Πολιτικη & Οικονομια

Γιώργος Χρυσοστόμου

Αν δώσεις σε μια γυναίκα λουλούδι και δεν πάθει την πλάκα της, δεν αξίζει να είσαι μαζί της

Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γιώργο, ποιο είναι το προσωπικό σου πάθος;

Γεννήθηκα στη Ρόδο το 1980 σ’ ένα μέρος όπου η φύση κυριαρχούσε. Μένοντας για χρόνια στο χωριό ασχολιόμουν με τη γη και θυμάμαι πόσο αντιδρούσα στην ιδέα πως έπρεπε να μαζεύω ελιές· πόσο δεν ήθελα να πηγαίνω στα καρπούζια. Κατέληξα έτσι να έχω μια απέχθεια στη γη. Όμως πηγαίνοντας σ’ ένα φοιτητόσπιστο στη Θεσσαλονίκη, στο οποίο δεν υπήρχε ούτε για δείγμα γλάστρα, συνειδητοποίησα πόσο μου έλειπε το πράσινο – φαίνεται πως όταν έχεις κάτι σε αφθονία δεν το εκτιμάς. Εκεί, λοιπόν, άρχισα να ονειρεύομαι ένα σπίτι με κήπο.

Κήπο κατόρθωσα να έχω όταν ξεκίνησα να μένω στο Νέο Ψυχικό, δυστυχώς όμως δεν με άφηναν να τον σκαλίζω, αφού υπήρχε υπεύθυνος. Στο επόμενο σπίτι μου, με μπαλκόνι αυτή τη φορά, ξεκίνησα να φυτεύω γλάστρες. Εκεί ανακάλυψα πως έχω το πράσινο χέρι. Στη Ρόδο λέμε πως, όσοι το έχουν, αν φυτέψουν ακόμα και ένα κλαδί αυτό θα δώσει φυτό. Στην πορεία τα φυτά μεγάλωναν κι εγώ έπρεπε να τα κουβαλάω στα σπίτια που άλλαζα. Το στοίχημα ήταν πάντα να τα παίρνω μικρούλια και να τα βλέπω να γίνονται τεράστια.

Σήμερα δεν ασχολούμαι μόνο με τα δικά μου, αλλά και με των άλλων – δεν μπορώ να δω ξεραμένο φυτό. Πολλές φορές φιλοξενώ - κουράρω ξένα φυτά και τελικά καταλήγουν μόνιμα σε εμένα. Πρόσφατα, στη Θεσσαλονίκη όπου με φιλοξενούσαν, έβγαλα την υποχρέωση μετατρέποντας το μπαλκόνι τους σε ζούγκλα.

Αν αρρωστήσει κάποιο από τα μωρά μου αμέσως θα τρέξω να ρωτήσω ένα... γιατρό. Κάποτε ένας μου είπε μια ωραία ιστορία για τις γλάστρες. Οι γλάστρες δεν πρέπει να είναι μικρότερες από ένα φυτό γιατί είναι σαν να φοράς ένα μικρότερο νούμερο παπούτσι, και ούτε πιο μεγάλη γιατί είναι σαν να φοράς ένα τεράστιο παπούτσι. Το θέμα είναι πως όσο αυτά μεγαλώνουν εγώ κάθε λίγο τους αλλάζω θέση – τα περιφέρω στη βεράντα μου. (Αυτό το κάνω και με τα έπιπλα του σπιτιού). Μόνο που μερικά φυτά έχουν άποψη και δεν γουστάρουν καθόλου τις αλλαγές – έτσι αρχίζει και σφίγγει λίγο ο κλοιός.

Τους έχω και διάφορα ονόματα: ο μεσιέ κουμκουάτ, η οικογένεια μπέντζαμιν, οι μαντάμ γιούκες κ.λπ. Τα ακούω όταν με φωνάζουν «θέλω νερό, θέλω νερό» ή το αντίθετο «βρε φίλε, με έχεις παραποτίσει». Νιώθω να αντιδρούν όταν τους μιλάω. Αν τυχόν μετακομίσω σε σπίτι με κήπο, τον οποίο θα μπορώ να περιποιούμαι, σκέφτομαι πως θα με φάει ο ήλιος και θα με τρέχουν στα νοσοκομεία με ηλίαση.

Το πιο παλιό μου φυτό είναι μια πικροδάφνη, την οποία την έκλεψα, δηλαδή την πήρα με τσαμπουκά από το σπίτι μιας φίλης. Βρίσκεται χρόνια στο μπαλκόνι στο σημείο με τις χειρότερες καιρικές συνθήκες.

Δεν υπάρχει περίπτωση να δημιουργήσω σχέση με κάποια που δεν αγαπάει τα φυτά. Κάποιος μου έχει πει: Αν δώσεις σε μια γυναίκα λουλούδι και δεν πάθει την πλάκα της, δεν αξίζει να είσαι μαζί της· το επικροτώ. Γιατί θα το έχεις κόψει σε μια εποχή που αυτό έχει πατήσει γκάζια για να μεγαλώσει, του έχεις δηλαδή προκαλέσει σοκ. Ε, δεν πρέπει να αξίζει τουλάχιστον ο κόπος;

image

Πάθος με το ρόλο

Ξεκινήσαμε στο Πόρτα τις «Σκοτεινές γλώσσες», ένα πολύ ιντριγκαδόρικο έργο, γιατί μιλάνε και οι τέσσερις ταυτόχρονα ή ανά δύο, κι αυτό αυτομάτως σημαίνει πως όλα γίνονται με το μετρονόμο ― δεν μπορείς να αργήσεις την ατάκα σου. Το αποτέλεσμα είναι τριπάτο. Είναι σα να ακούς ντόλμπι στέρεο έχοντας πάρει LSD. Ασχολείται με τις ερωτικές σχέσεις, τις οποίες κοιτάζει από όλες τις πλευρές – πολύ 3D φάση.

Ξεκινάω και με τους «Αγαμους θύτες» – μεταμεσονύκτια κατάσταση και είναι ένα δώρο που θέλω να κάνω στον εαυτό μου.

Για περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.


Φωτό: Θανάσης Καρατζάς