Πολιτικη & Οικονομια

Το τηλεφώνηµα

Και το πολυπλοκότερο σκάνδαλο είναι ζήτηµα 3 ηµερών για να αποκαλυφθεί. Αρκεί να υπάρχουν οι άνθρωποι.

Νίκος Γεωργιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 335
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ήταν περασµένα µεσάνυχτα όταν µια γνωστή φωνή ακούστηκε από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραµµής. Η κουβέντα κράτησε κανένα µισάωρο. Μετά άρχισα να γράφω, στην αρχή σηµειώσεις και µετά… προσπάθησα να αποτυπώσω στο χαρτί τις άναρχες σκέψεις. Πριν αρκετές ώρες συνεδρίαζε το υπουργικό συµβούλιο µε συγκεκριµένη ατζέντα. Το φορολογικό νοµοσχέδιο. Στην Ελλάδα του 2011 µε όλα τα συγκεκριµένα προβλήµατα που αντιµετωπίζει η σαθρή κοινωνία της, οι σαθρότεροι θεσµοί της και η αποσαθρωµένη οικονοµία της, τα φορολογικά έσοδα του κράτους αγγίζουν το 40% µόλις του συνόλου που θα έπρεπε να εισπραχθούν. Ο αντίστοιχος µέσος όρος στην Ευρώπη είναι 80%. Με λίγα λόγια, υπερδιπλάσιος.

Αν η φοροδιαφυγή λοιπόν και η εισφοροδιαφυγή αποτελούν τα δύο µείζονα προβλήµατα, η αποτελεσµατική αντιµετώπισή τους θα έπρεπε να αποτελεί τη µείζονα προτεραιότητα της όποιας σύγχρονης διακυβέρνησης. Στα πλαίσια αυτά τον Ιανουάριο του 2010, λίγους µήνες µετά την ορκωµοσία της κυβέρνησης, δύο παλιοί φίλοι, ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου και ο Βασίλης Φλωρίδης, ο εισαγγελέας Εφετών, συναντιούνται και αποφασίζουν να βάλουν µπροστά το σχέδιο σύστασης µίας Υπηρεσίας ∆ίωξης Οικονοµικού Εγκλήµατος στα πρότυπα της αντίστοιχης ιταλικής, αλλά και µε άξονα τη βασική αρχή του αµερικανικού IRS «ακολουθήστε την οσµή του χρήµατος και όχι τα πρόσωπα. Η µπόχα θα σας φέρει πρόσωπο µε πρόσωπο µε τους παρανόµους».

Ένα χρόνο αργότερα

Οι µήνες πέρασαν και οι δύο φίλοι αποφάσισαν µετά από ανταλλαγή σηµειωµάτων και υποβολή προτάσεων και αντιπροτάσεων να στήσουν την υπηρεσία. Ήταν Ιανουάριος του 2011. Ένας χρόνος «µνηµονιακού οργασµού» είχε ήδη κυλήσει, καθιστώντας άµεση την ανάγκη να ανιχνευθεί ο χώρος του θεσµικού υποκόσµου που λεηλατεί τη χώρα. Ο εισαγγελέας έστειλε την τελευταία του πρόταση, καθώς και το «ίχνος» του νέου νόµου. Ήταν πλέον ζήτηµα υπουργικού συµβουλίου. Ποτέ δεν πέρασε από το µυαλό του Γιώργου Παπακωνσταντίνου πως κάποιοι υπουργοί υπό τις παρούσες συγκυρίες και µε το περίστροφο των διεθνών αγορών να σηµαδεύει τον κρόταφο, θα αντιστέκονταν στη διαµόρφωση συνθηκών αποτελεσµατικής ανεύρεσης και τιµωρίας του θεσµικού υποκόσµου και των παραφυάδων του.

«Το πρόβληµα στην Ελλάδα είναι η ανεπάρκεια ικανού προσωπικού που θα διεξάγει τις έρευνες για τον εντοπισµό της απάτης. Αλλιώς και το πολυπλοκότερο σκάνδαλο, ποιο θες... πες µου, είναι ζήτηµα τριών ηµερών για να αποκαλυφθεί. Αρκεί να υπάρχουν οι άνθρωποι». Η φωνή από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραµµής ακούγεται εκνευρισµένη. Μπροστά µου, στην οθόνη του υπολογιστή, οι παράγραφοι που διαρθρώνουν την υπό σύσταση Υπηρεσία ∆ίωξης Οικονοµικού Εγκλήµατος χορεύουν ταραντέλα. «Επιτέλους», θα ψιθύριζε ο κάθε πολίτης αυτή της χώρας που αντιλαµβάνεται το αυτονόητο.

Η πρόταση που είχε γίνει αποδεκτή από τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου προέβλεπε τη σύσταση µιας υπηρεσίας στην οποία όλοι οι αρµόδιοι διωκτικοί φορείς, από τον Σ∆ΟΕ και τα Τελωνεία έως τις Εφορίες, την ΕΛ.ΑΣ., το Λιµενικό, τη ∆ικαιοσύνη και τη ∆ίωξη Μαύρου Χρήµατος, θα εισέρχονταν στο κέλυφος µίας και µόνο διοικητικής οµπρέλας. Στόχος η αποτελεσµατικότητα. 

