Πολιτικη & Οικονομια

Η ανυπόμονη άνοιξη

Στο άλσος, στην πλατεία Βικτωρίας, στην οδό Φυλής

35183-103893.jpg
Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
122044-273529.jpg

Κυριακή απόγευμα στο άλσος της Νέας Φιλαδέλφειας. Οι μαργαρίτες είναι παράδοξα πολλές για τέλος Φλεβάρη, οι δε κάμπιες δείχνουν φέτος μια ασυνήθιστη βιασύνη να γίνουν χρυσαλίδες. Στον διπλανό δρόμο, μπροστά σ’ ένα κιτρινόμαυρο κτίσμα, οι οπαδοί της ΑΕΚ ετοιμάζονται να ξεκινήσουν για το γήπεδο. Φωνάζουν συνθήματα και βρισιές ώστε να μπαίνουν σιγά σιγά στο απαιτούμενο κλίμα. Σε λίγες ώρες θα είναι χαρούμενοι –η ομάδα τους νίκησε–  αλλά ακόμη δεν το γνωρίζουν.  

Στο μονοπατάκι ανάμεσα στις μαργαρίτες μια όμορφη μελαχρινή δέρνει το σκυλί της. Βλέποντάς με να περνάω σπεύδει να δώσει πλαγίως εξηγήσεις: «Δεν σου έχω πει να μην τρως ό,τι βρεις; Δεν σου έχω πει ότι κάποιος έχει πετάξει παντού φόλες;». Την ρωτάω αν είναι αλήθεια και μου απαντάει πως ναι, «ένας κωλόγερος το κάνει. Ή οι Πακιστανοί». Ρίχνει άλλη μία στον σκύλο. Ο τελευταίος έχει ένα απορημένο-λυπημένο ύφος. Μάλλον δεν αντιλαμβάνεται για ποιον ακριβώς λόγο τις τρώει.

Τη Δευτέρα το πρωί με ξυπνάει η γάτα μας που κάτι σκαλίζει κάτω από το κρεβάτι. Είναι μια τούφα σκόνης, έτσι νομίζω στην αρχή. Όταν όμως χώνω το σκουπόξυλο για να την μαζέψω, νιώθω μια μικρή ανατριχίλα. Τελικά ήταν ένα νεκρό σπουργίτι. Μισοκοιμισμένος ακόμα, συνδέω το γεγονός με τα αγχωτικά όνειρα που έβλεπα τη νύχτα –ένας απειλητικός φύλακας, ένα βρώμικο ξενοδοχείο, μία αποτυχημένη απόδραση. Στο μεταξύ, η αυτουργός του εγκλήματος με κοιτά θριαμβευτικά και όταν της ανοίγω βγαίνει στο μπαλκόνι και στήνει πάλι ενέδρα, με τα μάτια καρφωμένα στο δέντρο.

Έχω κανονίσει με μια φίλη να πάμε στην πλατεία Βικτωρίας. Εκεί υπάρχει πολύς κόσμος. Περιφέρονται σε παρέες ή κάθονται άπραγοι σε κουβέρτες, στο εξαιρετικά βρώμικο πλακόστρωτο. Κατά διαστήματα υπάρχει μια κινητικότητα. Κάποιος έχει φέρει τρόφιμα ή αντικείμενα και οι πιο αποφασιστικοί σπεύδουν να πάρουν ό,τι μπορέσουν. Δύο άντρες μοιάζουν να τσακώνονται για τον ίδιο χυμό, όμως αποδεικνύεται πως κάνουν πλάκα. Η φίλη μου είναι έμπειρη και δρα στοχευμένα. Τα σχεδόν αφόρετα αθλητικά παπούτσια της κόρης της, ταιριάζουν γάντι σ’ ένα μακρυμάλλικο κοριτσάκι. Το αδελφάκι του σηκώνει ικετευτικά τα χέρια προς το λούτρινο κροκοδειλάκι και φυσικά το αποκτά. Ανταλλάσσουμε δυο κουβέντες με τη μητέρα τους. Ζητά να μάθει το όνομα της προηγούμενης ιδιοκτήτριας των παπουτσιών και του κροκόδειλου και όταν της το λέμε το μεταφέρει στα παιδιά της.

