Πολιτικη & Οικονομια

Το δίλημμα του διανοούμενου

Με ή χωρίς εξουσία;

20127-92227.JPG
Γιώργος Σιακαντάρης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
125549-281869.jpg

Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, το τότε Σοσιαλιστικό Κόμμα Γαλλίας σπαράσσεται από τη διαμάχη που αφορούσε το ζήτημα της συμμετοχής ή όχι στις «αστικές κυβερνήσεις». Την ίδια περίοδο ο νεαρός διανοούμενος και βιβλιοκριτικός Λέον Μπλουμ κάνει τα πρώτα βήματα του στην πολιτική.

Ο Μπλουμ αρχικά δεν συγκινούνταν από την κεντρική πολιτική και προσχώρησε σ’ αυτήν λόγω δυο παραγόντων. Ο πρώτος ήταν η υπόθεση Ντρέιφους και η θέλησή του να καταπολεμήσει τον αντισημιτισμό και ρατσισμό. Ο δεύτερος ήταν η επιρροή ενός άλλου επίσης μεγάλου διανοούμενου και ηγέτη του σοσιαλιστικού κόμματος, του Ζαν Ζορές.

Ο διανοούμενος Μπλουμ ποτέ δεν αποτέλεσε τυπικό ενεργό κομματικό στέλεχος, αυτό που το λέμε και «κομματόσκυλο». Βαριόταν αφάνταστα τις συνεδριάσεις των κομματικών οργάνων και τις απέφευγε, μα πιο πολύ βαριόταν αυτό που ακολουθούσε μετά από αυτές, την οινοποσία. Μια φορά μάλιστα που του πρόσφεραν να κάτσει μαζί τους για να πιεί, απάντησε «πως δεν διψάει».

Ο Ζακ Ζυλιάρ στο εξαιρετικό βιβλίο του «Οι Αριστερές της Γαλλίας» (εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση Χριστιάννας Σαμαρά) υποστηρίζει, όσο και αυτό να φαίνεται παράξενο για ένα πολιτικό, πως αυτό που περισσότερο απ’ όλα φοβόταν (ή σιχαινόταν;) ήταν η εξουσία. Φοβόταν τους τακτικιστές και τους τεχνικούς της εξουσίας. Γι’ αυτό ακόμη και όταν έγινε Πρωθυπουργός δήλωνε, «ομολογώ έκανα ό,τι μπορούσα για να αποφύγω την εξουσία επί σειρά ετών».

Γνωρίζουμε όλοι το τετριμμένο ερώτημα, «μα τι κάνουν οι διανοούμενοι». Το ανακαλύπτουμε κάθε λίγο και λιγάκι στα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Υπάρχει όμως και ένα άλλο ερώτημα που αφορά το «τι κάνουν οι διανοούμενοι όταν «μπλέκουν» με τα κόμματα και την εξουσία».

Το 1901 δημοσιεύεται, ανωνύμως, ένα βιβλίο με τίτλο «Καινούργιες Συζητήσεις του Γκαίτε με τον Έκερμαν». Πολύ αργότερα αποδείχτηκε πως ο συγγραφέας του βιβλίου ήταν ο Λέον Μπλουμ, ο μετέπειτα ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος Γαλλίας και Πρωθυπουργός της χώρας. Πολλά χρόνια αργότερα, ο Χόρχε Σεμπρούν στην μυθιστορηματική παρουσίαση του εγκλεισμού του στο ναζιστικό στρατόπεδο του Μπούχεβαλντ, όπως αυτή καταγράφεται στο βιβλίο του «Τι Ωραία Κυριακή» (Εξάντας, μετάφραση Μπάμπης Λυκούδης», αναφέρεται σ’ ένα φανταστικό διάλογο των Γκαίτε και Έκερμαν με αφορμή το βιβλίο του Μπλουμ.

Θα μου επιτρέψετε να παραθέσω ένα μεγάλο απόσπασμα από αυτόν τον διάλογο, γιατί σ’ αυτόν είναι συμπυκνωμένη, με ένα νόημα υψηλής διανοητικής και αισθητικής αξίας, η απάντηση στο ερώτημα της σχέσης των διανοουμένων με την εξουσία, από την πιο μικρή, την απλή συμμετοχή σ’ ένα κόμμα, μέχρι την άνοδο στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα.

Δίνω το λόγο στον Γκαίτε του Σεμπρούν:

