- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Το «αντιπαράδειγμα» και ο Γκράμσι
Δύο παρατηρήσεις του Γκράμσι που περιγράφουν τις κινούσες δυνάμεις κάθε κοινωνίας…
Ως «αντιπαράδειγμα» αποδίδει το Google Translate στα ελληνικά το σχετικά καινοφανή –καθ’ ότι σύμφωνα με το English Oxford Dictionary εμφανίσθηκε μόλις το 1946– αγγλοσαξωνικό όρο counterfactual. Μία πιο λόγια περιφραστική εκδοχή, και πιο οικεία ίσως στον Έλληνα αναγνώστη, θα ήταν η έκφραση «εναλλακτική υπόθεση εργασίας». Συγγενείς αλλά όχι ταυτόσημες θα μπορούσαν να θεωρηθούν, επίσης, οι δανεισμένες από τη Στατιστική έννοιες της «μεταβλητής ελέγχου» (control variable) και της «ομάδας ελέγχου» (control group). Αναφέρονται στη χρήση βοηθητικών δεδομένων σε μία συγκεκριμένη έρευνα, δηλαδή δεδομένων που δεν είναι δυνατόν ή δεν πρέπει να δεχθούν την επίδραση της υπό δοκιμήν υπόθεσης ώστε, μετά από σύγκριση με εκείνα τα δεδομένα που δέχθηκαν την επίδρασή της, να καταστεί δυνατόν να συναχθούν ενδείξεις για τη βασιμότητα αυτής της δοκιμαζόμενης υπόθεσης. Στην ιατρική έρευνα, για παράδειγμα, «ομάδα ελέγχου» είναι εκείνη η ομάδα των πειραματόζωων, ή εθελοντών ανθρώπων, που ενώ έχουν τα ίδια (επιθυμητά) χαρακτηριστικά νοσηρότητας με μία άλλη ομάδα δεν θα λάβουν την υπό έλεγχο δραστική ουσία που θα λάβει η άλλη ομάδα. Προφανής σκοπός είναι, συγκρίνοντας στη συνέχεια τις δύο ομάδες, να διερευνηθεί πως και κατά πόσον η χρήση της δοκιμαζόμενης δραστικής ουσίας επέδρασε στο βαθμό νοσηρότητας όσων την έλαβαν.
Το «αντιπαράδειγμα» ως διακριτή έννοια από τις στατιστικές έννοιες της «μεταβλητής ελέγχου» ή της «ομάδας ελέγχου» δημιουργήθηκε προφανώς για τον απλό λόγο ότι στη ζωή δεν είναι όλα αντικείμενα στατιστικής έρευνας ή πειραματισμού. Υπάρχουν δηλαδή καταστάσεις και γεγονότα που δεν μπορούν να επαναληφθούν, και για το λόγο αυτό εάν κάποιος θέλει να προβεί σε μία αποτίμηση ή μία εκτίμηση των χειρισμών που τα αφορούν θα πρέπει να το κάνει στηριζόμενος σε λογικούς συλλογισμούς του τύπου «τι διαφορετικό θα είχε γίνει αν…», συλλογισμούς που, έστω και αν αφορούν το παρελθόν, δεν διαφέρουν και πολύ από εκείνους με βάση τους οποίους προγραμματίζει κάποιος τις πράξεις του για το μέλλον στο πιθανοκρατικό σύμπαν που ζούμε όπου, με βάση, τα δεδομένα που έχει στη διάθεσή του επιλέγει την ενέργεια εκείνη που δείχνει να έχει τις περισσότερες πιθανότητες να αποφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Για παράδειγμα: φυσικά και υπάρχουν ορισμένες πιθανότητες να επιζήσει κάποιος εάν προσπαθήσει να διασχίσει κάθετα, πεζός, με κλειστά τα μάτια και τα αυτιά ένα δρόμο ταχείας κυκλοφορίας γεμάτο αυτοκίνητα. Εάν διαθέτει όμως τη στοιχειώδη λογική θα τον διασχίσει με ανοιχτά μάτια, από τη διάβαση των πεζών και μόνο όταν ανάψει το πράσινο φανάρι, και θα το πράξει αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι έτσι έχει απείρως περισσότερες πιθανότητες να φτάσει ζωντανός στο απέναντι πεζοδρόμιο. Επίσης: μόνο ένα μικρό παιδάκι θα θυμώσει με τον πατέρα του που δεν το αφήνει να παίξει ελεύθερα στο δρόμο που περνάνε αυτοκίνητα και αυτό διότι δεν έχει επίγνωση του κόσμου αλλά και διότι η σκέψη του δεν λειτουργεί με τον τρόπο της πιθανοκρατικής επιλογής των πράξεών του. Όμως ένας λογικός και