Πολιτικη & Οικονομια

Εγκλήματα χωρίς όνομα

Η ψυχιατρική μεταρρύθμιση σε κρίση

Σάββας Σαββόπουλος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η δυναμική της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, που αναπτύχθηκε στη μεταπολίτευση, νομοτελειακά εξασθένισε, όταν ενεπλάκη στις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας και διοίκησης. Η ελληνική πλευρά αθετούσε τη συμβατική της υποχρέωση έναντι της ΕΕ, να υποστηρίζει η ίδια τις διαδικασίες αποασυλοποίησης και την λειτουργία των εξωνοσοκομειακών δομών, που ιδρύθηκαν με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση.


Η πρόσφατη οικονομική κρίση έπληξε την κοινωνική μέριμνα, με αποτέλεσμα κοινοτικές δομές να κλείσουν και να ενισχυθούν νοσοκομειοκεντρικές απόψεις. Η καθυστέρηση στην εφαρμογή της τομεοποίησης και η ένδεια εξειδικευμένων δομών στις κοινότητες ωθεί τους ασθενείς σε νοσοκομειακές δομές. Ευτυχώς η ΕΕ ανέλαβε να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης μέχρι και το 2015. Η πρωτοποριακή ευρωπαϊκή εμπειρία δεν λειτούργησε ως πηγή έμπνευσης για την εξέλιξη της ψυχιατρικής και την απαγκίστρωσή της από απαρχαιωμένες νοοτροπίες, αλλά επιπλέον θεωρήθηκε και από αρμόδιους υπουργούς ανέφικτη για την Ελλάδα. Η ευρωπαϊκή προσφορά δεν αξιοποιήθηκε επαρκώς, όταν απαιτούσε μόχθο. Γιατροί, ψυχολόγοι και νοσηλευτές δεν εγκατέστησαν μια σταθερή συνεργασία με εξειδικευμένες μονάδες του εξωτερικού, όπου θα μπορούσαν να αποκτήσουν την τεχνογνωσία για αποφυγή της εργασιακής εξουθένωσης, την ενίσχυση της αυτοεκτίμησης και τη διαχείριση της βίας. Αντίθετα, χρόνιες ανεπάρκειες στο επίπεδο της χρηματοδότησης, της εκπαίδευσης κλπ θεωρούνται ως δεδομένη πραγματικότητα, που άλλοι (ΕΕ) πρέπει να αντιμετωπίσουν. Όμως, θα αποτελούσε παράλειψη να μην αναφερθώ σε εκείνους τους επαγγελματίες που κυριολεκτικά αναλώνονται σαν κεριά που σκορπίζουν φως, στη διαδικασία της μεταρρύθμισης, επιτυγχάνοντας το μετασχηματισμό παρωχημένων δομών σε σύγχρονες, που εμπνέονται από έγνοια για τον ασθενή. Επίσης, δημιουργικοί τοπικοί παράγοντες (δήμαρχοι, ιερωμένοι) συνέδραμαν στην δημιουργία υπηρεσιών κοινοτικής ψυχιατρικής, που δραστηριοποιήθηκαν στην κατεύθυνση της πρόληψης και της ταχείας θεραπευτικής παρέμβασης. Η έγκαιρη αντιμετώπιση του προβλήματος ενός ασθενούς στο περιβάλλον που ζει, συντελεί στο να επανοργανωθεί και να παραμείνει ενταγμένος σ' αυτό. Παραμέληση μιας παθολογικής συμπεριφοράς μπορεί να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες και χρόνιες καταστάσεις. Κάθε νοσηλεία ατόμου σε ψυχιατρείο, ακόμα κι εκείνη που είναι επιβεβλημένη για την ασφάλειά του, αποτελεί ένα τραύμα, που αφήνει ίχνη. 


Είναι επιτακτικό να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα ψυχικής υγείας με βάση το συμφέρον του ασθενούς και όχι την επιμονή σε διατήρηση αναποτελεσματικών δομών. Βέβαια, η ανάπτυξη σύγχρονης συνείδησης βιώνεται από τις συντηρητικές τάσεις της κοινωνίας (πρόσωπα και θεσμούς), όχι ως εξέλιξη στον τρόπο που καταλαβαίνουμε τις σχέσεις μας με τον κόσμο, αλλά ως απειλή. Το καινούργιο - το «ξένο» αντιμετωπίζεται μάλλον ως κακόφωνη παρεμβολή νεωτεριστικών απόψεων, που διαταράσσει έναν τρόπο ζωής ριζωμένο σε πατροπαράδοτα συστήματα πίστης και σε αξίες, που συχνά λειτουργούν ως προπέτασμα αρετής σε άδηλες διαπλεκόμενες συναλλαγές.

