Πολιτικη & Οικονομια

Ο μάγιστρος Τσίπρας ταξιδεύει

Πάθη, ίντριγκες και αγγλικά στη μεσαιωνική Ελλάδα

Γιώργος Παναγιωτάκης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Ο Φλαμπουράρης ο σοφός, ο Παπάς ο αντρειωμένος

και το μικρό Τσιπρόπουλο ο εκλογοσυλλέκτης

αντάμα τρων και πίνουνε κι αντάμα τραγουδάνε.

Μαζί έχουν τους ψηφοφόρους τους, στον πλάτανο δεμένους.

Κι ένα πουλάκι έκατσε βαριά πάν’ στο τραπέζι.

Δεν κελαηδούσε σαν πουλί, μηδέ σαν χελιδόνι,

μόνο λαλούσε ανθρώπινα κι έμοιαζε του Καμμένου:

«Ήρθα κι εγώ εδώ να πιω, εδώ για να γλεντήσω

Και να σας μάθω την γραφή με το δεξί το χέρι».

(Δημώδες άσμα)

Τω καιρώ εκείνω, ο Αλέξιος ήτο πολλά ικανοποιημένος. Οι Έλληνες -ευγνώμονες για τις χαρές των τελευταίων μηνών- τον είχαν εκλέξει ξανά μάγιστρο του θέματος της Ελλάδος. Οι μάντεις και οι δημοσκόποι είχαν διαψευστεί και ο Μεϊμάρ ο Κιμπάρης είχε ηττηθεί οικτρώς στα μαρμαρένια αλώνια. Οι δε παλαιοί σύντροφοι του Αλέξιου - που τώρα του κουνούσαν το δάκτυλο και τον αποκαλούσαν προδότη και μνημονιακό- επιάσανε τον πάτο και έτσι δεν θα έρχονταν στην βουλήν δια να του χαλούν το κέφι. Αντιθέτως, τα είχε καταφέρει πάλι ο αγαθός Πανοκαμμένος, με τον οποίον ο Αλέξιος περνούσε καλά και αυτό έβγαινε στη σκηνή.

Το κακό ήταν πως, στην μάγκα του Πανοκαμμένου, δύσκολα έβρισκες έναν της προκοπής δια να τον κάμεις μίνιστρο. Η μία εκουβέντιαζε στον ύπνο της με τον Άγιο Εφραίμ, ο άλλος είχε στήσει εταιρία στις νήσους των κανιβάλων, ο τρίτος ήτο δια τον γάιδαρον καβάλα. Τελικώς, ο Αλέξιος εδιάλεξε τον Δημήτριο Καμμένο, ο οποίος φαινόταν άνθρωπος σεμνός και σοβαρός.

Ατυχώς όμως, κάποιοι συνεργάται του Δημητρίου Καμμένου τους οποίους ουδείς εγνώριζε (διότι ήταν από το χωριό) είχαν υποκλέψει τις ταχυδρομικές του περιστερές και έστελναν χυδαία μηνύματα και τιτιβίσματα μίσους. Αδίκως διαμαρτυρήθηκε ο αθώος Δημήτριος. Αδίκως διεμήνυσε πως είναι ανεκτικός άνθρωπος και πως σέβεται τους πάντες και πως όσοι δεν τον πιστεύουν είναι κίναιδοι και οβριοί και τους αξίζει παλούκωμα. Ο Αλέξιος είχε πάρει την απόφασή του. Τον έδιωξε λοιπόν από μίνιστρο και έβαλε στην θέση του έναν ακόμη παλαιό Πασόκο.

Την ίδια ώρα, στο στρατόπεδον της δεξιάς του Κυρίου είπαν να εκλέξουν νέον ηγέτη. Διότι καλός καλός ο Μεϊμάρ αλλά έπρεπε να σφουγγαρίζουν όλη την ώρα την μαγκιάν που του έτρεχε από τον χιτώνα. Έτσι, οι τελάληδες ξαμολήθηκαν σε όλη την χώρα για να κάνουν γνωστό το μαντάτο. Ο νέος αρχηγός θα έπρεπε να είναι νέος και εύμορφος. Να μιλά και να λυγάν τα σίδερα. Να ρίχνει ένα βλέμμα και οι γριές στις εκκλησιές να δαγκάνουν το ψηφοδέλτιο σαν το βερίκοκο. Να ανοίγει την αγκάλη του και άπαντες, από το κοντινό κέντρο μέχρι την ακραία δεξιά να μαζεύονται, σαν τον γόνο εις τα δίχτυα του ψαρά.