ψυχικά ισορροπημένος ενήλικας κάνει ακριβώς αυτό, και μάλιστα τις περισσότερες φορές με τρόπο ενστικτώδη, χωρίς να συνειδητοποιεί δηλαδή πλήρως τον τρόπο της διανοητικής του λειτουργίας: είναι η εμπειρία του από τη ζωή, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα λογικής επεξεργασίας των εξωτερικών ερεθισμάτων που τον οδηγεί στην επιλογή των ενεργειών εκείνων που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ποσοστό πιθανοτήτων να επιφέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Εκτός όμως από τις προσωπικές επιλογές που αφορούν το παρόν και το μέλλον, το ίδιο ακριβώς ισχύει όσον αφορά τον απολογισμό και την αξιολόγηση των όσων ήδη έχουν συμβεί, αλλά δεν μπορούν να επαναληφθούν πειραματικά. Ο τρόπος ερμηνείας και αξιολόγησής τους είναι η χρήση του «αντιπαραδείγματος», δηλαδή της εφαρμογής του νόμου των πιθανοτήτων σε εναλλακτικές υποθέσεις: ο ενήλικας γνωρίζει ότι υπάρχουν κάποιες, ελάχιστες βεβαίως, πιθανότητες ότι αν είχε αφήσει το τρίχρονο παιδάκι του να παίξει μέσα στη μέση της λεωφόρου, αυτό θα είχε παραμείνει ζωντανό και αρτιμελές. Έτρεξε, όμως, να το τραβήξει γρήγορα από εκεί διότι το περισσότερο πιθανό ήταν πως το παιχνίδι του μικρού θα είχε τραγική κατάληξη και η συναίσθηση αυτού του κυρίαρχου πιθανοκρατικά γεγονότος καθόρισε την πράξη του. Συνεπώς, εκείνο που διαχωρίζει την ενήλικη σκέψη από την νηπιακή, όσον αφορά την αξιολόγηση των πράξεων είναι η –έστω και ασυνείδητη– λογική χρήση του νομού των πιθανοτήτων, δηλαδή η διανοητική χρήση του «αντιπαραδείγματος».
Λειτουργούν πνευματικά, όμως, όλοι οι ενήλικες κάνοντας χρήση του «αντιπαραδείγματος»; Η απάντηση είναι πως όχι. Υπάρχουν μία ή δύο κατηγορίες ενηλίκων που δυστυχώς δεν διαθέτουν τη συγκεκριμένη δυνατότητα. Αυτές είναι πρώτα η κατηγορία των φανατικών και μετά η κατηγορία των ψυχικά διαταραγμένων (στην οποία θα πρέπει σαν υποκατηγορία να υπαχθούν και οι καθ’ έξιν απατεώνες). Ένα παράδειγμα μπορεί να το δείξει αυτό. Ας πούμε πως ένας πολύ μεγάλος ποδοσφαιριστής, ο καλύτερος της χώρας και ο πιο αποτελεσματικός κεντρικός επιθετικός, πέφτει θύμα ενός τρομερού αυτοκινητιστικού δυστυχήματος. Καθημαγμένος οδηγείται σε τραγική κατάσταση στο νοσοκομείο και οι πρώτες εκτιμήσεις δεν του δίνουν πολλές ελπίδες ζωής. Για καλή του τύχη όμως, ο καλύτερος, επίσης, γιατρός της χώρας, μαζί με το επιτελείο του αναλαμβάνει να τον εγχειρήσει, και πραγματικά μετά από μία μαραθώνια επέμβαση καταφέρνει να τον διατηρήσει στην ζωή. Βεβαίως ο λαμπρός ποδοσφαιριστής δεν θα ξαναπερπατήσει ποτέ και θα περάσει όλη την υπόλοιπη ζωή του σε αναπηρικό καροτσάκι, ή έστω και αν περπατήσει μετά από χρόνια, εξαιτίας ίσως ενός άλλου ιατρικού θαύματος, δεν θα ξανααγωνισθεί ποτέ στο άθλημα στο οποίο διακρίθηκε και έγινε γνωστός. Εντούτοις η κοινή γνώμη αισθάνεται ανακουφισμένη για τη σωτηρία του ενώ παράλληλα εκφράζει την ευγνωμοσύνη της και το θαυμασμό της για την επιτυχία του γιατρού που του έσωσε την ζωή. Όταν λέμε όμως η κοινή γνώμη ίσως δεν εννοούμε όλους ανεξαιρέτως όσους ενδιαφέρονται για το θέμα. Κάποιοι αρρωστημένα φανατικοί οπαδοί της ομάδας του ή κάποιοι εξαρτημένοι από τα τυχερά παίγνια που είχαν στοιχηματίσει πολλά λεφτά στον αγώνα της επόμενης Κυριακής, είναι εξοργισμένοι