Πολιτικη & Οικονομια

Οι αιχμάλωτοι της ηδονής της εξουσίας

Εξουσία να ’ναι κι ό,τι να ’ναι

Σπύρος Βλέτσας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ξέρουμε ότι υπάρχουν υπουργοί που πονούν για την πολιτική που εφαρμόζουν. Και πιο πολύ από όλα δεν πονούν για τους φόρους που βάζουν, για τα εισοδήματα που αφαιρούν, για τις θέσεις εργασίας που χάνονται. Πονούν για τις ιδιωτικοποιήσεις. Είναι σαν να τους κόβεις ένα κομμάτι από το κορμί τους. Δρίτσας και Σπίρτζης για καιρό κλαίνε και οδύρονται για την παραχώρηση του λιμανιού του Πειραιά και των περιφερικών αεροδρομίων.

Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο. Από παλιά οι υπουργοί ήταν καλοί και πονετικοί άνθρωποι. Η χαρά τους ήταν να ξοδεύουν, να διορίζουν και να μοιράζουν επιδοτήσεις. Μόλις τελείωσαν τα δανεικά, με τα οποία χρηματοδοτούσαν τη γενναιοδωρία τους, άρχισε η κλάψα. Το καθήκον των υπουργών δεν ήταν να επιδεικνύουν τα συναισθήματά τους, ήταν να βρουν τις περικοπές εκείνες που δίκαια και αποτελεσματικά θα μείωναν τα ελλείμματα. Ελάχιστοι το έκαναν.

Τώρα όμως το πράγμα έχει προχωρήσει. Μια ολόκληρη κυβέρνηση εκλέχτηκε για να εφαρμόσει την αντίθετη πολιτική από αυτή που εφαρμόζει. Κανένα πρόβλημα. Θα εφαρμόσουν την πολιτική που οι ίδιοι ονόμαζαν «αντιλαϊκή», αλλά θα ψάχνουν τρόπους για μας δείχνουν ότι αυτοί δεν είναι σαν τους άλλους τους... που χαίρονταν όταν εφάρμοζαν τα μέτρα, αυτοί το κάνουν με πόνο ψυχής.

Η ηδονή της εξουσίας είναι τόσο παλιά, όσο και η ίδια η εξουσία. Εξίσου παλιά φαίνεται να είναι και η τοξικότητά της. Ο Επίκουρος συμβούλευε να αποφεύγεται η εμπλοκή με την πολιτική εκτός αν υπάρχει σοβαρός λόγος. Ως σοβαρό λόγο θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε τις ιδέες που πιστεύει ότι έχει κάποιος για την βελτίωση της κοινωνίας. Αντίθετα, αν κάποιος εμπλέκεται στην πολιτική για να καλύψει μέσα από τη δόξα και την εξουσία τα κενά της ύπαρξής του, τότε εκτός από τους άλλους, βλάπτει και τον εαυτό του.

Η ηδονή της εξουσίας είναι βλαβερή σύμφωνα με την επικούρεια φιλοσοφία γατί όσο κάποιος πασχίζει να την κατακτήσει την πολυπόθητη καρέκλα πλημμυρίζει με άγχος και ανησυχία. Μόλις την κατακτήσει, δεν ησυχάζει. Αντίθετα, γίνεται περισσότερο ανήσυχος γιατί μέρα και νύχτα αγωνιά μήπως και τη χάσει.

Στην Ελλάδα το πολιτικό σύστημα που σήμερα ονομάζουμε παλιό –και φέρει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τη χρεοκοπία της χώρας– είχε στις τάξεις του προσωπικότητες που η εμπλοκή τους στα κοινά έγινε με βάση αρχές και οράματα. Στην περίοδο της μεταπολίτευσης, που με τόση ευκολία απορρίπτεται τελευταία, η Ελλάδα κατάφερε να γνωρίσει πρωτοφανή ευημερία η οποία συνοδεύτηκε από την περισσότερη δημοκρατία και ελευθερία που γνώρισε στην ιστορία της. Στην περίοδο αυτή υπήρχαν πολιτικοί που δεν δίστασαν να απαρνηθούν την καρέκλα και να παραιτηθούν όταν διαφωνούσαν με την ασκούμενη πολιτική.