«Το θέμα, φίλε μου, πρόσθεσε ο Γκαίτε, που θα ήθελα να προσεγγίσω με τον Μπλουμ είναι εκείνο των σχέσεων του διανοουμένου, όπως λένε τώρα, με την πολιτική και την εξουσία. Γνωρίζετε τις ιδέες μου επ’ αυτού. Πιστεύω ότι ο διανοούμενος δεν μπορεί να αδιαφορεί για την πολιτική, για τους ανθρώπους της εξουσίας, ότι οφείλει να επιδαψιλεύει σ’ αυτούς τις συμβουλές του και τα φώτα του, υπό τον όρο εντούτοις να παραμείνει εκτός της άμεσης άσκησης της εξουσίας αυτής. Γιατί η διανόηση και η εξουσία είναι πράγματα ολότελα διαφορετικά. Γι αυτό το λόγο άλλωστε οι γνήσιοι διανοούμενοι γνωρίζουν μόνο την αποτυχία όταν αφήνονται να διαστραφούν μέχρι του σημείου να αποδεχθούν την άμεση άσκηση της εξουσίας. Στην περίπτωση αυτή, είτε προσπαθούν να οργανώσουν τις αντιφάσεις της κοινωνικής πραγματικότητας δυνάμει της διανοητικής τους σύλληψης, που είναι από τη φύση της εξελικτική και κατανοητική, και αποτυγχάνουν: η εξουσία της πραγματικότητας και η πραγματικότητα της εξουσίας τους φθείρει, τους απορρίπτει και τους καταδικάζει. Είτε, αντίθετα, υποκύπτουν στις αντιφάσεις της πραγματικότητας, στις τακτικές απαιτήσεις του παρόντος, τις εξυμνούν, τις θεοποιούν υπό τα χαρισματικά είδη της Αρετής, της Ουτοπίας ή των κινητήριων δυνάμεων της Ιστορίας, όπως θέλετε, οπότε οι διανοούμενοι γίνονται οι θεωρητικοί του δεσποτισμού, της απόλυτης αυθαιρεσίας, που καταλήγει να τους καταβροχθίσει κι αυτούς».

Ο Γκαίτε του Σεμπρούν αποκαλύπτει αυτό που εδώ θα ονομάσω το δίλημμα του διανοουμένου. Μπορεί αυτός να βλέπει και να ακούει ένα σωρό τακτικιστές και «αδαείς» (αδαείς μόνο από την οπτική γωνία του Λόγου, γιατί από την οπτική γωνία των πρακτικών καθηκόντων και των αναγκασμών της πολιτικής, αυτοί καθόλου δεν είναι αδαείς, ίσως είναι και αναγκαίοι) να μιλούν για πολιτική και να μη κάνει τίποτα; Μπορεί να ακούει να μπερδεύονται οι έννοιες, οι αρχές, οι αξίες, να ανατρέπονται τα δεδομένα για χάρη των τακτικών; Να εγκαταλείπονται τα ιδανικά για χάρη των απολαύσεων και να μη παρεμβαίνει; Από την άλλη αντέχεται και αντέχει να μη μιλά, γιατί αυτό απαιτεί, ίσως και ορθά το απαιτεί, το καλό του κόμματος, όταν ο ίδιος νομίζει πως το καλό του κόμματος, καθόλου μα καθόλου δεν είναι εκεί που το βλέπει το ίδιο το κόμμα του; Ή ακόμη χειρότερα, όταν βλέπει πως το καλό του κόμματός του, είναι κακό για το γενικό συμφέρον; Μπορεί να χάνει το χρόνο του με ατέρμονες συζητήσεις, αλλά και ταυτοχρόνως μπορεί να σιωπά, επειδή δεν του αρέσουν τέτοιες συζητήσεις; Μπορεί να γίνεται μόνο καταγραφέας των αντιφάσεων και βεβαιοτήτων των πολιτικών συστημάτων, χωρίς να επιδιώκει να συμβάλλει στην άρση αυτών των αντιφάσεων; Πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στην χειραγώγηση της πραγματικότητας και τη γνώση; Υπάρχει όμως πραγματικότητα, αν δεν τη γνωρίζουμε; Και αν τη γνωρίζουμε, μπορούμε να την αλλάξουμε χωρίς να έχουμε την εξουσία; Μα δεν είναι η εξουσία που δημιουργεί την πραγματικότητα και τη γνώση της; Και αν ναι, τότε ο διανοούμενος εδώ δεν έχει κανένα ρόλο; Ή μήπως ακριβώς το αντίθετο; Έχει και παραέχει.

Το δίλημμα του διανοούμενου δεν είναι ένα μαθηματικό δίλημμα, γι’ αυτό όχι μόνο δεν έχει βρεθεί η λύση του, αλλά και δεν θα βρεθεί η λύση του. Είναι το δίλημμα της σχέσης Λόγου και Πρακτικής. Είναι όμως αυτή η αντίθεση που κάνει την ανθρωπότητα ανθρωπότητα. Χωρίς αυτήν την αντίθεση ακόμη θα ζούσαμε σε σπηλιές.

Το δίλημμα όμως είναι προφανές και παραμένει. Πρέπει οι διανοούμενοι, οι ποιητές, οι επιστήμονες, οι λογοτέχνες, το πνεύμα, η ποίηση, η επιστήμη, η λογοτεχνία να ασκούν εξουσία; Ή μάλλον πιο σωστά τι γίνεται όταν καλούνται να ασκήσουν εξουσία;

Ο πολιτικός επιστήμονας Νίκος Παπαδάκης στην προσφάτως εκδοθείσα ποιητική, αλλά όχι μόνο, συλλογή του με τον τίτλο « Ό,τι (δεν) θα μπορούσε να είναι αλλιώς» (Εκδόσεις Σιδέρης) και στο ποίημα του «Ζωτικά Ψεύδη», γράφει: «τι μας χωρίζει από την αυταπάτη; Μα η αλήθεια, θα πεις. Λάθος. Είναι η ίδια η ισχύς της αυταπάτης»( σελ.36.

Αν υπάρχει απάντηση στα διλήμματα του διανοούμενου είναι μόνο μια. Είναι η ισχύς της αυταπάτης πως μπορεί κάποτε να απαλλαγεί από τα διλήμματά του.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.