με το γιατρό τον οποίο θεωρούν «χασάπη» και εγκληματία. «Η εγχείρηση απέτυχε» δηλώνουν με στόμφο. «Ο χασάπης τον κατέστρεψε» κραυγάζουν έξαλλοι. Γιατί; Μα διότι ο γιατρός παρέδωσε τον άτυχο ποδοσφαιριστή σε καταστολή, ακίνητο και ανίκανο να κινηθεί όπως προηγουμένως. Εάν ήταν καλός και άξιος γιατρός –δηλώνουν– αντί γι’ αυτό θα τον είχε παραδώσει αρτιμελή, πανέτοιμο και σε καλύτερη κατάσταση ίσως από πριν, έτοιμο να μπει στο γήπεδο την Κυριακή και να φυτέψει τρία γκολάκια –τουλάχιστον– στο αντίπαλο τέρμα. Και όχι μόνο αυτό. Οι πιο υποψιασμένοι δεν πιστεύουν καν πως ό,τι συνέβη οφείλεται στο ότι ο γιατρός ήταν απλά «χασάπης» λόγω ασχετοσύνης. Είναι βαθιά πεπεισμένοι ότι όλα είναι αποτέλεσμα μίας πλεκτάνης, μίας καταχθόνιας συνωμοσίας: μία σκοτεινή «παράγκα» σχεδίασε τα πάντα με σκοπό να πέσει ο ποδοσφαιριστής στα χέρια του δικού της ανθρώπου που τον εξουδετέρωσε δια παντός ώστε να μείνει το πεδίο ελεύθερο στους υποχθόνιους αντιπάλους του να δρέψουν αυτοί την δόξα του πρωταθλητή!
Η οικονομική σκέψη, η οποία τον καιρό της κρίσης μας έχει όλους συνεπάρει, είναι γνωστό ότι δεν συγκροτεί μία επιστήμη, ή τουλάχιστον μία «σκληρή επιστήμη». Σε πολύ λίγες περιπτώσεις είναι δυνατόν να καταφύγει στην πειραματική μελέτη ενός θέματος ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες αποφάνσεις της που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως «νόμοι» γενικής και απόλυτης ισχύος (και αυτό πάντοτε σε συνθήκες ceteris paribus, δηλαδή συνθήκες που μάλλον δεν συναντώνται στον πραγματικό κόσμο). Για τον λόγο αυτό η οικονομική σκέψη είναι υποχρεωμένη να στηρίζεται στην λογική επαγωγή η οποία αξιοποιεί την περιορισμένη και αποσπασματική γνώση των οικονομικών φαινομένων που διαθέτουμε όπως αυτή καταγράφεται στην κοινή εμπειρία, δηλαδή, κατά κύριο λόγο, στα στατιστικά δεδομένα. Στην διαδικασία αυτή η σημασία του «αντιπαραδείγματος» είναι κεφαλαιώδης: δεν μπορούμε να έχουμε τρεiς Ελλάδες σε κατάσταση χρεoκοπίας το 2009-2010 και να εφαρμόσουμε τρεις διαφορετικές πολιτικές ώστε τελικά να αποφανθούμε ποια θα ήταν η καλύτερη. Έχουμε μία και μοναδική οικονομική πραγματικότητα στην οποία τόσο για την αξιολόγηση του παρελθόντος όσο και για τον προγραμματισμό και την εκπόνηση της πολιτικής για το μέλλον η οικονομική σκέψη πρέπει να χρησιμοποιήσει, με υπευθυνότητα και ειλικρίνεια, την επαγωγική λογική σε συνδυασμό με τα στατιστικά και εμπειρικά στοιχεία που βρίσκονται στην διάθεσή της. Μόνο που αυτό αποτελεί έναν δεοντολογικό στόχο ο οποίος είναι δύσκολο να υλοποιηθεί πάντοτε και σε όλες τις περιπτώσεις, και τούτο εξαιτίας, κυρίως, των πολιτικών και ιδεολογικών συνδηλώσεων της οικονομικής σκέψης. Διότι ο φανατικός, ο παράφρων και ο απατεώνας δεν υπάρχουν μόνο μεταξύ των φιλάθλων του ποδοσφαίρου. Ακόμη περισσότερο, ίσως, συναντώνται μεταξύ των θεραπόντων και των ληπτών της πολιτικής και οικονομικής σκέψης όπου με περισσή οργή, μίσος και αγανάκτηση, παραβλέποντας κάθε αντικειμενικό δεδομένο και περιφρονώντας κάθε λογικό στοιχείο επιτίθενται στους φορείς της αντίθετης άποψης όχι απαντώντας στα επιχειρήματά τους αλλά κρίνοντας τα υποτιθέμενα κίνητρά τους ή, απλώς, απειλώντας τους με την επιβαλλόμενη κατά την άποψή τους, τιμωρία, όταν θάρθει η ώρα.