Το παλιό πολιτικό σύστημα μπορεί να χαρακτηριζόταν συχνά από τη δημαγωγία και την κυριαρχία των πελατειακών σχέσεων, αλλά σε κρίσιμες καμπές οι ηγέτες έδειξαν υπευθυνότητα. Το 1985 ο Ανδρέας Παπανδρέου, όταν μετά από μια τετραετία παροχών η ελληνική κυβέρνηση βρέθηκε σε κατάσταση ανάλογη με αυτή του 2009, δεν δίστασε να πάρει μέτρα σκληρής λιτότητας.

Δεν έκανε το ίδιο όμως ο Κώστας Καραμανλής, όταν άφησε τα πράγματα να χειροτερεύουν ώσπου φτάσαμε στην κατάρρευση, ούτε ο Γιώργος Παπανδρέου όταν για να πάρει εξουσία έδινε υποσχέσεις που ήξερε ότι δεν μπορεί να τις τηρήσει (αν δεν το ήξερε, ακόμη χειρότερα) και στις οποίες εγκλωβίστηκε. Οι δύο πρώην πρωθυπουργοί είναι εκπρόσωποι μιας κατηγορίας πολιτικών της νέας γενιάς που βλέπουν την εξουσία σαν περιουσιακό στοιχείο προς αξιοποίηση. Θέλησαν να την απολαύσουν, αλλά αρνήθηκαν το βάρος της ευθύνης που η εξουσία προϋποθέτει.

Πίσω από τη γελοιότητα των σημερινών υπουργών, που δεν διανοούνται να παραιτηθούν και συνεχίζουν να εφαρμόζουν μια πολιτική που δεν την πιστεύουν, δεν κρύβεται μόνο μία αρρωστημένη σχέση με την καρέκλα. Συμπυκνώνεται όλη η ανηθικότητα εκείνων που δημαγωγώντας, ηθικολογώντας, συκοφαντώντας και στήνοντας μια πολιτική απάτη, διεκδίκησαν μανιωδώς την εξουσία χωρίς να ξέρουν τι θα την κάνουν.

Ο Αλέξης Τσίπρας και ο πυρήνας της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ που τον πλαισιώνει, αφού προξένησαν –ως αντιπολίτευση και ως κυβέρνηση– τεράστια ζημιά στη χώρα και στους εργαζόμενους, αποφάσισαν να εφαρμόσουν το μνημόνιο που με τόση ένταση κατήγγειλαν. Αφού έπαιξαν με τις ζωές των πολιτών, συνειδητοποίησαν ότι δεν θα μπορούσαν να να σταθούν ούτε μια μέρα στην κυβέρνηση εάν είχαμε γίνει Αργεντινή. Εφόσον το μνημόνιο ήταν ο μόνος τρόπος για να κρατηθούν στην εξουσία, έγιναν πανεύκολα από αντιμνημονιακοί, μνημονιακοί.

Εξουσία να ’ναι κι ό,τι να ’ναι. Δεν τους πειράζει που κάθε μέρα διαψεύδουν οι ίδιοι αυτά που έλεγαν για χρόνια. Δεν αισθάνονται ντροπή που χρησιμοποιούν τα επιχειρήματα των αντιπάλων τους. Έχουν κρατήσει την επιθετικότητα και τη συκοφαντία (παλιά μου τέχνη κόσκινο), αλλά έχουν αδειάσει το περιεχόμενο της πολιτικής τους και το έχουν αντικαταστήσει. Εφάρμοσαν έτσι επιτέλους μαρξιστική πολιτική. Ακολουθώντας όχι τον Κάρολο, αλλά τον Γκράουτσο Μαρξ που είχε πει «αυτές είναι οι ιδέες μου, αν δεν σας αρέσουν έχω κι άλλες».