- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο εθνικός εαυτός και η αέναη κρίση
Αυτή η κρίση δεν πρέπει να τελειώσει. Για πολλούς, είναι κι αυτή μία κάποια λύσις...
Ας το δεχτούμε επιτέλους: Οι Έλληνες ψήφισαν Σύριζα (και ΑνΕλ, και ΚΚΕ, και Χρυσή Αυγή, και Ανταρσύα κ.λπ. κ.λπ.) επειδή ΔΕΝ θέλουν να βγουν από την κρίση. Το να βγουν από την κρίση με την ευρωπαϊκή συνταγή (που είναι η μόνη πραγματικά διαθέσιμη) θα σήμαινε ότι σταδιακά η Ελλάδα θα γινόταν μία τελείως διαφορετική χώρα, αφήνοντας απ’ έξω μικρά και μεγάλα συμφέροντα, την περιφρόνηση των νόμων, την απέχθεια προς την προσωπική ευθύνη, τον θηριώδη ατομισμό, το σνομπάρισμα της παραγωγικής εργασίας, τη δαιμονοποίηση της επιτυχίας, τα ιερά πρότυπα της προσοδοθηρίας, της πελατοκρατείας, του νεποτισμού, της ήσσονος προσπάθειας, της εύνοιας του ενός ή των λίγων σε βάρος του συνόλου, της διαρκούς κάτω από το τραπέζι συναλλαγής, και τα λοιπά που όσοι ζούμε εδώ καλώς γνωρίζουμε.
Ξέρουν βέβαια ότι τώρα πια δεν υπάρχουν χρήματα για να λειτουργήσει το στρεβλό μοντέλο όπως άλλοτε, παρά ταύτα προτιμούν να μείνουν εσαεί φτωχοί βρίζοντας τους ξένους (και ελπίζοντας ακόμα, σε πείσμα της πραγματικότητας, ότι ειδικά εκείνοι «κάπου θα χωθούν, κάπως θα τα καταφέρουν») παρά να χρησιμοποιήσουν τη βοήθεια των ξένων για να μεταλλαχθούν, ώστε από τη φτώχεια που έτσι κι αλλιώς θα περάσουν να βγει κάτι θετικό, μία καλύτερη Ελλάδα γιά να παραδώσουν στα παιδιά τους.
Η επιλογή αυτή είναι πια σχεδόν συνειδητή. Όχι στην ανάσταση με τον τρόπο των ξένων, ναι στον αργό θάνατο με τον τρόπο των Ελλήνων, με το ίδιο στείρο και αδιέξοδο σκεπτικό μέσα από το οποίο αντηχούν μερικές από τις πιο σκοτεινές στιγμές της ιστορίας μας. Ψήφισαν ειδικώς Σύριζα όταν όλα άρχισαν πραγματικά να πηγαίνουν καλύτερα, στοχεύοντας μέσα από πλήθος δικαιολογίες και παράλογες εξηγήσεις να ακυρώσουν την έξοδο από την κρίση, να διαψεύσουν εμφατικά την όποια πιθανότητα επιτυχίας του «ξενόφερτου μνημονίου», ουσιαστικά δηλαδή της ευρωπαϊκής συνταγής, που αν κατάφερνε τον σκοπό της θα έφερνε τεράστια υπαρξιακή και ταυτοτική κρίση στη μεγάλη μάζα των Ελλήνων, ενώ θα άφηνε χωρίς δουλειά και λόγο ύπαρξης ένα σωρό ντόπιους απατεώνες, με πρώτους-πρώτους τους αντιμνημονιακούς πολιτικούς και τα πολυπληθή τσιράκια τους.
