Πολιτικη & Οικονομια

Η εργαλειοποίηση του φθόνου

Οι εγχώριοι θαυμαστές του Μαδούρο καλλιεργούν το μίσος για να κρατηθούν στην εξουσία

Σπύρος Βλέτσας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο καθένας μπορεί να καταλάβει ότι η αύξηση της έμμεσης φορολογίας πλήττει περισσότερο τους φτωχούς. Ένα νοικοκυριό με εισόδημα 600 ευρώ, που αναγκάζεται να το ξοδεύει όλο σε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης, δίνει περίπου το ένα πέμπτο των χρημάτων της στο κράτος μέσα από τον ΦΠΑ και τους φόρους στα καύσιμα. Η αύξηση των φόρων θα περιορίσει ακόμη περισσότερο την αγοραστική δύναμη των φτωχών και θα μεγαλώσει την ανέχεια. Σε ένα πλούσιο νοικοκυριό η νέα επιβάρυνση θα είναι ασήμαντη και πρακτικά μπορεί να μη γίνει αντιληπτή.

Κανείς δεν μπορεί να πει σε φτωχούς ανθρώπους ότι η νέα αύξηση των φόρων είναι για το καλό τους. Ούτε μπορεί να ισχυριστεί ότι κάποιοι κακοί ξένοι την επέβαλαν, καθώς το 2014 είχαμε μείωση φόρων και τα νέα μέτρα που συζητιόνταν τότε ήταν ελάχιστα σε σχέση με τα σημερινά. Εφόσον δεν μπορούν να πουν στους φτωχούς ότι κάνουν κάτι για να βελτιώσουν τη θέση τους, τους λένε να χαρούν γιατί θα τιμωρήσουν, υποτίθεται, τους πλούσιους. Επιστρατεύουν, λοιπόν, το φθόνο.

Η λέξη αφθονία παράγεται από το στερητικό άλφα και τη λέξη φθόνος, που σημαίνει λύπη για τα ξένα αγαθά. Θα περίμενε κανείς ότι στις κοινωνίες που ονομάστηκαν κοινωνίες της αφθονίας ο φθόνος να έχει υποχωρήσει. Κι όμως επιβιώνει. Σε έρευνα των Sara Solonick και David Hemenway, που έγινε το 1998 ανάμεσα σε φοιτητές και μέλη του προσωπικού της Σχολής Δημόσιας Υγείας στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, το 56% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι θα προτιμούσε να ζει σε μια κοινωνία που θα λάμβανε ετήσιες αποδοχές 50.000 δολάρια όταν ο μέσος όρος των εισοδημάτων θα ήταν 25.000, παρά σε μια κοινωνία όπου θα αμείβονταν με 100.000 δολάρια έναντι 200.000 του μέσου όρου. Προτιμούσαν να χάσουν ένα πολύ σημαντικό εισόδημα προκειμένου να κερδίσουν την υπεροχή.

Αν αυτά παρατηρούνται σε περιβάλλον ευημερίας, το έδαφος για την ανάπτυξη του φθόνου –πιθανότατα– να είναι πολύ ευνοϊκότερο σε περιβάλλον εκτεταμένης ανεργίας, φτώχειας και μείωσης εισοδημάτων. Ειδικά στην Ελλάδα, που πολύ πριν την οικονομική κρίση υπήρχαν πολίτες οι οποίοι έβλεπαν με συμπάθεια τα παραληρήματα μίσους των τρομοκρατών της 17 Νοέμβρη. Η επιλογή των θυμάτων ανάμεσα στους πλούσιους, τους «φραγκάτους» κατά τους δολοφόνους, ικανοποιούσε τα αισθήματα αρκετών πολιτών, που θεωρούσαν ότι αποδιδόταν δικαιοσύνη. Οι πολίτες, οι οποίοι αποτελούσαν το ακροατήριο των τρομοκρατών και έσπευδαν να αγοράσουν τις εφημερίδες που δημοσίευαν τις προκηρύξεις τους, αναγνώριζαν στους δολοφόνους το δικαίωμα να δικάζουν και να αφαιρούν ανθρώπινες ζωές.

Για να γίνει ο φθόνος πολιτική ιδεολογία χρειάστηκε να μεσολαβήσει ένας κακοχωνεμένος μαρξισμός που άνθησε στα καφενεία από τη μεταπολίτευση και μετά. Ορισμένοι μάλιστα εκφραστές του καφενειακού μαρξισμού έφτασαν στο σημείο να υπόσχονται πλουσιοπάροχα τα αγαθά του ανεπτυγμένου καπιταλισμού χωρίς την παραγωγική βάση που τα στηρίζει.

