- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Τσίπρας στην Κίνα
Διαθέτει ο πρωθυπουργός την απαιτούμενη αξιοπιστία για την επιχειρούμενη αναστροφή πολιτικής;
Οι ορθές οικονομικές αποφάσεις δεν καταλήγουν πάντοτε στις ενδεδειγμένες πολιτικές επιλογές. Ειδικά σε ό,τι αφορά στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η χρονική απόσταση ανάμεσα στην εισαγωγή τους και στη διάχυση των ωφελημάτων τους, καθώς και η εκ των προτέρων αβεβαιότητα των διαφόρων κοινωνικών ομάδων για την κατανομή των βαρών της προσαρμογής, καθιστούν τον τρόπο προώθησής τους εξίσου σημαντικό με το περιεχόμενό τους. Άλλωστε αποτελεί σύνηθες φαινόμενο η απόρριψη των μεταρρυθμίσεων από το κοινωνικό σώμα, ακόμη και σε μία οικονομία που βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής, όπως η ελληνική.
Η ύπαρξη αξιόπιστης πολιτικής ηγεσίας που απολαμβάνει ευρείας κοινωνικής υποστήριξης αποτελεί βασική προϋπόθεση αποτελεσματικής εφαρμογής ενός μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, η αποδοχή των μεταρρυθμίσεων ενισχύεται όταν αυτές υποστηρίζονται από ιδεολογικούς αντιπάλους τους, καθώς σε αυτή την περίπτωση αναγνωρίζονται από το κοινωνικό σώμα ως αναγκαίες και όχι ως ιδεολογικά υπαγορευόμενες. Τέτοιες πολιτικές μεταστροφές είναι γνωστές με τη φράση «ο Νίξον πηγαίνει στην Κίνα», αφού μόνο ένα «γεράκι» της εξωτερικής πολιτικής όπως ο Αμερικανός πρόεδρος μπορούσε να προχωρήσει σε μία τέτοια κίνηση επισκεπτόμενος την κομμουνιστική Κίνα το 1972, χωρίς να χάσει την αξιοπιστία του και μετριάζοντας τις αναμενόμενες αντιδράσεις.
Στη σύγχρονη οικονομική ιστορία έχουν καταγραφεί πάμπολλες παρόμοιες «αναστροφές πολιτικής» (policy reversals). Μάλιστα, οι πολιτικοί οικονομολόγοι Άλεξ Κιούκιερμαν και Μαριάνο Τομάσι, σε μια παλαιότερη εργασία τους («Why does it take a Nixon to go to China?», 1995), προχωρούν παραπέρα αυτή την προβληματική υποστηρίζοντας ότι ενώ μετριοπαθείς δεξιές πολιτικές εφαρμόζονται επιτυχώς από συντηρητικές κυβερνήσεις, ριζοσπαστικές «δεξιές» πολιτικές προωθούνται αποτελεσματικότερα από αριστερές κυβερνήσεις (και το αντίστροφο). Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο επιτυχής μετασχηματισμός της αργεντίνικης οικονομίας από τον περονιστή ηγέτη Κάρλος Μένεμ (1989-1993), ο οποίος εγκατέλειψε πλήρως τον πολιτικό λόγο του λαϊκισμού και του προστατευτισμού χωρίς να αποξενωθεί από την εκλογική του βάση.
Παρόμοιες αντιλήψεις σήμερα θέλουν τον ΣΥΡΙΖΑ να μετασχηματίζεται σε ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και την κυβέρνησή του να εφαρμόζει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Σίγουρα δεν περνάει απαρατήρητη η εικόνα μίας κυβέρνησης που εξελέγη με ένα ριζοσπαστικό πολιτικό πρόγραμμα να προωθεί πολιτικές που βρίσκονται σε ολοφάνερη δυσαρμονία με τον ιδεολογικό της πυρήνα, χωρίς μάλιστα να καταγράφονται ουσιώδεις πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις, τη στιγμή που τα προηγούμενα χρόνια η Αθήνα είχε άτυπα ανακηρυχτεί πρωτεύουσα της παγκόσμιας διαμαρτυρίας. Ωστόσο, μία προσεκτική εξέταση της ελληνικής περίπτωσης μάς οδηγεί σε διαφορετική εκτίμηση, κυρίως για τρεις λόγους.
Πρώτον, η κυβέρνηση εκπέμπει ένα αντιφατικό μήνυμα, απρόθυμη να υπερασπιστεί την αναγκαιότητα των πολιτικών που καλείται να εφαρμόσει και κάνοντας λόγο για ένα «παράλληλο πρόγραμμα» που θα αντισταθμίσει τα προωθούμενα μέτρα. Δίνεται, έτσι, η αίσθηση ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι πιθανό να τροποποιηθούν, εγκαταλειφτούν ή αντιστραφούν στην πορεία.
Δεύτερον, η πλήρης απουσία «οραματικού» λόγου που θα δεσμεύσει και θα κινητοποιήσει κοινωνικές δυνάμεις στην κατεύθυνση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων. Η παραδοξότητα της «αντι-μνημονιακής» ρητορικής στον πολιτικό λόγο της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού που καλούνται να εφαρμόσουν την πλέον απαιτητική σύμβαση δανειακής διευκόλυνσης (3ο μνημόνιο), αδυνατίζει την κοινωνική υποστήριξη σε αυτές. Πώς θα υλοποιήσει μία σύνθετη μεταρρυθμιστική πολιτική ένα πολιτικό προσωπικό που αμφισβητεί την ορθότητά τους;
Τρίτον, ο πρωθυπουργός δεν πλαισιώνεται από μία συνεκτική και συνεπή ηγετική, «τεχνο-πολιτική» ομάδα, με γνώση, εμπειρία και αφοσίωση, η οποία να συμβάλει αποφασιστικά στην επίτευξη των προωθούμενων πολιτικών δείχνοντας πως η επιτυχής προώθηση των μεταρρυθμίσεων είναι συλλογική υπόθεση. Αντίθετα, μοιάζει να έχει εγκαταλειφθεί μόνος του να τραβήξει το κάρο στην ανηφόρα.
Συμπερασματικά –και δυστυχώς για τη χώρα– είναι ακόμη πολύ μακρύς ο δρόμος του Έλληνα πρωθυπουργού για την Κίνα, καθώς δεν φαίνεται να διαθέτει την απαιτούμενη αξιοπιστία για την επιχειρούμενη αναστροφή πολιτικής.