξί, μου έμειναν οχτώ. Η ξενοδόχος μου είπε ότι έχει ουρά στην τράπεζα και μέχρι το πρωί θα έχει αδειάσει, να πάω να προλάβω. Όλοι μαζί στο χορό του παραλόγου και του πανικού. Μαζί κι εγώ. Δεν φτάνουν τα οχτώ για να φας αύριο και να πας και στο αεροδρόμιο. Χωρίς κάρτα στο ελληνικό κινητό, χωρίς λεφτά και σε πανικό, παίρνω το μπαμπά μου μπας και μου πει «δεν είναι τίποτα, μωρέ» και ηρεμήσω. Με τα πολιτικά, όταν εγώ φρικάρω αυτός με ηρεμεί. Όχι εκείνο το βράδυ.

Στο ΑΤΜ πάντως δεν πήγα. Ούτε κοιμήθηκα εννοείται. Πήρα ένα μπουκάλι νερό που ένιωσα ανακούφιση που δεν μου χρέωσαν (μετρούσα τα δίφραγκα, πάντα δραματική) και όλη τη νύχτα την έβγαλα στο ίντερνετ, ιδρωμένη γιατί δεν είχε κλιματισμό και σε εγρήγορση, καπνίζοντας τσιγάρα το ένα μετά το άλλο με ένα άθλιο τσάι φτιαγμένο πρόχειρα στο κουζινάκι. Στο ίντερνετ κυκλοφορούσαν οι πρώτες αναλύσεις, τις ρουφούσα κι εγώ και όλοι ψάχνοντας να δούμε τι στο διάολο θα γίνει από εδώ και πέρα.

Σάουντρακ ένα πάρτι που είχαν δίπλα κάτι πιτσιρίκια, χαρούμενα, στον κόσμο τους.

Τρεις λέξεις που μπορούν να περιγράψουν εκείνο το βράδυ για μένα είναι ξάφνιασμα, πανικός, ανασφάλεια. Κυρίως ανασφάλεια. Όταν γύρισα στην Αθήνα για να βρω μια πόλη κομμένη στα δύο και παλιούς φίλους να με αντιμετωπίζουν εχθρικά γιατί διαφωνούσαμε πολιτικά, το ξάφνιασμα έγινε θλίψη, ο πανικός σφίξιμο και η ανασφάλεια καθημερινή φιλενάδα. Εκείνο το πρώτο βράδυ όμως, ήταν το βράδυ του ιδρωμένου πανικού, της νικοτινίασης, της αγωνίας.  

Την άλλη μέρα έβγαλα λεφτά απ’ την τράπεζα νιώθοντας ταυτόχρονα προνοητική και ηλίθια, και το βράδυ γύρισα στην Αθήνα όπου άρχισε μία από τις χειρότερες εβδομάδες της ζωής μου (και πολλών άλλων).