Ο Μαρξ σωστά έδειξε ότι ο συσσωρευμένος πλούτος δημιουργήθηκε από το μέρος του προϊόντος της δουλειάς του εργάτη που έγινε κέρδος και παρέμεινε στον εργοδότη. Όμως η εξαφάνιση των πλουσίων από καθεστώτα που εφάρμοζαν μαρξιστικές θεωρίες δεν βελτίωσε τη ζωή των φτωχών. Αντίθετα, η παρουσία των πλουσίων δεν εμπόδισε τους εργάτες στη Δυτική Γερμανία να ζουν ασύγκριτα καλύτερα από τους συναδέλφους τους στην Ανατολική Γερμανία. Γι’ αυτό και πολλοί πολίτες της τελευταίας ρίσκαραν και τη ζωή τους ακόμη για να περάσουν στην άλλη πλευρά του τείχους.

Η ζωή για τους πλούσιους παντού και πάντα ήταν εύκολη. Δεν συμβαίνει το ίδιο όμως και με τους φτωχούς. Τα πράγματα έφτιαξαν όταν το κοινωνικό σύστημα που κυριάρχησε μεταπολεμικά στη δυτική Ευρώπη, με τη δημιουργία του κοινωνικού κράτους, βελτίωσε τη θέση των ασθενέστερων στρωμάτων σε επίπεδα πρωτοφανή. Ποτέ προηγουμένως στην ανθρώπινη ιστορία η φτώχεια και η ανέχεια δεν είχαν καταπολεμηθεί με αποτελεσματικότερο τρόπο. Και αυτό επιτεύχθηκε σε συνθήκες όλο και μεγαλύτερης ελευθερίας.

Οι εν λόγω κοινωνίες δεν εξαφάνισαν τους πλούσιους. Εκμεταλλεύτηκαν όμως τις επενδύσεις τους για να δημιουργηθούν καλοπληρωμένες δουλειές και χρησιμοποίησαν τη φορολογία για να στήσουν ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος. Οι εργαζόμενοι συνέχισαν να διεκδικούν και να κατακτούν, αλλά δεν είχαμε ταξικές συγκρούσεις που στόχευαν στην καταστροφή των αφεντικών.

Το τεράστιο αυτό κοινωνικό επίτευγμα απειλείται σήμερα από τη μεταφορά της παραγωγής στις αναδυόμενες οικονομίες. Όμως η απάντηση στις προκλήσεις της εποχής δεν μπορεί να γίνει με πρωτόγονο «ταξικό μίσος». Οι εργαζόμενοι έχουν κάθε συμφέρον οι επιχειρήσεις να συνεχίσουν να λειτουργούν και αυτό ορίζει πλέον τη σχέση με τους εργοδότες. Μπορούν να συνεργαστούν μαζί τους και να κάνουν παραχωρήσεις για να σωθεί π.χ. ένα εργοστάσιο, γιατί η ζημιά θα είναι τεράστια αν αυτό κλείσει και το κεφάλαιο αναζητήσει αλλού ευκολότερα κέρδη.

Αντίστοιχα, στην Ελλάδα της τεράστιας ανεργίας όλοι –ακόμη και αυτοί που νομίζουν ότι το δημόσιο θα τους πληρώνει ό,τι κι να γίνει– έχουν συμφέρον να γίνουν επενδύσεις. Και είναι σίγουρο ότι οι επενδύσεις θα γίνουν μόνο αν είναι συμφέρουσες για τους επενδυτές. Είτε μας αρέσει είτε όχι, αυτός είναι ο μόνος δρόμος για την ανάκαμψη.

Το δρόμο αυτό κάνουν ότι δεν βλέπουν όσοι συντηρούν τα ιδεολογήματα της βίαιης εξίσωσης, η οποία παντού όπου επιχειρήθηκε έγινε προς τα κάτω και είχε τραγικά αποτελέσματα και για τους αδύναμους. Τελευταίο παράδειγμα η λατρεμένη Βενεζουέλα, όπου το καθεστώς ξόδεψε τα κέρδη του πετρελαίου για να εξαγοράσει με επιδόματα την κοινωνική υποστήριξη, καταστρέφοντας παράλληλα την παραγωγική οικονομία. Ώσπου η χώρα βυθίστηκε στο χάος.

Εδώ, οι εγχώριοι θαυμαστές του Μαδούρο όχι μόνο δεν μπόρεσαν να δώσουν τίποτε από όσα υποσχέθηκαν, ούτε και την αξιοπρέπεια που τόσο διαφήμισαν. Αντίθετα, συνεχώς αφαιρούν εισοδήματα και μεταφέρουν τα βάρη της πολιτικής στους αδύναμους. Αυτό που έχουν να δώσουν είναι το μίσος. Το ονομάζουν ταξικό και εργαλειοποιούν τον φθόνο για το τροφοδοτήσουν. Για να χειραγωγήσουν τους πολίτες και να κρατηθούν στην εξουσία.