Πολιτικη & Οικονομια

Όλα λάθος


Για τη χώρα προέχει να τελειώσει επιτέλους η εποχή των μύθων




Παντελής Καψής
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο κ. Μάκης Βορίδης βρέθηκε σε δύσκολη θέση πριν από λίγες ημέρες όταν ρωτήθηκε στο ραδιόφωνο ποιες δαπάνες θα κόψει η Νέα Δημοκρατία. «Εννοείτε απολύσεις» τον ρώτησε ο δημοσιογράφος. «Όχι τις απολύσεις τις έχουμε αποκλείσει» απάντησε.
 Μέχρι εκεί όμως. Παρά τις επανειλημμένες προκλήσεις του δημοσιογράφου ο κ. Βορίδης δεν κατάφερε να μας κάνει σοφότερους. Με μισόλογα και υπεκφυγές δεν κατάφερε να προσδιορίσει ούτε μια δαπάνη που θα κοπεί. Λογικό. Γιατί βέβαια όταν μιλάς για περικοπές της τάξεως των 5 δισεκατομμυρίων, μόνο με απολύσεις και περικοπές μισθών και συντάξεων μπορείς να τις πετύχεις. Σε αυτό τουλάχιστον ο Στέφανος Μάνος είναι πιο συνεπής.


Η ασάφεια από την αντιπολίτευση είναι ενδεχομένως κατανοητή την ώρα που η χώρα καλείται να πληρώσει το πανάκριβο τίμημα της διαπραγμάτευσης Τσίπρα - Βαρουφάκη. Με το να επικεντρώσει όμως σχεδόν αποκλειστικά την κριτική της στην αύξηση των φόρων και να εναποθέτει την επίλυση όλων των προβλημάτων στην περικοπή δαπανών επέτρεψε στον κ. Τσίπρα να εμφανιστεί ως υπερασπιστής των αδυνάτων. Είναι αυτός που λέει όχι στις απολύσεις και στο μαχαίρι σε μισθούς και συντάξεις που σχεδιάζει η αντιπολίτευση. Του έδωσε με άλλα λόγια ένα γερό επικοινωνιακό χαρτί να εμφανιστεί ως η αριστερή απάντηση στο «νεοφιλελευθερισμό» του κ. Μητσοτάκη.

Είναι προφανές ότι η λογική του «όχι σε όλα» αποτυπώνει την επιθυμία της αντιπολίτευσης να φορτώσει ολοκληρωτικά το κόστος των μέτρων στην κυβέρνηση. Το εξέφρασε με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος στη Βουλή: κυβερνήστε για να γνωρίζουν οι Έλληνες ότι η αριστερά σας «δεν έχει θέση στον πολιτικό χάρτη της χώρας». Το ερώτημα είναι αν στο όνομα της σκληρής αντιπολίτευσης θα εγκαταλειφθεί κάθε προσπάθεια πολιτικού διαλόγου και αν θα στηθεί ο αντίθετος μύθος, ότι όλα τα προβλήματα θα λυθούν μόλις φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ, πέσουν οι φόροι και μειώσουμε τις «σπατάλες».

Το ιδεολογικό πρόσχημα γι’ αυτό τον καινούργιο μύθο είναι ότι οι φόροι είναι «υφεσιακοί» και πλήττουν την παραγωγή και την απασχόληση. Εξίσου ή και περισσότερο όμως είναι «υφεσιακή» και η μείωση των δαπανών, ιδίως αν αφορά μισθούς και συντάξεις. Προφανώς το περίφημο «μείγμα» των μέτρων, πόσο πρέπει να αυξηθούν οι φόροι και να κοπούν οι δαπάνες, είναι δύσκολη υπόθεση. Ας πάρουμε υπ’ όψη μας ωστόσο ορισμένα στοιχεία. 


Το πρώτο είναι ότι στην Ελλάδα σήμερα πληρώνουμε λιγότερους φόρους (39% του ΑΕΠ) από τον μέσο όρο των κρατών της Ευρωζώνης (41,5%) αλλά και της Ευρώπης των 28 (40%). Το δεύτερο ότι σε επίπεδο δαπανών βρισκόμαστε στο μέσο όρο των κρατών της Ευρωζώνης (49% του ΑΕΠ) και λίγο πάνω από το επίπεδο των κρατών της Ευρώπης των 28 (48,3%). Το πρόβλημα με άλλα λόγια δεν είναι το ύψος των φόρων ούτε το ύψος των δαπανών αλλά η διάρθρωσή τους. Με τόσο υψηλές δαπάνες έχουμε νοσοκομεία χωρίς τα στοιχειώδη για την περίθαλψη των ασθενών. Και με τόσο ψηλούς συντελεστές φορολογίας ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού εξακολουθεί να φοροδιαφεύγει. Στα πλαίσια αυτά η προηγούμενη «νεοφιλελεύθερη» κυβέρνηση εισήγαγε τον ΕΝΦΙΑ, ένα φόρο στην ακίνητη περιουσία όπως έχουν όλες σχεδόν οι χώρες στον κόσμο. Έχει ενδιαφέρον ότι ακόμα και ο ΕΝΦΙΑ αποτέλεσε μία από τις αιχμές της κριτικής της αντιπολίτευσης στην πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή. Εδώ το πρόβλημα υποτίθεται ότι είναι η φορολόγηση των οικοπέδων και των ημιτελών σπιτιών που αυξήθηκαν από την κυβέρνηση. Αλλά βέβαια στις αναπτυγμένες οικονομίες αυτό είναι ένα από τα ζητούμενα του φόρου: να σπρώξει τους ιδιοκτήτες να αξιοποιήσουν την περιουσία τους προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.