Η τρέλα στον ασθενή, στη δομή, στο κράτος

Η ελληνική κοινωνία νόμιζε ότι είναι κάτι που δεν είναι και ζούσε σ’ έναν τόπο που ποτέ δεν είχε υπάρξει. Διαμόρφωσε και διεκδίκησε λογικά ή παράδοξα αιτήματα, χωρίς πάντα να σκεφτεί τις επιπτώσεις στις επόμενες γενιές. Δεν την απασχόλησε ο ψυχωσικός που ασύλληπτες αγωνίες εκμηδενίζουν και για να επιβιώσει καταφεύγει σε μια φανταστική διωκτική πραγματικότητα. Ούτε ο ηλικιωμένος ανοϊκός, ούτε το παιδί, που δυσκολίες στην ανάπτυξή του καθήλωσαν σε μια επανάληψη γεμάτη έλλειψη νοήματος. Ούτε ο μελαγχολικός, που χαμένος στην ζωή του ψάχνει διέξοδο στο απονενοημένο διάβημα. Ούτε ο κυριευμένος από ανεξέλεγκτες ενορμήσεις, που γίνεται επικίνδυνος για τον εαυτό του ή τους άλλους.


Η αναγκαστική νοσηλεία ενός ψυχωσικού που νιώθει να απειλείται και η αντιμετώπισή του από τους θεράποντες, συχνά βιώνονται ως καταδίωξη. Ωστόσο, μερικές φορές η δομή ή κάποιοι θεράποντες μπορεί να θεωρηθούν ως ζώνη προστασίας, που παρεμβάλλεται ανάμεσα σ' εκείνον και τους διώκτες του. Αυτά τα βιώματα και η στάση των θεραπόντων, θα καθορίσουν την αντίδραση του ασθενούς. Αν η συνάντηση είναι συγκρουσιακή, ο ψυχωσικός θα επιβεβαιώσει την παραληρηματική καταδίωξή του και θα βιώσει τους περιορισμούς που θα του επιβληθούν, ως ωμή βία, η οποία θα πυροδοτήσει εντονότερη αντίδραση, οδηγώντας σε αδιέξοδο. Τα ολέθρια αποτελέσματα θα πιστωθούν στον ασθενή, που έτσι κι αλλιώς είναι κοινωνικά στιγματισμένος (Goffman). Το να στιγματίσεις κάποιον σημαίνει ότι τον αποστρέφεσαι, τον κενώνεις από την ανθρώπινη υπόστασή του και τον υποβιβάζεις στο επίπεδο της στερεοτυπικής καρικατούρας. Αυτό συμβαίνει για να νιώσεις εσύ αυτοεκτίμηση όταν αμφιβάλλεις, για να ελέγξεις το άγχος σου για τη δική σου διαφορετικότητα. 


Η διαδικασία απο-ανθρωποποίησης του εαυτού και του άλλου δικαιώνει τη βιαιότητα και η σχέση ασθενούς-περιβάλλοντος βιώνεται με μίσος. Τότε, η καταστροφικότητα του ασθενούς μπορεί να στραφεί εναντίον του εαυτού (αυτοκτονία), του προσωπικού (αντιπρόσωπος του διώκτη), ή άλλων ασθενών (αντιπρόσωποι της τρέλας). Η απο-ανθρωποποίηση και ο κοινωνικός αποκλεισμός των ψυχικώς νοσούντων υποδηλώνεται από το γεγονός ότι δεν δημοσιοποιούνται τα ονόματα των ασθενών-θυμάτων εγκληματικών πράξεων εντός ψυχιατρικών ιδρυμάτων και του αυτουργού. Άραγε για να μη στιγματιστεί ο ήδη στιγματισμένος, ο ήδη αποκλεισμένος; Ή για να μην αποκαλυφθούν αυτοί που τον στιγμάτισαν και τον απέκλεισαν από τη ζωή; Τελειώνει το βίο του, ως να μην έχει ταυτότητα, να μην ενεγράφη σε κάποια γενεαλογία, να μην τον νοιάστηκε η κοινότητα. Σαν να μην υπήρξε. 
Ας σκεφτούμε τους τρεις συμπολίτες μας που χάθηκαν στην πυρκαγιά στο «Δαφνί» ή τον άλλον τον Μάιο. Δεν μάθαμε τίποτα, ούτε όνομα, δεν μπορούμε να σκεφτούμε τίποτα για τη ζωή τους. Μόνο φαντασιώσεις.

Αντίθετα, π.χ. στην περίπτωση του εμπρησμού της Μαρφίν ή της δολοφονίας του Φύσσα, δημοσιοποιήθηκαν τα ονόματα των θυμάτων της φονικής πολιτικής τρέλας. Πληροφορηθήκαμε τις ιστορίες τους, μάθαμε για τους αγαπημένους τους, τα όνειρά τους, τους αγώνες τους να διαμορφώσουν την ταυτότητά τους. Πονέσαμε σαν να ήσαν δικοί μας άνθρωποι, αντιδράσαμε γι' αυτούς. Τους σκεφτόμαστε ακόμα.