Βεβαίως, φανατικοί και απατεώνες, χαρακτηριζόμενοι από την πλήρη άρνηση να κρίνουν το παρόν και το παρελθόν προσφεύγοντας στην ενστικτώδη για το ανθρώπινο ον μέθοδο της λογικής επαγωγής, και του «αντιπαραδείγματος», υπάρχουν σε όλες τις εποχές και σε όλες τις κοινωνίες. Πλην όμως ένας κρίσιμος δείκτης, ενδεικτικός ίσως της ζωτικής πνευματικής υγείας μίας κοινωνίας είναι το σχετικό ποσοστό τους στο σύνολο του πληθυσμού. Ο Αντόνιο Γκράμσι, σε δύο υπέροχα χωρία των «Τετραδίων της φυλακής», χωρίς να έχει υπ’ όψιν του το «αντιπαράδειγμα», προσφέρει την πιο διεισδυτική ίσως ερμηνεία για το φαινόμενο του κοινωνικού παραλογισμού, αλλά και για το αντίθετό του, δηλαδή για την διανοητική εντιμότητα. Στο πρώτο χωρίο μιλάει για τον «ενταγμένο» άνθρωπο ο οποίος έχοντας επιλέξει την τοποθέτησή του σε έναν συγκεκριμένο ιδεολογικοπολιτικό χώρο και σε μία συγκεκριμένη άποψη, όσα καταλυτικά επιχειρήματα λογικής και να ακούει εναντίον της, δεν πείθεται ουδέ κατ’ ελάχιστον, διότι είναι βέβαιος πως, παρά το ότι ο ίδιος δεν μπορεί να τα αντικρούσει, υπάρχει κάποιος άλλος, πιο σοφός από αυτόν, ο οποίος θα τα αντέκρουε και θα τα κατέρριπτε με μεγάλη ευκολία. Στο δεύτερο χωρίο μιλάει για το ακριβώς αντίθετο, για το πως δηλαδή πρέπει να είναι ο διανοητικά ενάρετος άνθρωπος. Αυτός, λοιπόν, οφείλει να είναι ιδεολογικά έντιμος, δηλαδή, ακόμη και όταν βρίσκεται απέναντι σε μία άποψη που είναι αντίθετη από την δική του, πλην όμως δεν είναι διατυπωμένη με ικανοποιητικό τρόπο και με επάρκεια, δεν πρέπει να αρκείται στην εύκολη οδό της απόρριψής της, αλλά πρέπει να δοκιμάζει μόνος του να βρει την σωστή διατύπωση της, το αληθινά ισχυρό σκεπτικό της, προκειμένου να αναμετρηθεί μαζί της. (Και αν αποδειχθεί ισχυρή, να απορρίψει την προηγούμενη δική του πεποίθηση και να ασπαστεί την νέα ορθότερη).
Οι δύο παρατηρήσεις του Γκράμσι, έστω και αν αυτή δεν ήταν η πρόθεσή του, περιγράφουν τις κινούσες δυνάμεις κάθε κοινωνίας. Από τη μία πλευρά βρίσκονται εκείνοι που είτε επειδή δεν έχουν την ψυχική ωριμότητα, είτε επειδή δεν έχουν την ψυχική ευστάθεια, απαιτούν ο κακότυχος ποδοσφαιριστής να είναι την Κυριακή στο γήπεδο και να οδηγήσει την ομάδα στον θρίαμβο, έστω και αν εχθές τον διαμέλισε ένα τρένο και μόνο η αγαθή τύχη τον έχει κρατήσει στην ζωή. Γι’ αυτούς κάθε τι λιγότερο είναι προδοσία, πλεκτάνη ή συνομωσία και οι υπαίτιοι πρέπει να τιμωρηθούν! Δεν θέτουν στον εαυτό τους καθόλου το ερώτημα αν θα ήταν δυνατόν να είχε προκύψει ένα διαφορετικό αποτέλεσμα από την εγχείρηση του ποδοσφαιριστή.