Είναι λοιπόν καλοί οι φόροι; Ορισμένοι ναι. Όπως ο ΕΝΦΙΑ ή όπως η φορολόγηση του εισοδήματος των αγροτών την οποία επίσης περιλάμβανε στην πολιτική της η κυβέρνηση Σαμαρά. Με την επισήμανση μάλιστα ότι η τήρηση βιβλίων από τους αγρότες θα τους προφύλασσε από την εκμετάλλευση των μεσαζόντων! Από εκεί και πέρα μπορεί κανείς να θεωρεί πλήγμα την αύξηση του φόρου επί των κερδών στο 29%, αρκεί να θυμάται ότι πήγε από το 20% στο 26% επί των προηγούμενων κυβερνήσεων. Είναι μια κουβέντα με άλλα λόγια να επισημαίνεις –σωστά– το σοβαρό πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας και της «μετανάστευσης» των επιχειρήσεων στη Βουλγαρία. Και άλλο να ρισκάρεις τα δημόσια έσοδα όταν είσαι πνιγμένος και θέλεις να κλείσεις την αξιολόγηση. Όσο για το φόρο εισοδήματος, επιβαρύνονται όσοι παίρνουν πάνω από 50.000 ευρώ (0,79%) και ουσιαστικά πάνω από 60.000 ευρώ (2,40% περίπου) ή πάνω από 100.000 ευρώ (5% περίπου). Δεν είναι το τέλος του κόσμου.

Όλα καλά λοιπόν με τη φορολογική πολιτική της κυβέρνησης; Όχι βέβαια. Η κριτική ωστόσο δεν είναι τόσο στην αύξηση των φόρων όσο στο ότι ακολούθησε και αυτή την πεπατημένη αυξάνοντας τους συντελεστές και αποτυγχάνοντας να διευρύνει τη φορολογική βάση. Μη γελιόμαστε. Το ίδιο, έστω σε μικρότερο βαθμό, θα έκανε οποιαδήποτε κυβέρνηση θα προσπαθούσε σήμερα να κλείσει την αξιολόγηση. Η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου είχε πράγματι μειώσει ορισμένους συντελεστές. Δεν είχε κλείσει όμως την αξιολόγηση και φυσικά δεν είχε μεσολαβήσει ο Βαρουφάκης.

Η άλλη αιχμή της κριτικής υπήρξε το ασφαλιστικό. Πρόκειται για την πιο σοβαρή μεταρρυθμιστική προσπάθεια της κυβέρνησης. Οι αδικίες είναι προφανείς: επιβάρυνση των νέων συνταξιούχων, τιμωρία όσων εργάζονται για πολλά χρόνια και ενθάρρυνση ουσιαστικά της εισφοροδιαφυγής μετά τα 25 χρόνια. Ακόμα περισσότερο σε όλη την Ευρώπη η τάση είναι προς πιο ευέλικτα εν μέρει κεφαλαιοποιητικά συστήματα που επιτρέπουν στους ασφαλισμένους να αποταμιεύουν για τη σύνταξή τους. Από την άλλη πλευρά για πρώτη φορά ενοποιούνται πραγματικά τα ταμεία και καθιερώνονται ενιαίοι κανόνες για όλους. Για την Ελλάδα, όπως αναγνωρίζουν όσοι μελετούν σε βάθος το ασφαλιστικό, αυτό συνιστά μια μικρή επανάσταση. Κι όμως η κριτική των περισσότερων στελεχών της αντιπολίτευσης, σε σύμπνοια με τους συνδικαλιστές, εστιάστηκε σε αυτό ακριβώς το σημείο, στις υψηλές εισφορές, σε μια προφανή προσπάθεια να προσεταιριστεί τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες. Βρέθηκε έτσι να υπερασπίζεται τα πιο πελατειακά χαρακτηριστικά ενός χρεοκοπημένου συστήματος.

Το κεφάλαιο της συμφωνίας όμως που προκάλεσε τα πιο σκληρά σχόλια ωστόσο είναι το περίφημο υπερ-ταμείο των 99 χρόνων με δικαίωμα βέτο των δύο μελών που θα διορίζονται από τους δανειστές. Αυτό είναι ταπεινωτικό για τη χώρα και είναι απόρροια της «επιτυχημένης» διαπραγμάτευσης του κ. Τσίπρα. Η ιδέα ωστόσο ότι η διαχείριση της δημόσιας περιουσίας ανατίθεται σε μια ανεξάρτητη αρχή δεν είναι αναγκαστικά κακή. Τουλάχιστον με την εμπειρία της διαχείρισης των ΔΕΚΟ από όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων 40 χρόνων. Για να μην πούμε για τη δημόσια ακίνητη περιουσία που έχει κανείς την εντύπωση ότι συνειδητά δεν απογράφεται ώστε να μένει στο έλεος των καταπατητών. Είμαστε η τελευταία χώρα της Ευρώπης χωρίς κτηματολόγιο! Κι αυτό συνιστά μεγαλύτερη «προδοσία» από το ταμείο.

Προφανώς η αντιπολίτευση ούτε έπρεπε ούτε μπορούσε να ψηφίσει το ταμείο ή τα μέτρα. Όπως η κυβέρνηση ωστόσο οφείλει κάποια στιγμή να κάνει την αυτοκριτική της και να ζητήσει συγγνώμη για όσα έλεγε και υποσχόταν, έτσι και η αντιπολίτευση χρωστά στον εαυτό της και στους πολίτες να κρατήσει στάση ευθύνης ιδίως σε ό,τι αφορά τον πολιτικό της λόγο. Όσο και αν είναι απολύτως δικαιολογημένο να θέλει να πατσίσει με τον ΣΥΡΙΖΑ. Για τη χώρα προέχει να τελειώσει επιτέλους η εποχή των μύθων.