Πολλά παλικάρια πήραν τα’ άρματά τους και πήγαν στο κάλεσμα. Πρώτος και καλύτερος ο Κυριάκος ο Γουρλομάτης ως εκπρόσωπος της ευλογημένης γενιάς των Μητσοτάκηδων, που έχει πιότερους βαφτισιμιούς απ’ του ουρανού τα άστρα. Από κοντά ο Αδώνις Βουμβούκος που μία του τσιρίδα αρκεί για να γκρεμίσει βουνά ολάκερα. Μα και ο Τζιτζιμπίρας ο Σαλονικεύς και ο Ψωμιάδης ο Ζορός και άλλοι πολλοί που δεν τους εγνώριζε ούτε η ίδια τους η μάνα. Υπήρχαν και πρωτοπαλίκαρα που καλοέβλεπαν την θέση, όπως οι Κεφαλογιάννηδες και ο Δενδιας και ο Βορίδης ο Χουντόφιλος. Μα ο βιγλάτορας έβγαλε φωνή μεγάλη: «Ο Μεϊμάρ! Τον θωρώ! Σιμώνει!». Και άπαντες κράτησαν τις ανάσες τους.

Όσο οι δεξιοί περίμεναν τον Μεϊμάρ να φτάσει, ο Αλέξιος είπε να κάμει ένα μακρινό ταξίδι. Διότι ο σοφός Φλαμπουράρης τον είχε πληροφορήσει πως, στα μέρη της Δύσης, πέρα από τη μεγάλη θάλασσα, υπάρχει μια χώρα τρανή όπου τα πάντα είναι μεγάλα. Και ο Αλέξιος ήθελε να την δει με τα μάτια του. Και πήγε και οι ντόπιοι τον καλοδέχτηκαν και ο φύλαρχός τους ο Βαράκιος ο Νεοκοσμίτης τον εχτύπησε στην πλάτη φιλικά και του είπε «γκουντ τζομπ» που στην βαρβαρική γλώσσα του σημαίνει «Τα έχεις καλά καμωμένα».

Και ο Κλύνδων ο Αρκανσιώτης –ο παλαιός φύλαρχος του τόπου- εκάλεσε τον Αλέξιο στη μεγάλη σκηνή του και του έκανε, στα αρκανσιώτικα, διάφορες ερωτήσεις. Και μέγα θαύμα γίνηκε και ο Αλέξιος άρχισε να μιλά την παράξενη αυτή γλώσσα καλύτερα και από τους ντόπιους. Και απήντησε με σύνεση και σοφία. Και οι Νεοκοσμίται τον θαύμασαν και άρχισαν να γελούν από την πολλή χαρά τους. Και γελούσε και ο Αλέξιος και γενικώς όλοι διασκέδαζαν.

Και το βράδυ, όταν ο Κλύνδων ο Αρκανσιώτης έγειρε στο κρεβάτι του για να κοιμηθεί έφερε στο νου του τον Αλέξιο. «Γουότ ε φάνι γκάι», είπε από μέσα του. «Είχα να ψυχαγωγηθώ έτσι από τότε, με την Μόνικα, εις το Ουάιτ Χάουζ».

Και εφώναξε ευθύς την σύζυγόν του την Ήλαρη.

«Ήλαρη», της είπε. «Εάν δώσει ο Θεός και πάρεις το χρίσμα και γενείς βασίλισσα του κόσμου, θέλω να μου τον προσέχεις ετούτον τον λίτλ φέλα».

«Μην ανησυχείς», απήντησε εκείνη κουνώντας την κεφαλήν της. «Θα τον προσέχω ωσάν τα μάτια μου. Και ας θυμώσει η Αγγελική της Αλαμανίας όπου τον καλοβλέπει και του λόγου της».

(Συνεχίζεται)