Στο ψαχνό

Αρχές Φεβρουαρίου του 2011 συντάσσεται και το σχέδιο νόµου. Περιχαρής και ανακουφισµένος ο υπουργός Οικονοµικών, απόλυτα πεπεισµένος πως η υπηρεσία είναι αυτονόητα απαραίτητη, παρουσιάζει τις σκέψεις του στο προτελευταίο υπουργικό συµβούλιο. Υποπίπτει στο θανάσιµο σφάλµα να προτείνει αµέσως και τον άνθρωπο που θα αναλάβει τη διοίκηση της υπηρεσίας αυτής. Τον εισαγγελέα Εφετών Βασίλη Φλωρίδη, εγνωσµένου κύρους, αδελφό του στελέχους του ΠΑΣΟΚ Γιώργου Φλωρίδη, πρώην υπουργού. Στο υπουργικό συµβούλιο ξεσπά εξέγερση. Οι «Αδελφοί Μουσουλµάνοι» που αναλαµβάνουν τον ηγετικό ρόλο στην εξέγερση είναι ο Χάρης Καστανίδης και ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Η συζήτηση διολισθαίνει στη γραφικότητα. Ο πρωθυπουργός αναβάλλει τη συζήτηση για το επόµενο υπουργικό.

Περασµένη Πέµπτη και ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου επαναφέρει την πρότασή του επιµένοντας στο σχέδιό του. ∆εν έχει αντιληφθεί πως στην κυβέρνηση στην οποία συµµετέχει υπάρχουν στελέχη που δεν θα συγκατανεύσουν στην ίδρυση και λειτουργία µιας υπηρεσίας η οποία θα µπορούσε να αποτελέσει την απάντηση στο δίκτυο διαφθοράς και διαπλοκής, το οποίο λειτουργεί κυριαρχικά εντός του συνόλου της κοινωνίας. Καθέτως και οριζοντίως. «∆εν θα τοποθετήσουµε εισαγγελέα Φρακενστάιν» κραυγάζει ο εκ Θεσσαλονίκης υπουργός. «Κανένα στέλεχος της ΕΛ.ΑΣ. ή του Λιµενικού δεν θα αναφερθεί στη νέα υπηρεσία» σιγοντάρει ο Χρήστος Παπουτσής. Η σύρραξη γενικεύεται. Ενοχλεί αφόρητα η τοποθέτηση ενός ισχυρού εισαγγελέα και όχι πολιτικού προσώπου. Τα κυβερνητικά στελέχη θα προτιµούσαν ελεγκτής και ελεγχόµενος να προέρχονται από τον ίδιο, ελεγχόµενο χώρο της πολιτικής. Οι υπουργοί που αντιδρούν δεν θέλουν και κάτι ακόµη. Το συγκεκριµένο εισαγγελέα. Όστις και ξέρει και γνωρίζει και δεν φείδεται ταλαιπωρίας για να καταθέσει τα αποτελέσµατα των ερευνών του. Ο Πάνος Μπεγλίτης παρεµβαίνει πανικόβλητος για να ηρεµήσει τα πνεύµατα. «Αντιλαµβάνεστε τι πρόκειται να βγει προς τα έξω από αυτά που διαδραµατίζονται εδώ µέσα» τους λέει. Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου αναγκάζεται σε άτακτη υποχώρηση. Αν και πρώτος τη τάξει υπουργός βλέπει την ισχύ του να θρυµµατίζεται σε µικροσκοπικά γυαλάκια. Ο πρωθυπουργός κοιτά συνεχώς τα κορδόνια των παπουτσιών του. Ούτε επιβάλλεται ούτε και επιβάλλει.

Οι εργασίες του υπουργικού συµβουλίου έληξαν και οι υπουργοί αποχωρούν. Αν ποτέ συσταθεί η υπηρεσία, επικεφαλής της θα τοποθετηθεί κάποιος από την Αθήνα. Κάποιος γνωστός δηλαδή, κάποιον που τον ξέρουν και τον έχουν ξεψαχνίσει. Η κατάσταση θυµίζει, στη γραφικότητά της, κάτι από τα «Γόµορρα», ενώ πάνω στο ταβάνι της αίθουσας διαγράφεται αχνά η µορφή ενός τετράγωνου ανθρώπου µε µεγάλα γυαλιά, µε εκείνο το σαρδόνιο χαµόγελο του Αντρεότι όταν τον κατηγορούσαν για εκπρόσωπο της Μαφίας στην πολιτική σκηνή της Ιταλίας.

Έτσι χαµογελούσαν και κάποιοι υπουργοί. Σίγουροι πως απέφυγαν τα χειρότερα. Ούτε τα «υποβρύχια γέρνουν» ούτε «ο Σκαραµαγκάς θα αλωθεί» ούτε οι Γερµανοί και οι Καταριανοί θα απειληθούν.

Οι ανακουφισµένοι

Η φωνή από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραµµής µε άφησε, διατυπώνοντας µε αχνή φωνή κάτι σαν καληνύχτα. Στην οθόνη του υπολογιστή µου κάτω δεξιά έγραφε δυόµισι µετά τα µεσάνυχτα. Στα µάτια µου χοροπηδούσαν σε Word οι λεπτοµέρειες της διάρθρωσης της υπηρεσίας. Λίγες ηµέρες πριν «οι τρεις υπάλληλοι» θα προέβαιναν σε δηλώσεις για τη δηµόσια περιουσία. Λίγες ηµέρες µετά οι πολίτες θα αντιµετώπιζαν το αλαλούµ µε τους ηµιυπαίθριους. Η κυβέρνηση θα απέσυρε την παράγραφο του νοµοσχεδίου για τα κλειστά επαγγέλµατα, για να ικανοποιηθεί ο κλάδος των δικηγόρων. Τα έµπειρα κυβερνητικά στελέχη, κλείνοντας το µάτι ο ένας στον άλλον, θα σιγοψιθύριζαν... «Ε όχι και να γίνουµε και κράτος. Αυτό µας έλειπε».   

n.georgiadis1@yahoo.com