Η δεύτερη ομάδα είναι εκείνη που αποτελείται από ανθρώπους με βαθύ αίσθημα ενοχής και ευθύνης, και γι’ αυτό αίσθημα διανοητικής εντιμότητας (διότι, ευτυχώς ή δυστυχώς, η διανοητική εντιμότητα είναι εχέγγυο και ηθικής εντιμότητας). Ακόμη και αν δεν έχουν κάνει υψηλές σπουδές, και αν δεν γνωρίζουν Στατιστική και Οικονομία, λειτουργούν πνευματικά έντιμα αναζητώντας στον πιθανοκρατικό μας κόσμο τις απαντήσεις εκείνες που συγκεντρώνουν τις περισσότερες πιθανότητες να αντιστοιχούν στις αντικειμενικές εξελίξεις. Έστω και χωρίς να το γνωρίζουν κάνουν χρήση της μεθόδου του «αντιπαραδείγματος». Σκέφτονται φερ’ ειπείν, πως συνήθως όποιον τον πατάει το τρένο, πεθαίνει. Το ότι ο ποδοσφαιριστής μας είναι ζωντανός, έστω και ανήμπορος, είναι το περισσότερο που θα μπορούσε να ελπίσει κανείς. Δεν μπορεί να κατηγορείς τον γιατρό που του έσωσε την ζωή. Υπάρχει κάποια άλλη περίπτωση ανθρώπου που τον πάτησε την Τετάρτη το τραίνο, και την Κυριακή έπαιζε μπάλα; Δεν υπάρχει και δεν θα μπορούσε να υπάρχει!
Η διάκριση μεταξύ των δύο τρόπων σκέψης, δεν εμφανίζεται φυσικά μόνο μεταξύ των απλών ανθρώπων. Με πολύ ευκρινή τρόπο εμφανίζεται και στις επαγγελματικές κατηγορίες των οικονομολόγων, πολιτικών, δημοσιογράφων και γενικής φύσεως σχολιαστών. Η πρόσφατη και παρούσα οικονομική πραγματικότητα της Ελλάδας μάλιστα δίνει την δυνατότητα σε όποιον το επιθυμεί να τους κατατάξει αναλόγως. Στην πρώτη ομάδα ανήκουν όσοι δηλώνουν, γεμάτοι αυτοπεποίθηση, αλλά ενίοτε και οργή, μεγάλες αλήθειες όπως οι παρακάτω:
• αιτία της κρίσης είναι το Μνημόνιο
• η λιτότητα έφερε την μείωση του ΑΕΠ
• η εσωτερική υποτίμηση απέτυχε γιατί η ανεργία δεν μειώθηκε κλπ.
Με αυτές τις κατηγορηματικές αποφάνσεις, μάλιστα, καταφέρνουν να βρίσκονται στο κέντρο του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης και να προσπορίζονται ποικίλα όσα πλεονεκτήματα.
Αντίθετα, στη δεύτερη ομάδα ανήκουν οι φτωχοί εκείνοι οι οποίοι, συνήθως υβριζόμενοι, προσπαθούν να απαντήσουν στα ερωτήματα με την μέθοδο του «αντιπαραδείγματος», αναρωτώμενοι:
• εάν δηλαδή δεν είχε συναφθεί η συμφωνία του Μνημονίου, δεν θα είχαμε σήμερα κρίση και θα ζούσαμε σε μία οικονομία με ΑΕΠ 300 δισεκατομμυρίων ευρώ;
• δηλαδή για να μην έχουμε λιτότητα και για να μη μειωθεί το ΑΕΠ, θα έπρεπε να πορευόμασταν στον κόσμο σταθερά με πρωτογενές ετήσιο έλλειμμα 15-20% του ΑΕΠ;
• αν δεν μειωνόντουσαν οι μισθοί, με την εσωτερική υποτίμηση, σήμερα η ανεργία θα ήταν μικρότερη και η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μεγαλύτερη;
Ερωτήματα δηλαδή τα οποία μόνα τους τα θέτουν τα ολιγάριθμα άτομα της δεύτερης ομάδας και μόνα τους τα απαντούν. Γιατί στην πραγματικότητα μεταξύ των δύο ομάδων δεν υπάρχει κανένας διάλογος, και ο λόγος είναι απλός: ενώ η ομάδα εκείνων που σκέφτονται με βάση το «αντιπαράδειγμα» (δηλαδή η κατά Γκράμσι δεύτερη ομάδα) θέτει ερωτήματα πρώτα στον εαυτό της και στη συνέχεια στους άλλους και ζητάει απαντήσεις, η ομάδα των κατά Γκράμσι «ενταγμένων» δεν κάνει διάλογο ούτε με τον εαυτό της, αλλά ούτε και με κανέναν άλλον. Ξέρει την αλήθεια και την ανακοινώνει, αν όχι με οργή και μίσος, τουλάχιστον με αυστηρότητα που προδίδει αυθεντία, και με οργή που αναβλύζει από την γνήσια ειλικρίνειά της και από τις αυτονόητα καλές προθέσεις της!
