- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Είναι φημισμένη η αντίδραση του Γεωργίου Παπανδρέου, του Γέρου της Δημοκρατίας, όταν απειλήθηκε και υβρίστηκε στο κοινοβούλιο από το μέλος μίας ακροδεξιάς παράταξης. Ρώτησε: «Ποιος το λέει αυτό;» και όταν αυτός απάντησε: «Εγώ!», αποκρίθηκε: «Ε, τότε δεν έχει καμία σημασία». Θεώρησε ότι δεν έχει νόημα να απαντήσει σε κάποιον που δεν αξίζει απάντηση. Ποιος όμως αξίζει απάντηση στο πλαίσιο της δημοκρατίας;
Ενδεχομένως αξίζει απάντηση οποιαδήποτε σοβαρή και υπεύθυνη τοποθέτηση για το μέλλον της χώρας. Η συζήτηση θα έπρεπε να κινείται σε επίπεδο ουσιαστικής επιχειρηματολογίας και να απορρίπτονται από τη συζήτηση θέσεις καταφανώς λανθασμένες. Δεν αρκεί όμως η ουσία της θέσης.
Αν εγώ ή εσείς φέρατε μία σωστή άποψη, νομίζετε ότι η πολιτική ηγεσία θα έμπαινε ποτέ στον κόπο να απαντήσει στη θέση μας; Η δική μας θέση δεν έχει καμία σημασία γιατί δεν εκφράζουμε με επίσημο και συλλογικό τρόπο τους πολίτες της χώρας.
Κατά αντιστοιχία, ούτε εμείς οι ίδιοι μπαίνουμε στον κόπο να σχολιάσουμε τις προσωπικές θέσεις ατόμων που δεν παίζουν ρόλο στη διακυβέρνηση της χώρας. Μας ενδιαφέρει κύρια, συχνά στο πρόσωπο γνωστών ή φίλων, να υπερασπιστούμε ή να κατακρίνουμε θέσεις που ενστερνίζονται πολιτικοί σχηματισμοί που ηγούνται της χώρας.
Μπορεί να διαφωνούμε με ένα φίλο για τα πολιτικά πράγματα, αλλά συνήθως δεν αντιστεκόμαστε ιδιαίτερα στη δική του προσωπική άποψη. Αντιστεκόμαστε κύρια στην άποψη του πολιτικού χώρου στον οποίο αυτός εντάσσεται.
Αν μάλιστα ο χώρος αυτός δεν έχει ιδιαίτερη λαϊκή στήριξη, μπορεί να απαξιούμε να δώσουμε οποιαδήποτε απάντηση ή να κάνουμε συζήτηση επί της ουσίας.
Δεν ωφελεί να κάνουμε ουσιαστική συζήτηση με άτομα που εντάσσονται στο χώρο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή υποστηρίζουν τα κόμματα του Βασίλη Λεβέντη και του Απόστολου Γκλέτσου. Οι θέσεις τους είναι συχνά ακραίες και, το κυριότερο, δεν έχουν ευρεία λαϊκή υποστήριξη.
Ποιος ο λόγος να χάσουμε το χρόνο μας μαζί τους; Τους απαξιώνουμε με την ίδια ευκολία που ο Γεώργιος Παπανδρέου απαξίωσε τον επικριτή του.
Δεν είναι το ίδιο εύκολο, όμως, να απαξιώσεις θέσεις με ισχυρή λαϊκή στήριξη. Συνήθως μάλιστα αυτές οι θέσεις έχουν και μία στέρεη λογική βάση, με μοναδική ίσως εξαίρεση τον βαριά ηττημένο κομμουνισμό ο οποίος υπάρχει στη χώρα μας κυρίως για ιστορικούς λόγους.
Θα έχετε παρατηρήσει ότι παρόλο που έχει λαϊκή στήριξη και εκπροσωπείται στη Βουλή, οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις δεν ένιωθαν ποτέ την ανάγκη να εμπλακούν σε ουσιαστική συζήτηση με εκπροσώπους του κομμουνισμού.