Καλύτερα λοιπόν η «γνώριμη κρίση», το δικό μας τέρας που άρχισε επιπλέον να λειτουργεί ως ένα ωραιότατο άλλοθι του βαλκανικού κατσαπλιαδισμού που αναπνέει όλο και πιο ελεύθερα σκίζοντας το στενό «ευρωπαϊκό κοστούμι», ιδεολογικοποιώντας τη μιζέρια ως κάτι που τείνει πια να εννοείται αξιακά ως «αληθώς ελληνικό» (και αν τα πράγματα στραβώσουν κι άλλο, θα καταλήξει να επικοινωνείται ως «θείο δώρο») παρά το άγνωστο της εξέλιξης σε κάτι άλλο, που ακόμα κι αν είναι καλύτερο θα σημάνει την, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, απώλεια του παρόντος εαυτού. Φυσικά η εξέλιξη είναι ζητούμενο στους πάντες –άτομα και έθνη εξίσου– όμως τρομάζει εκείνους που ο εαυτός τους είναι ακόμα ασχημάτιστος και η ταυτότητα τους προβληματική, οπότε αναγκάζονται να την χτίσουν πάνω σε πλήθος από σύμβολα που, σαν τέτοια, πρέπει να μένουν ακίνητα και απαράλλαχτα στον χρόνο, ιδίως όταν πρόκειται για ιδιοτελείς, τεχνητές και απελπισμένες κατασκευές, που με ένα φύσημα ή ένα τράνταγμα μπορεί να καταρρεύσουν.
Ειδωμένα μέσα από το πρίσμα ενός ελλειμματικού, κατακερματισμένου και ακόμα ανεπεξέργαστου εθνικού εαυτού που προσπαθεί αγχωδώς να αυτοπροσδιοριστεί με εφευρήματα, οι κωλοτούμπες και τα δημοψηφίσματα, τα ψέματα και οι δημιουργικές ασάφειες, τα κρυφά εκατομμύρια και οι οικογενειακοί διορισμοί, η ανικανότητα και οι αντιδημοκρατικές πρακτικές, όλα αυτά γίνονται αυτόματα αποδεκτά αφού συντείνουν στην ιδανική μη-λύση της διαιώνισης του προβλήματος, άρα και του προβληματικού εαυτού που το δημιουργεί και το βιώνει, και καθησυχάζουν πως το πρόβλημα δεν βρίσκεται μέσα, αφού μέσα υπάρχουν μόνο σύμβολα και ξόανα ιερά, που δεν επιδέχονται βελτίωσης, αλλά έξω, πάντα έξω, οπότε μετατίθεται και το καθήκον από την οδυνηρή εσωτερική εξέλιξη στην ανακουφιστική καταγγελία και, ακόμα καλύτερα, στη μυθική ψευδοϊδεαλιστική σταυροφορία για αλλαγή «των άλλων» (παρ’ ότι γνωρίζουμε και δεχόμαστε πως είναι σε πολύ καλύτερη μοίρα από εμάς, κάτι σχεδόν κωμικά παράλογο).
Η, παρ’ όλα αυτά, αδιάλειπτη προσκόλληση στους (και εξάρτηση από τους) «κακούς ξένους» επιτείνει μεν το εσωτερικό αδιέξοδο, μα βοηθά την εθνική κατασκευή: η αληθινή αυτονόμηση προϋποθέτει και πλήρη προσδιορισμό του εαυτού, ανάληψη ευθύνης και χάραγμα προσωπικής πορείας, διαδικασίες ουσιαστικές και διόλου σχηματικές. Οπότε, οι «ξένοι» λειτουργούν ως απαραίτητοι πυλώνες ενός παμπόνηρου ατέρμονου αρνητικού ετεροπροσδιορισμού («τι δεν θέλουμε, τι δεν είμαστε»), που μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα από μία σχέση αλληλεπίδρασης, και μάλιστα εθελοντικά ετεροβαρή (με την Ελλάδα «παγωμένη» στο ρόλο της μικρής χώρας που είναι ιστορικά και μεταφυσικά καταδικασμένη στη φτώχεια και στην αναζήτηση προστατών και δανεικών) μαζί τους, ώστε τα προκάτ ξόανα και όχι οι δύσκολες αλήθειες να γίνονται τα βασικά εργαλεία βιώματος και ερμηνείας αυτής της σχέσης, που είναι απόλυτα υπαρξιακή μέσα στην διαρκή, χαμηλής έντασης αυτοκαταστροφή της. Όλοι και όλα, λοιπόν –και οι πολίτες και ο Σύριζα και τα περισσότερα κόμματα– υπηρετούν αυτό το νοσηρότατο μοντέλο, μέχρι το τέλος (του ή μας).
Οι άλλες χώρες αφήνουν πίσω τα μνημόνια, εμείς βυθιζόμαστε όλο και βαθιά, γιατί αυτή η κρίση δεν γίνεται, δεν πρέπει να τελειώσει. Για τους πολλούς, η κρίση είναι κι αυτή μία κάποια λύσις.