Πολιτικη & Οικονομια

Κοιτώντας τον Ερμή να ταξιδεύει

Ανθρώπινες αγωνίες και θεϊκά σχέδια

Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

1. Πριν από λίγες εβδομάδες. Καθώς πηγαίνω, τρέχοντας σχεδόν, να πάρω την κόρη μου από το σχολείο, πέφτω πάνω σε μια γνωστή μου η οποία βαδίζει αργά, κρατώντας απ’ το χέρι έναν πολύ ηλικιωμένο άντρα. «Είναι ο μπαμπάς μου», λέει. «Ήρθε από το χωριό να μας δει». Τον χαιρετώ και του ρίχνω μια πιο προσεκτική ματιά. Μικρόσωμος, βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπο, μάλλινο πουκάμισο κουμπωμένο μέχρι το λαιμό. Εκείνο όμως που μου κάνει εντύπωση είναι το ζεστό, ζωντανό χαμόγελο και τα φωτεινά του μάτια. Με ρωτά πώς τα πάω και απαντώ με τον κλασικό μίζερο τρόπο που οι περισσότεροι έχουμε υιοθετήσει: ας τα λέμε καλά, τρέχουμε και δεν φτάνουμε, κλπ. Ακούγοντάς με, ο παππούς βγάζει ένα άκρως νεανικό επιφώνημα αγανάκτησης. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί εσείς οι νέοι έχετε τόσο άγχος!».

Σκέφτομαι να του απαριθμήσω μερικούς λόγους (ένα απειλητικό χαρτί από τον OAEE, ένα ασφυκτικό deadline, την εικόνα του υπουργικού συμβουλίου να συνεδριάζει) αλλά ο γηραιός κύριος συνεχίζει να μιλά: «Εγώ στα χρόνια σας είχα να προσέχω πεντακόσια πρόβατα. Είχα αδέλφια που πέθαναν. Και όλη μέρα τραγουδούσα. Και τώρα, που πάτησα τα ενενήντα, ακόμα τραγουδάω! Έτσι κι αλλιώς ό,τι θέλει ο Θεός θα γίνει».

Τα λόγια του και κυρίως η αύρα του που έρχεται από έναν ξεχασμένο κόσμο, μού φέρνουν στο μυαλό διάφορα πράγματα που είχα διαβάσει σχετικά με την προνεωτερική εποχή. Πράγματα που εξηγούν σε μεγάλο βαθμό το γιατί ενώ υπήρχαν τόσες δυσκολίες, τόσα βάσανα και θανατικά, η λέξη άγχος ήταν άγνωστη και ο κόσμος μπορούσε ανά διαστήματα να χαίρεται και να γλεντάει. Η κρατούσα τότε θεωρία έλεγε πως τα πάντα (οι χαρές, οι λύπες, οι καταστροφές…) είναι κομμάτια ενός μεγάλου θεϊκού σχεδίου, τον μηχανισμό του οποίου δεν είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε ή να επηρεάσουμε. Κάτι σαν ένα γιγάντιο μνημόνιο, για το οποίο κανείς δεν τρέφει αυταπάτες.

Έπειτα ήρθαν διάφορες κοινωνικές αλλαγές και μαζί τους ο Διαφωτισμός και η εξέλιξη της επιστήμης. Οι άνθρωποι σταμάτησαν να πεθαίνουν επειδή κρυολόγησαν ή επειδή δεν έπλυναν τα χέρια τους πριν καθίσουν στο τραπέζι και η θεωρία του θεϊκού σχεδίου άρχισε να ξεθωριάζει. Τίποτε, όμως δεν είναι δωρεάν. Και ένα από τα τιμήματα που πληρώνουμε είναι το άγχος που μας τριβελίζει. («Άραγε πήρα τη σωστή απόφαση;», «Τι θα συμβεί αν…»). Εκτός βέβαια αν η χειραφέτησή μας είναι και αυτή μέρος του θεϊκού σχεδίου, οπότε μάλλον έχουμε πιαστεί κορόιδα.

2. Απόγευμα Δευτέρας 9 Μαΐου. Βρίσκομαι στην αίθουσα αναμονής μιας κλινικής. Οι καρέκλες είναι όλες πιασμένες. Στις περισσότερες κάθονται ηλικιωμένοι άνθρωποι, ενώ σε μία ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες στο γάλα ένας ψιλόλιγνος σαραντάρης με καλό μαύρο κοστούμι, λευκό πουκάμισο και μαύρη γραβάτα. Έχει στα αυτιά του ακουστικά και στην ποδιά του ένα μικρό λάπτοπ. Στην αίθουσα υπάρχει και ένας επιπλέον γέροντας που πηγαίνει νευρικά πέρα δώθε με τη βοήθεια της μαγκούρας του. Στον τοίχο, μέσα σ’ ένα κάδρο, μια παράδοξα ροδαλή αναπαραγωγή της Παναγίας μάς κοιτά όλους καλοσυνάτα.

Μπορεί να ήταν η ιδέα μου… Μού φάνηκε όμως πως όλοι στραβοκοίταζαν τον τύπο με το κουστούμι. Ίσως επειδή δεν είχε προσφέρει την θέση του στον άλλον, σκέφτηκα τότε. Ή απλά, σκέφτομαι τώρα, επειδή το παρουσιαστικό και το ντύσιμό του φάνταζαν παράταιρα -ή και δυσοίωνα- στον συγκεκριμένο χώρο.

Κάποια στιγμή, η θέση δίπλα του αδειάζει. Ρωτώ τον κύριο με τη μαγκούρα αν θέλει να καθίσει και όταν εκείνος αρνείται κάθομαι εγώ. Μοιραία τα μάτια μου πέφτουν στην οθόνη του λάπτοπ. Προβάλλεται κάτι σε ζωντανή μετάδοση: Μια κουκκίδα με φόντο ένα μεγάλο φωτεινό δίσκο. «Συμβαίνει τώρα: Ο Ερμής ταξιδεύει μπροστά από τον Ήλιο» γράφει στα αγγλικά από κάτω, ενώ πάνω δεξιά, σ’ ένα παράθυρο, ένας επιστήμονας μιλά κουνώντας έντονα τα χέρια του. Εμφανίζεται και ένα animation που εξηγεί τον μηχανισμό χάρη στον οποίον τα τρία ουράνια σώματα (Ήλιος, Ερμής και Γη) βρέθηκαν τη συγκεκριμένη μέρα στην ίδια ευθεία.

Ο διπλανός μου βγάζει το ένα ακουστικό και μού το προτείνει. Στην αρχή αντιδρώ αμυντικά και αρνιέμαι, αλλά αυτός επιμένει. «Έχει ενδιαφέρον», λέει. Δέχομαι λοιπόν και το βάζω στο αυτί μου. Ο επιστήμονας μιλά γρήγορα. Κάποια από τα λεγόμενά του τα καταλαβαίνω, κάποια όχι. Η ώρα περνάει, οι θέσεις αδειάζουν και γεμίζουν ξανά, μέχρι που ο διπλανός μου παίρνει τα αποτελέσματά του και φεύγει μαζί με το λάπτοπ του. Από τους παλιούς μένει πια μόνο ο γέροντας με τη μαγκούρα. Συνεχίζει να βαδίζει πέρα δώθε, λες και είναι και αυτός μέρος του μεγάλου μηχανισμού.