Πολιτικη & Οικονομια

Αντιφασίστες (ή ο μονοδιάστατος άνθρωπος)

 Ο αντιφασισμός πρέπει να θεωρείται δεδομένος και αυτονόητος

Σώτη Τριανταφύλλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Εβδομήντα χρόνια μετά το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, πολλοί άνθρωποι στον ευρω-ατλαντικό κόσμο αυτοχαρακτηρίζονται «αντιφασίστες»: σοσιαλιστές, κρατιστές, αναρχικοί, κομμουνιστές όλων των ποικιλιών ορίζονται αρνητικά – όχι ως κάτι που είναι, αλλά ως κάτι που δεν είναι. 

Ο αντιφασισμός συγκεντρώνει πολιτικές ομάδες με αντιλήψεις που βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους: πράγματι, στην περίοδο του πολέμου εναντίον του Άξονα, οι εσωτερικές αντιθέσεις των «αντιφασιστών» παραμερίστηκαν για ευνόητους λόγους και, μπροστά στον κοινό εχθρό, δημιουργήθηκαν τα λαϊκά και εθνικά μέτωπα. Ποια είναι όμως σήμερα η ουσία του αντιφασισμού; Θα μπορούσα να πω απλώς «καμία» – και παρ’ όλ’ αυτά, την αναλύω λίγο περισσότερο.

Σήμερα ο φασισμός είναι ένας χαρακτηρισμός που αποδίδεται στους «άλλους»: λιγοστοί άνθρωποι στον κόσμο δηλώνουν φασίστες. Ωστόσο, αν και ο φασισμός έχει υποχωρήσει ως ιδεολογία και πρακτική, επιζεί ως νοοτροπία: ως λατρεία του κράτους, ως απόρριψη της αντίθετης γνώμης (της λειτουργίας του «δήμου»), ως αυταρχισμός, βία, μιλιταρισμός, εθνικισμός, ρατσισμός• ως κοινωνικός συντηρητισμός, λαϊκισμός, leaderism, προσωπολατρία, μικροαστισμός, κορπορατισμός, δημαγωγία. Όμως, ο αντιφασισμός δεν απευθύνεται στη νοοτροπία: απευθύνεται σε κάποια «απειλή» που περιγράφεται γενικά ως «απειλή στη δημοκρατία.

Πρόκειται για ένα ιστορικό υπόλειμμα που οφείλεται στη συμμαχία με τη Σοβιετική Ένωση στη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και που ταυτίζει την αντίθεση στον φασισμό με το φιλοκομμουνισμό. Σύμφωνα με αυτό τον παλιό ορισμό –που ισχύει ακόμα παρά την εντελώς διαφορετική πραγματικότητα– ο αντιφασίστας δεν μπορεί να είναι, ταυτοχρόνως, αντικομμουνιστής. Μπορεί να μην είναι ορθόδοξος κομμουνιστής, αλλά δεν μπορεί να είναι αντικομμουνιστής. Ο αντικομμουνισμός, στα μάτια των αντιφασιστών, ισοδυναμεί με το φασισμό.

Πράγματι, από τη δεκαετία του 1920 και του 1930, ο αντιφασισμός των κομμουνιστών ήταν, εξαιτίας της ίδιας τους της φύσης και της μεθοδολογίας, πολύ πιο μαχητικός από εκείνο των δημοκρατών. Τότε υπήρχε έδαφος για αντιφασιστική συσπείρωση: ο φασισμός ήταν ένα μεγάλο λαϊκό κίνημα που εξήρε το εθνικό μεγαλείο, τιμωρούσε σκληρά τους αντιπάλους του, χρησιμοποιούσε βίαια μέσα και αντλούσε από σκοτεινές πηγές χρηματοδότησης. Οι κομμουνιστές εκείνης της εποχής τον κατανοούσαν βαθύτερα από ό,τι οι δημοκράτες: οι φασίστες ήταν, θα λέγαμε, το αντεστραμμένο τους είδωλο.

Μετά την αποφασιστική συμβολή της ΕΣΣΔ στον αντιφασιστικό αγώνα 1940-1944 –ο οποίος κατέληξε σε τεράστιες θυσίες όχι μόνον εξαιτίας του ηρωικού αντιφασιστικού πνεύματος των Σοβιετικών αλλά και εξαιτίας της ριψοκίνδυνης στρατηγικής Ζούκοφ-Στάλιν–, ο καπιταλισμός θεωρήθηκε γεννήτορας του φασισμού, ενώ ο σοσιαλισμός θεωρήθηκε το αντίδοτό του. Είναι, νομίζω, χαρακτηριστικό το ότι στην Ανατολική Γερμανία το επίσημο όνομα του Τείχους του Βερολίνου ήταν Antifaschistischer Schutzwall (Αντιφασιστικό Τείχος Προστασίας) ενώ οι περισσότεροι Δυτικογερμανοί αναφέρονταν σε αυτό ως «Τείχος του Αίσχους». Κατά κάποιον τρόπο, τα σοσιαλιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης αυτο-νομιμοποιήθηκαν μέσω του αντιφασιστικού τους χαρακτήρα, από το γεγονός δηλαδή ότι τα έστησαν οι άνθρωποι, οι ηγεσίες και τα κόμματα που είχαν αγωνιστεί εναντίον του φασισμού. Ωστόσο, παρά τη μεγάλη δημοτικότητα του κομμουνισμού στη δεκαετία του 1940, όσοι αντιστάθηκαν στο φασισμό και στο ναζισμό έκαναν μάλλον εθνικό αγώνα εναντίον των Γερμανών και των Ιταλών κατακτητών και λιγότερο πολιτικό αγώνα εναντίον μιας απαράδεκτης ιδεολογίας.