Εκτός από τους πρόσφυγες, η ανθρωπογεωγραφία της πλατείας περιλαμβάνει τους δημοσιογράφους, τα τηλεοπτικά συνεργεία, τους φωτογράφους (επαγγελματίες και ερασιτέχνες), τους αστυνομικούς, τους κατοίκους που δεν έχουν αλλάξει τις συνήθειές τους και πίνουν τον καφέ τους στα μαγαζιά, μια ανάσα από τους μπόγους και τις κουβέρτες και βέβαια τους ανθρώπους σαν εμάς που καταφθάνουν και μοιράζουν τρόφιμα, φάρμακα και -συνήθως άχρηστα- ρούχα.

Το μάτι έχει την ιδιότητα να εστιάζει αμέσως στο διαφορετικό. Βλέπω λοιπόν μια τετραμελή οικογένεια -μητέρα, πατέρας και δύο μεγαλούτσικα παιδιά. Φορούν σπορ ρούχα και έχουν στις πλάτες καλαίσθητους σάκους. Μοιάζουν με τουρίστες αλλά δεν είναι. Οικονομικά, είναι φανερό πως βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση από τους υπόλοιπους. Παρ’ όλα αυτά, καθώς η εμφάνισή τους είναι οικεία (κάπως έτσι είμαστε και εμείς στα ταξίδια μας, σκέφτομαι) πιάνω τον εαυτό μου να τους συμπονά περισσότερο. Να και μία ξεχωριστή περίπτωση: δύο καλοχτενισμένοι νεαροί με ομοιόμορφο ντύσιμο (λευκό πουκαμισάκι, γραβάτα, πουλοβεράκι, καρτελάκι με το όνομά τους) έχουν απομονώσει έναν άντρα και του μιλούν στα αγγλικά .

Ένα ακόμα αυτοκίνητο φτάνει. Η συνοδηγός ρωτάει τον περιπτερά αν υπάρχει στην πλατεία κάποιος που να συντονίζει τη διανομή. Εκείνος απαντά με εμφανώς εχθρική διάθεση. Ίσως γιατί έχει μπαϊλντίσει, ίσως γιατί παρατήρησε πως το αυτοκίνητο είναι γεμάτο με χυμούς και κρουασάν -είδη που πουλιούνται και στο περίπτερο. Τελικά το αμάξι ανεβαίνει σε μια ράμπα, και πολιορκείται αμέσως από τους κλασικούς αποφασιστικούς νεαρούς, οι οποίοι παίρνουν στα γρήγορα τα περισσότερα τρόφιμα. Μερικά κρουασάν πετιούνται στον αέρα μήπως και τα πιάσουν οι από πίσω, ενώ τα ρούχα σκορπίζονται στο έδαφος.

Δεν είναι μόνο οι περιπτεράδες που προσδοκούν κάποιο μικρό κέρδος από την θλιβερή συγκυρία. Οι πρόσφυγες, όσοι τουλάχιστον έχουν την οικονομική δυνατότητα, πηγαινοέρχονται στην Αριστοτέλους και στους κάθετους δρόμους και ψωνίζουν από τα μαγαζάκια. Ο αμέσως επόμενος δρόμος είναι η Φυλής. Και εδώ έχει κόσμο. Ανθρώπους της γειτονιάς, παιδιά που επιστρέφουν από το σχολείο, αλλά και πολλούς νεαρούς από την πλατεία που περιφέρονται ανάμεσα στα δεκάδες σπίτια με τα φωτάκια, καθοδηγούμενοι από κάποιον γνώστη. Μια παρέα εισέρχεται αποφασιστικά σ’ ένα ημιυπόγειο. Ο τελευταίος, είναι δεν είναι δεκαεφτά χρονών, συναντά το βλέμμα μας. Με επαρχιακή συστολή κοντοστέκεται κοιτώντας τα παπούτσια του και όταν απομακρυνόμαστε κατεβαίνει βιαστικά τα σκαλάκια.


Φωτό: Jonas Bendiksen www.jonasbendiksen.com

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.