Πολιτικη & Οικονομια

Αλέξιος εναντίον Μεϊμάρ

Μεσαιωνικό εκλογικό δράμα

Γιώργος Παναγιωτάκης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

1. Το όνειρο του Αλέξιου

Την ημέρα εκείνη, ο Αλέξιος ο Μνημονιοσκίστης εδείπνησε αργά. Και έγειρε εις την κλίνην του δια να κοιμηθεί. Και βαρυστομαχιασμένος καθώς ήτο, είδε όνειρο παράδοξον. Εβάδιζε, λέει, έξωθεν του μεγάρου Μαξίμου και του παραδίπλα ευρισκόμενου προεδρικού ανακτόρου. Και εστάθη και τα θαύμαζε, ώσπου ενεφανίσθη πραιτωριανός τις της φρουράς.

«Ποιοί κατοικούν εις τα δύο αυτά λαμπρά παλάτια;» τον ερώτησε ο Αλέξιος.

Και ο φρουρός τού απήντησε: «Σε ετούτο εδώ κατοικεί ο μάγιστρος Σαμαράς ο εκ Καλαμών. Και εις το άλλο ο Σταύρος Δήμας ο πρόεδρος του θέματος της Ελλάδος».

«Παράξενο...» μονολόγησε ο Αλέξιος. «Εγώ νόμιζα πως πρόεδρος είναι ο Προκόπιος ο Ασυγκράτητος, ο και Πάκης λεγόμενος».

«Και βέβαια όχι», είπε ο πραιτωριανός. «Τον χειμώνα που μας πέρασε, σύμπασα η βουλή εξέλεξε τον Δήμα για πρόεδρο. Και τούτο διότι ο μάγιστρος Σαμαράς είχε συμφωνήσει με τον Αλέξιο να γίνουν οι εκλογές τον Σεπτέμβριο -σε λίγες ημέρες από σήμερα, δηλαδή».

«Και πώς βλέπεις τα πράγματα;» ρώτησε ο Αλέξιος. «Ποιος θα νικήσει σε τούτες τις εκλογές;»

«Ο Αλέξιος!», απήντησε με σιγουριά ο πραιτωριανός. «Είκοσι μονάδες θα του ρίξει του Καλαματιανού».

Και ο Αλέξιος τον εχαιρέτησε και -ονειρευόμενος πάντα- επέταξε σαν σκιά μέχρι την πιάτσαν της Κουμουνδούρου. Εκεί αντίκρισε ολάκερο το πάλαι Συριζαϊκό εν ομονοία. Ο Λαφαζάν ο Νομισματοκόπος εκουβέντιαζε με τον Φλαμπουράρην τον Σοφό. Η Ζωή η Νευρική εσυζητούσε με τον Παπά τον Δολοπλόκο. Ο Μητρόπουλος αστειευόταν με τον Λαπαβίτσα. Ο Βούτσης εμασούλαγε δίπλα εις τον Στρατούλην. Ο Φίλης εκοιμόταν, ο Ιωάν(ν)ης ο Νάρκισσος εθαύμαζε τον καθρέφτην του, η Ραχήλ η Αλαφροϊσκιωτη ετύπωνε μονάχη της μπανκανότες... Και όλοι τους, μόλις είδαν τον Αλέξιο, τον επεφύμησαν και του φώναξαν: «Αλέξιε, αρχηγέ μας! Πάμε μπροστά! Πρώτη φορά αριστερά!». Και ο Αλέξιος εχάθη μέσα στο όνειρο και χαιρόταν σαν μικρό παιδί.

image

2. Ο Αλέξιος ξυπνά

«Αλέξιε!» ήκουσε τότε μια φωνή. «Ξύπνα! Βγαίνεις στον Κουρή»

Και ο Αλέξιος άνοιξε τα ομμάτιά του. Και η θολούρα του ονείρου διελύθη. Και αντίκρισε μπροστά του τον δολοπλόκο Παπάν να του δείχνει μια δημοσκόπηση όπου Σύριζα και Παλαιά Δημοκρατία έρχονταν τσίμα τσίμα. Και είδε και τον Φλαμπουράρην να μασουλάει το καλαμάκι του φρεντουτσίνου του. Και εθυμήθη όσα είχαν γίνει από τον Γενάρη μέχρι τούδε: την επιτυχή διαπραγμάτευση, τις θεωρίες του Ιωάν(ν)η, τον Βολφγκάνγκο τον Στρυφνό, τον Γιουνκέρ τον Εύθυμο, την Αγγελική της Αλαμανίας, τον έλεγχο των κεφαλαίων, το δημοψήφισμα... Πάνω απ’ όλα θυμήθηκε το μνημόνιο της αριστεράς και της προόδου, εξαιτίας του οποίου οι παλαιοί του σύντροφοι τον έκραζαν και τον αποκαλούσαν προδότην.