Αν λοιπόν «αντιφασίστας» είναι εκείνος που απορρίπτει τον ολοκληρωτισμό, δηλαδή μια ανελεύθερη πολιτειακή κατάσταση, ένα καθεστώς που ελέγχει και κατευθύνει τις κοινωνικές δραστηριότητες των ατόμων, τότε ο αντιφασίστας είναι, συγχρόνως, αντικομμουνιστής. Όμως, η σημερινή κατάχρηση του όρου ο οποίος περιλαμβάνει από ράπερς μέχρι σοβιετόφιλους, μας απομακρύνει από αυτή την περιγραφή του αντιφασίστα. Όσοι αυτοχαρακτηρίζονται αντιφασίστες δεν τάσσονται υποχρεωτικά υπέρ των ατομικών δικαιωμάτων του πολίτη: τάσσονται υπέρ των δικών τους δικαιωμάτων. Ούτε απορρίπτουν τη βία: απορρίπτουν και μάλιστα καταγγέλλουν τη βία των άλλων, όχι τη δική τους.

Σε μια ώριμη, ή σχεδόν ώριμη, δημοκρατία, τα πράγματα μπορούν να είναι σαφή και πολυδιάστατα. Αντιφασίστας είναι εκείνος που αντιτίθεται στην κατάλυση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και στη διείσδυση της κεντρικής εξουσίας σε κάθε πτυχή της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής.

Για παράδειγμα, στη σημερινή Ελλάδα, οι πολίτες που δεν στηρίζουν τη Χρυσή Αυγή είναι, σε πολιτικό επίπεδο, αντιφασίστες. Αλλά ο όρος δεν αρκεί για να τους περιγράψει: πολλοί αντιφασίστες αυτού του είδους είναι φασίστες άλλου είδους, υπό την έννοια όχι μόνον της φασιστικής νοοτροπίας, αλλά και της υποστήριξης ολοκληρωτικών καθεστώτων και επίσημων κρατικών ιδεολογιών. Θα έλεγα μάλιστα ότι όσο πιο συγγενής είναι κάποιος με τον φασισμό τόσο εντονότερα είναι τα αντανακλαστικά του• όσο πιο κοντινές είναι οι μέθοδοι (καταστολή, έλεγχος, προπαγάνδα), τόσο πιο επιτακτική γίνεται η ύψωση της αντιφασιστικής σημαίας.

Ο αντιφασισμός πρέπει να θεωρείται δεδομένος και αυτονόητος στον σύγχρονο κόσμο: δεν βρισκόμαστε σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου της Ισπανίας, ούτε στο περιβάλλον των συμμοριών στη Γερμανία του 1919• πράγματι, στο ελληνικό κοινοβούλιο εκπροσωπείται φασιστική ή νεοναζιστική ομάδα – αλλά η αντιμετώπισή της δεν απαιτεί «αντιφασιστικό» αγώνα, απαιτεί εφαρμογή των νόμων του ποινικού δικαίου. Όσο για τους οπαδούς της, όποιοι δεν παραβιάζουν τους νόμους μπορούν να παραμείνουν ελεύθεροι να εκφράζουν βλακώδεις ιδέες. Ο αντιφασισμός, ως κίνημα και ως ιδεολογία που εμψυχώνει το κίνημα, αποτελεί έκφραση φόβου μπροστά σε φασιστική απειλή• αλλά αυτή η φασιστική απειλή είναι μια κατασκευή που εξισώνει τον καπιταλισμό με τον φασισμό παρότι ο δεύτερος είναι, εγγενώς, αντικαπιταλιστικός. Η φασιστοφοβία προσομοιάζει φυσικά την κομμουνιστοφοβία: για τις ανάγκες της προπαγάνδας, όσοι αυτοχαρακτηρίζονται αντιφασίστες βλέπουν παντού φασίστες, όπως όσοι αυτοχαρακτηρίζονται αντιρατσιστές βλέπουν παντού ρατσιστές κι όσοι αυτοχαρακτηρίζονται φεμινιστές βλέπουν παντού φαλλοκράτες.