Τους άφηναν πάντα να λένε το παραμύθι τους για την δήθεν αποτυχία του καπιταλισμού και την ανωτερότητα του κομμουνισμού, δίχως να νιώθουν ποτέ την ανάγκη να δώσουν ουσιαστική απάντηση. Πάντα θεωρούσαν ότι σταδιακά θα εξέλιπαν από το πολιτικό γίγνεσθαι. Οι απόψεις τους δεν είχαν και δεν έχουν σημασία γιατί δεν μπορούν καν να επιβιώσουν στη δοκιμασία της στοιχειώδους κοινής λογικής.
Μετά τα μνημόνια, όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Η ελληνική κοινωνία είδε απόψεις που παλαιότερα απαξίωνε σε δευτερόλεπτα, όπως εθνικιστικές ναζιστικές αντιλήψεις ή ακροαριστερές νεοκομμουνιστικές απόψεις, να εκτοξεύονται και να αποκτούν λαϊκό έρεισμα.
Βασικός υπεύθυνος, όσο περίεργο κι αν φαίνεται, ήταν ο Αντώνης Σαμαράς. Χρησιμοποίησε το κύρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης για να καλλιεργήσει ενσυνείδητα έναν αντιμνημονιακό λόγο που έδωσε σάρκα και οστά στην απογοήτευση και στην οργή του λαού.
Όταν πλέον ο Αντώνης Σαμαράς βρέθηκε στην εξουσία και αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να εγκαταλείψει την ανερμάτιστη ρητορική του, τη σκυτάλη πήραν πρόθυμα ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ και ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ. Με το κύρος της Νέας Δημοκρατίας, ο Σαμαράς έδωσε αξιοπιστία σε θέσεις που ποτέ δεν έπρεπε να βρεθούν στο κεντρικό πολιτικό προσκήνιο. Ταυτόχρονα, εκτόξευσε στο κεντρικό πολιτικό προσκήνιο δυνάμεις που ποτέ δεν έπρεπε να είναι εκεί.
Έκτοτε η κατάσταση βρέθηκε εκτός ελέγχου. Ποτέ δεν περιμέναμε ότι θα χρειάζονταν άρθρα κατά του εθνικισμού, όπως αντίστοιχα φαντάζει αδιανόητο ότι χρειάστηκε να αντιταχθούμε σε ένα στείρο και έωλο αντιμνημονιακό λόγο. Απόψεις καταφανώς λανθασμένες αποτέλεσαν τη βάση πολιτικών πλατφορμών που οδήγησαν στο αδιέξοδο του τελευταίου εξαμήνου.
Μπορεί ο αντιμνημονιακός λόγος πλέον να καταρρέει και ο κόσμος να έρχεται αντιμέτωπος με την αθλιότητα της εξαπάτησής του, αλλά ο δημόσιος λόγος παραμένει δηλητηριασμένος. Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα, δεν είναι αυτονόητα ανάξιες συζήτησης οι αντιμνημονιακές θέσεις. Εδώ, θα μου πείτε, δεν είναι αυτονόητη η απαξίωση του ναζισμού.
Έχει λοιπόν σημασία τι λέει ο Λαφαζάνης; Εδώ που καταντήσαμε, ναι. Όπως έχει σημασία τι λέει η Κωνσταντοπούλου και ο Βαρουφάκης και ο κάθε εκλεγμένος εκπρόσωπος του λαού.
Δυστυχώς έχουν λόγο ακόμη και οι εκπρόσωποι της Χρυσής Αυγής, άνθρωποι που ποτέ δεν έπρεπε να έχουν λόγο στην διοίκηση του τόπου. Νιώθουμε άσχημα μόνο που αναγκαζόμαστε να απαντούμε στα επιχειρήματά τους.
Πολλούς από τους εκπροσώπους των ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ καθώς και το σύνολο των εκπροσώπων της Χρυσής Αυγής θα προτιμούσαμε απλά να τους απαξιώσουμε, όπως ακριβώς ο Γέρος της Δημοκρατίας τους επικριτές του.
Δεν είναι όμως τόσο εύκολο. Μόνο ο λαός μπορεί πλέον να το κάνει αυτό. Αν τυχόν επανέλθει στα σύγκαλά του στις ερχόμενες εκλογές, θα τους στείλει πίσω στο 2% που τους αρμόζει και δεν θα χρειαστεί να ασχοληθούμε ξανά.