Ο φονιάς και το κοινό του

Γενικά, από το κοινό και τον τύπο αναπτύσσεται ένα «νοσηρό ενδιαφέρον» για τις λεπτομέρειες ενός εγκλήματος, την ιστορία του θύματος και του αυτουργού. Ασκείται μια παράδοξη έλξη στον τηλεθεατή, ή τον αναγνώστη της είδησης, μια έλξη που σχετίζεται με μια αίσθηση εγγύτητας που νοιώθει για το θύμα, αλλά και τον δολοφόνο. Η αφήγηση των φόνων παγώνει και μαγνητίζει ταυτόχρονα τον παρατηρητή, που προσπαθεί να κατανοήσει τις αιτίες. Η οικουμενικότητα της φαντασίωσης του φόνου οδηγεί τον παρατηρητή σε αναζήτηση των δυναμικών και των συγκυριών που οδήγησαν στο έγκλημα, ώστε να πειστεί ότι είναι διαφορετικός από τον φονιά.


Αργότερα, η ταυτισιακή διαθεσιμότητα προς τον αυτουργό διαψεύδεται και τη θέση της παίρνει η εκδικητικότητα. Επικρατεί η συμπάθεια-ταύτιση του παρατηρητή με το θύμα, επειδή ο ίδιος μπορεί να καταστεί θύμα οποιαδήποτε στιγμή κι έτσι η προσδοκώμενη τιμωρία αποκτά προστατευτική αξία, πριν λειτουργήσει στο κοινωνικό πεδίο ως επανόρθωση. Εάν οι φόνοι συμβούν σε ψυχιατρεία, τότε το «νοσηρό ενδιαφέρον» για τους πρωταγωνιστές του δράματος, μετά την πρώτη εντύπωση, μειώνεται διότι ο ακροατής αδυνατεί να ταυτιστεί με «τροφίμους του ασύλου» (θύμα, αυτουργός).


Ο αυτουργός ενός φόνου μπορεί να παραδεχτεί ότι τον διέπραξε για να καταστρέψει κάποιον που τον έβλαψε· αλλά θα αρνηθεί ότι επιχείρησε να καταστρέψει ένα μέρος του εαυτού του, που μοιάζει μ’ εκείνους που τον έβλαψαν. Φονεύοντας ένα συνάνθρωπό του επιδιώκει να τοποθετηθεί σε θέση παντοδυναμίας, πάνω από τον «κακό» κόσμο που τον εξευτελίζει. Επιβάλλει ενεργητικά στον «κακό» κόσμο ό,τι υπέστη παθητικά στα παιδικά του χρόνια. Θα τρομοκρατήσει τον κόσμο, όπως βίωσε να τον τρομοκρατεί ο κόσμος. Θα σκοτώσει ή θα σκοτωθεί για να εκδικηθεί κάτι πολύτιμο που λεηλατήθηκε μέσα του και τη θέση του πήρε η βία και η παντοδυναμία, με τα οποία θα επιχειρήσει να αντισταθμίσει μια αίσθηση παντελούς αδυναμίας και εγκατάλειψης. 


Μόνο αν επιτρέψει να εκφραστούν αυτά τα συναισθήματα, χωρίς να νιώσει ότι λοιδορείται από τον θεράποντα, είναι εφικτή μια ουσιαστική συνάντησή τους. Μόνη εναλλακτική στην οδό της βίας είναι ο εξανθρωπισμός της σχέσης του ψυχικά πάσχοντος με τον άλλο, μέσα από μια συναισθηματική και λεκτική επικοινωνία – επέκεινα της ξύλινης νοσογραφικής γλώσσας. Ο θεραπευτής θα συνδράμει τον ασθενή στο δικαίωμά του να αναζητήσει την ιστορία του, να αποκτήσει όνομα και ταυτότητα. 


Ένα κράτος δικαίου εγγυάται την ελευθερία και την ασφάλεια κάθε πολίτη, παρά τη διαφορετικότητά του, μέσω της οριοθέτησης που επιβάlλει στις κακόβουλες επιθυμίες άλλων ανθρώπων ή θεσμών. Η Πολιτεία στον τόπο μας αγνοεί τις εύθραυστες ομάδες, τους σιωπηλούς ανώνυμους που πασχίζουν, και επενδύει στα λαμπερά επουσιώδη, σε διαπλεκόμενους «πελάτες». Αγνοεί κι όσους επισημαίνουν τη σύγχυση, την ανευθυνότητα, τον ανορθολογισμό της, με μια λέξη την «τρέλα» της. Μια Πολιτεία που δεν αναγνωρίζει και δεν φροντίζει την «τρέλα» της, δεν είναι παράδοξο ότι καθηλώνεται σαν «τρελή» με «γύψο», «ζουρλομανδύα» και «ιμάντες» (χούντα, μνημόνια, ταπεινώσεις). Κι όταν λέει τον πόνο της για όσα υποφέρει κανείς δεν την λογαριάζει, μόνο την δένουν με ιμάντες πιο γερά και για μεγαλύτερη διάρκεια, γιατί οι θεραπευτές-δεσμώτες λένε: «Αυτή αποτρελάθηκε, δεν μπορεί να δει ούτε το καλό που της προσφέρουμε».