Πολιτικη & Οικονομια

Φοβισμένοι απέναντι στο μεγάλο υποκριτή

Τα κόμματα του ευρωπαϊκού τόξου υποτάσσονται στο λαϊκισμό και την ηθικολογία του ΣΥΡΙΖΑ

Σπύρος Βλέτσας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μια μέρα μετά την ψήφιση της τροπολογίας για την απαγόρευση κατοχής από τους πολιτικούς μετοχών σε οποιαδήποτε εταιρεία του εξωτερικού, άκουσα τον Ανδρέα Λοβέρδο (στην εκπομπή της Νόνης Καραγιάννη στον Αθήνα 9,84) να κατηγορεί τη ρύθμιση που την προηγούμενη ημέρα αυτός και το κόμμα του είχαν υπερψηφίσει. Αναφερόμενος στη στάση του κόμματός του ανέφερε τα ακόλουθα:

«Καταλήξαμε σε αυτή την ψήφο, με επιφύλαξη και αποχή επί του συνόλου της ψηφοφορίας, δηλαδή να πάρουμε και μια μικρή απόσταση. Δεν θα αντέχαμε την κριτική των αλητών – που είναι πολλοί από αυτούς σε όλη την Ελλάδα, στις γειτονιές, που σηκώνουν ένα δάχτυλο και λένε “αυτός είναι υπέρ των συμφερόντων, θέλει ενώ φορολογούν εσένα, ο ίδιος να έχει offshore”. Αυτά θα μας έλεγαν. Δεν αντέχουμε άλλο την πολιτική φθοράς που μας έχουν κάνει. Έχουμε καεί από αυτό».

Η δημοσιογράφος ρώτησε τον πρώην υπουργό: «Μπορεί να ασκηθεί πολιτική, στη βάση ενοχικών ή φοβικών συνδρόμων;» και εκείνος απάντησε: «Το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι το πρωί που βγαίνεις από το σπίτι σου είναι το βράδυ να γυρίσεις με το κεφάλι ψηλά και αυτό δυσκολεύει τα πάντα στο χώρο της πολιτικής». Αυτό είναι το περιεχόμενο που δίνει στην έκφραση «ψηλά το κεφάλι» ένας βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου και καθηγητής του συνταγματικού δικαίου. Ανάλογη με τη στάση των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ ήταν και η στάση που κράτησαν και οι βουλευτές του Ποταμιού κατά την ψηφοφορία.

Για να αποφύγει τη ζημιά από την ύποπτη τροπολογία, που η κυβέρνησή του είχε νομοθετήσει, ο Αλέξης Τσίπρας έστησε μια επικοινωνιακή παράσταση. Τελευταία δείχνει να απολαμβάνει όλο και πιο πολύ τις καιροσκοπικές μεταστροφές του και τα δίνει όλα για να τις υπερασπιστεί. Σαν τον ηθοποιό που κατακτά με την υποκριτική του ικανότητα όλο και πιο απαιτητικούς ρόλους.

Στην παράσταση κατά τη συζήτηση της τροπολογίας, που αναιρεί την προηγούμενη κυβερνητική ρύθμιση για τις offshore εταιρίες, βρήκε και τους σωστούς καρατερίστες να τον πλαισιώσουν. Βρήκε ανθρώπους που δεν είχαν το σθένος να καταψηφίσουν μια ρύθμιση που με τόση ένταση κατήγγειλαν.

Αυτά δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά. Αποτελούν μέρος της υποταγής των κομμάτων του ευρωπαϊκού τόξου στο λαϊκισμό, στη δημαγωγία και στην ηθικολογία του ΣΥΡΙΖΑ.