Και ο Αλέξιος έγειρε στην αγκαλιά του σοφού Φλαμπουράρη και έκλαψε πικρά. «Αχ», είπε. «Γιατί έσπευσα τον Γενάρη να γίνω μάγιστρος; Γιατί δεν έκαμα λίγη υπομονή να τα σκατώσει κι άλλο ο Σαμαράς και μετά να έλθω εγώ μετά βαΐων και κλάδων; Τώρα θα ετοιμάζαμε επιτροπές δια τα μνημόνια μαζί με την Ζωή και η ζωή μας θα ήτο μια ατέλειωτη εορτή».

3. Ο Μειμάρ ετοιμάζεται για την μάχη

Όσο ο Αλέξιος εκλαψούριζε, στην ρούγαν της Ρηγίλλης είχαν τα θυρανοίξια του ναού της Δεξιάς. Και η περιοχή ολάκερη ευωδίαζε μύρο, μπούλγκαρι και δαπίλα. Ήσαν εκεί όλες οι σεπτές μορφές που ηγάπησε ο τόπος. Ακόμη και ο Κωστάκης ο Αποκαμωμένος. Ακόμη και ο Βουλγαράκης ο Νόμιμος. Ακόμη και ο Ρουσόπουλος ο Πτωχός. Και εις τα ενδότερα διαμερίσματα, οι πιστοί υπηρέται της παρατάξεως εσουλούπωναν τον Μεϊμάρ τον Κιμπάρη, τον παλαιόν Κένταυρο. Του εψαλίδιζαν την μουστάκα, τον μάθαιναν να τρώγει με πιρούνι και γενικώς πάσχιζαν να τον κάμουν συμπαθή εις τους μη έχοντες ισχυρή μνήμη. Διότι ποίος θα το περίμενε; Με τον Κιμπάρη αρχηγό υπήρχε ελπίς να μην εξευτελιστεί η παράταξις, αλλά να ανακάμψει. Έναν φόβο είχαν οι Δεξιοί: Μήπως ο Μειμάρ, όταν κληθεί δια την διερευνητικήν εντολήν, αφηνιάσει και θελήσει να βατέψει τον πρόεδρο Πρόκοπιο. Διότι ο Μειμάρ ήτο μερακλής και τον Προκόπιο τον καλοέβλεπε από παλαιά.

image

4. Είμεθα και ημείς εδώ

Μα και οι άλλες φράξιες ετοιμάζονταν δια την μάχην. Στα Λαφαζανέικα συγκέντρωναν χάρτον και κερί. Το πρώτον δια να τυπώσουν το νέο νόμισμα όταν θα τους έδιναν βοήθεια ο Βλαδίμηρος και ο Ταμερλάνος. Το δε κερί το ήθελαν δια τα ώτα τους, διότι αργά ή γρήγορα η Ζωή η Νευρική θα άρχιζε τις ομιλίες. Στον Ξηροπόταμο ο κυρ Σταύρος και οι συν αυτώ είχαν δουλειές με φούντες: ετοίμαζαν τις 10+1 έξυπνες προτάσεις τους δια την σωτηρίαν της χώρας. Οι Περισσιώται, αντιθέτως, δεν έπρατταν τίποτα διότι τις δικές τους προτάσεις τις είχαν έτοιμες από το σωτήριο έτος 1917. Όσο για τα Παλαιά Παπανδρέικα, εκεί εστίλβωναν το υπερόπλο Φώφη χάρη στο οποίο ήλπιζαν ότι θα μπουν στην βουλήν. Άλλωστε είχαν εξασφαλίσει τους μισούς και βάλε Δημαρίτες –ίσα με δέκα ψήφους εν τω συνόλω!

Με ετούτα και με εκείνα, τα χάχανα (ήγουν οι οπαδοί του σφαγέα Αδόλφου) ουχί μόνον δεν θα αποδυναμώνονταν, μα ήλπιζαν να βγουν και κερδισμένα. Άλλωστε, το αποδεικνύει και η διαφαινόμενη επιτυχία του Λεβέντη του Πιτσοφάγου: το θέμα της Ελλάδος παράγει περισσότερους βλαμμένους από όσους μπορεί να καταναλώσει. Μονάχα ο Πανοκαμμένος ο Ημιμαθής έδειχνε ανίκανος να προσελκύσει τους συνήθεις σοφούς υποστηρικτάς του, πράγμα τόσο φοβερό δια τον τόπον, ώστε μία φοράδα δεν άντεξε και ελέρωσε ένα μακρινό αλώνι.

Και η κρίσιμη Κυριακή αχνοφάνηκε στον ορίζοντα...

(Συνεχίζεται)