Δυστυχώς ή ευτυχώς η πορεία των εθνών και των κοινωνιών καθορίζεται, κατά κύριο λόγο, και πέραν κάθε επιφαινομένου και κάθε συγκυρίας, από την αριθμητική σχέση, στο σύνολο του πληθυσμού, μεταξύ των δύο αυτών ομάδων ανθρώπων, μεταξύ των δύο στάσεων απέναντι στην ζωή. Οι κοινωνίες στις οποίες υπερτερούν αριθμητικά οι άνθρωποι της δεύτερης ομάδας είναι κοινωνίες διαχρονικά ισορροπημένες και ευσταθείς, που μπορούν να αντιμετωπίσουν κάθε αντιξοότητα και εξωτερικό κλονισμό με ψυχραιμία και αποτελεσματικότητα. Οι πολίτες τους προσεγγίζουν τα μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα με την διανοητική μέθοδο του «αντιπαραδείγματος» (έστω και αν οι περισσότεροι, σαν του ήρωες του Μολιέρου, δεν έχουν ιδέα ότι κάνουν τέτοιο πράγμα) και συνήθως καταλήγουν στις πιο φρόνιμες, και σωστές λύσεις. Οι χώρες τους ευημερούν, σε μακροχρόνια βάση.
Οι κοινωνίες, αντίθετα, στις οποίες πλειοψηφούν οι άνθρωποι της πρώτης ομάδας είναι ιδιαίτερα προβληματικές. Δεν μπορούν να λειτουργήσουν με τη λογική του «αντιπαραδείγματος», διότι ψυχικά απορρίπτουν το ενδεχόμενο να αντιμετωπίσουν θεωρητικές υποθέσεις σαν δυνητική πραγματικότητα, αφού αυτό εγκυμονεί τον κίνδυνο να τους οδηγήσει σε ηθικά διλήμματα και να τους αναγκάσει να μειώσουν τις αξιώσεις τους από τον εξωτερικό κόσμο, στο επίπεδο αυτού που η λογική καθορίζει ως δικαίωμά τους. Αντίθετα προτιμούν να απαιτούν από τη μοίρα τους και από την τρέχουσα πραγματικότητα, το περισσότερο και το μέγιστο, και μάλιστα αμέσως! Επειδή, όμως, συνήθως δεν λαμβάνουν ούτε το μέγιστο ούτε το περισσότερο, και αντί τούτου τους βρίσκουν συμφορές (όταν η δυνητική πραγματικότητα την οποία περιφρονούσαν ως «προπαγάνδα», ως «κινδυνολογία» κ.λπ., τους πέφτει στο κεφάλι ως αντικειμενική πραγματικότητα πλέον) θεωρούν πάντα υπαίτιους τους άλλους (το «γιατρό» που έκανε την εγχείρηση), και στρέφουν το μίσος τους προς αυτούς. Δεν τους ενδιαφέρει να ξέρουν την αλήθεια και συνεπώς δεν κάνουν τον κόπο να σκεφτούν με βάση το «αντιπαράδειγμα». Δεν το κάνουν ποτέ γιατί, εκτός όλων των άλλων, θεωρούν ότι αυτό που τους έχει βρει τώρα είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να τους συμβεί, και ότι «δεν υπάρχει παρακάτω». Αλλά η ζωή συνήθως τιμωρεί την ανοησία και την αχαριστία και τους στέλνει κάτι ακόμη χειρότερο, σπρώχνοντάς τους «ακόμη παρακάτω». Και η χώρα τους πηγαίνει από δυστυχία σε δυστυχία.