Από την αρχή της κρίσης ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία, διαδοχικά, προτίμησαν να ισχυριστούν ότι η κρίση αντιμετωπίζεται με παροχές χρημάτων που δεν υπήρχαν. Είπαν ότι και λεφτά θα σας δώσουμε και θα ξεπεράσουμε την κρίση. Δεν είχαν το θάρρος να εξηγήσουν στους πολίτες τις πραγματικές αιτίες της χρεοκοπίας. Δεν είπαν το αυτονόητο, ότι ένα κράτος δεν μπορεί να ξοδεύει 30% περισσότερα από όσα εισπράττει.

Μαζί με πρόθυμα και συνηθισμένα στο λαϊκισμό ΜΜΕ εμπορεύτηκαν το μύθο ότι το πρόβλημα θα λυθεί με το να πέσουν λεφτά στην αγορά. Κανείς δεν αντέτεινε ότι ακόμη κι αν είχε λεφτά το κράτος να ξοδέψει, θα ήταν χίλιες φορές προτιμότερο να τα κάνει δημόσιες επενδύσεις για να δημιουργηθούν πρώτα δουλειές και όχι να επιδοτεί απευθείας την κατανάλωση εισαγόμενων ειδών.

Και όταν τα δύο παλιά κόμματα αναγκάστηκαν να επιβάλουν μέτρα λιτότητας δικαιολογήθηκαν στους πολίτες ότι το κάνουν με πόνο ψυχής γιατί το επιβάλλουν οι ξένοι και απέκρυψαν ότι «από τη στιγμή που κόπηκαν τα δανεικά» δεν υπήρχαν πλέον χρήματα να μοιράζουν. Έτσι ενίσχυσαν την επιχειρηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ ότι το πρόβλημα δεν ήταν η αντικειμενική έλλειψη χρημάτων, αλλά οι πολιτικές αποφάσεις.

Η μη παρουσίαση της οικονομικής πραγματικότητας τροφοδότησε την ηθικολογική θεώρηση που προωθούσε ο ΣΥΡΙΖΑ: Το ζήτημα ήταν να φύγουν οι κακοί και να έρθουν οι καλοί για να μοιράσουν δίκαια το χρήμα. Πόσω μάλλον όταν οι κακοί είχαν τη φωλιά τους λερωμένη με διάφορα σκάνδαλα.

Έτσι συγκαλύφθηκε ότι το μεγάλο σκάνδαλο ήταν το τέρας του πελατειακού κράτους, που για να συντηρηθεί χρεοκόπησε η χώρα και καταστράφηκε η παραγωγική οικονομία. Σκάνδαλα υπήρξαν παντού. Στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Ισπανία... Πουθενά όμως δεν είχαμε την ατέλειωτη ελληνική περιπέτεια.

Το μεγάλο ηθικό μειονέκτημα των κομμάτων είναι ότι κατέρρευσε η οικονομία και υπονομεύτηκε το μέλλον της χώρας για να συντηρηθούν εξωφρενικά προνόμια (όπως οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις) που ακόμη και το πιο πλούσιο κράτος δεν θα μπορούσε να αντέξει. Και το μειονέκτημα δεν αφορά μόνο το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ –των οποίων θα πρέπει να συνεκτιμηθεί και η συμβολή τους στην πραγματική μεταπολιτευτική ευημερία– αλλά και την ελληνική Αριστερά, που πάντα πλειοδοτούσε στις συντεχνιακές διεκδικήσεις.

Αν τα κόμματα του ευρωπαϊκού τόξου δεν ανοίξουν ιδεολογικό και ηθικό μέτωπο απέναντι στο λαϊκισμό και την ηθικολογία δεν πρόκειται να προχωρήσει η χώρα. Αυτό δεν γίνεται εύκολα. Προϋποθέτει θάρρος και απαιτεί αυτοκριτική και επίμονη διαφοροποίηση από τα στερεότυπα που έχουν κυριαρχήσει. Αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Ούτε για την υπέρβαση της ανατροφοδοτούμενης κρίσης, αλλά ούτε και για την επιβίωση των κομμάτων. Διαφορετικά θα περισσεύουν οι αναλώσιμοι στα ρεσιτάλ του μεγάλου υποκριτή.