Πολιτικη & Οικονομια

Κουρελοπρολεταριάτο και κουρελομπουρζουαζία

Ο όρος εμφανίζεται για πρώτη φορά στη «Γερμανική ιδεολογία», το 1845.

Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 326
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο όρος εμφανίζεται για πρώτη φορά στη «Γερμανική ιδεολογία», το 1845. «Λούμπεν-προλεταριάτο»: εκείνο το κομμάτι της εργατικής τάξης που δεν διαθέτει «ταξική συνείδηση», άρα είναι άχρηστο στον επαναστατικό αγώνα. Στη σημερινή Ελλάδα παρατηρείται, νομίζω, ένα καινούργιο κύμα λούμπεν-προλεταριοποίησης: η σχέση των τάξεων είναι, θα λέγαμε, διαλεκτική· το λούμπεν-προλεταριάτο αντιστοιχεί στην απουσία αστικής τάξης· δικαιολογείται και τροφοδοτείται από την ύπαρξη ενός ακαθόριστου στρώματος τυχοδιωκτών, μεγαλοφοροφυγάδων, «βδελυρών πλουσίων»· εν κατακλείδι, μιας τοπικής ποικιλίας της διεθνούς «λούμπεν-μπουρζουαζίας». Η λούμπεν-προλεταριοποίηση οφείλεται σε μερικές προφανείς αιτίες – στην εισροή μεταναστών από εύθραυστα κοινωνικά στρώματα χωρών του Τρίτου Κόσμου, στην πτώση του γενικού βιοτικού επιπέδου εξαιτίας της βίαιης ύφεσης, στο ανεπαρκές δίκτυο κοινωνικής αλληλεγγύης, στην κατάρρευση της παιδείας – καθώς και σε μερικές αιτίες λιγότερο προφανείς.

Γίνεται πολύς λόγος για την «περιθωριοποίηση», για τη δημιουργία μιας πολυπληθούς «υπο-τάξης» που συνωστίζεται στις παρυφές του «προλεταριάτου». Δεν πρόκειται για εργάτες, δεν πρόκειται καν για ανέργους που υπήρξαν εργάτες· το φαινόμενο μοιάζει παγκόσμιο και εντείνεται σε χώρες με υψηλό ποσοστό λαθρομεταναστών εφόσον οι «ξένοι» δεν απολαμβάνουν του οικογενειακού και κοινωνικού ασύλου όπως οι ντόπιοι. Στην Ελλάδα, παρατηρείται «περιθωριοποίηση» όλων των αδυνάτων· κυρίως των ξένων, αλλά όχι μόνον των ξένων: η φτώχεια, η ανεργία (μαζί με την κληρονομούμενη φτώχεια), το διαλυμένο σχολείο και ο πολιτισμός της τηλεόρασης (μαζί με τη φτώχεια) καθώς και οι επακόλουθες ψυχολογικές καταστροφές (αλκοολισμός, τοξικομανία, κοινωνικό μίσος, σοβαρή παραβατικότητα, αναλφαβητισμός) δημιουργούν αυτό το καινούργιο λούμπεν-προλεταριάτο, μια «τάξη» χωρίς συνείδηση αλλά γεμάτη αρνητικά συναισθήματα.

Η περιθωριοποίηση οφείλεται σε συνδυασμό προσωπικού σφάλματος/ατυχίας και αδυναμίας του συνόλου να ελαχιστοποιήσει τις επιπτώσεις του σφάλματος και της ατυχίας. Δεν αναφέρομαι εδώ στην περιθωριοποίηση λόγω κοινωνικών προκαταλήψεων, όπως μπορεί να συμβεί σε gay πολίτες ή σε πολίτες με αναπηρίες,  αλλά σ’ εκείνη τη διαδικασία του εξοστρακισμού με την οποία ολόκληροι πληθυσμοί απωθούνται εκτός πλαισίου της mainstream κοινωνίας: στέρηση εργασίας, ασφάλισης, πολιτικών δικαιωμάτων, στέγης· κοντολογίς «τυχάρπαστη» και επισφαλής ύπαρξη χωρίς κοινωνικό συμβόλαιο.

Έτσι, έχουμε, από τη μια, ένα διαρκώς διογκούμενο λούμπεν-προλεταριάτο, τα μέλη του οποίου δεν εργάζονται σε ταξικά καθορισμένες θέσεις –βιομηχανία, γη, υπηρεσίες υπό τη σύγχρονη έννοια – αλλά βγάζουν τα προς το ζην είτε στη μαύρη αγορά εργασίας, είτε στον χώρο της παρανομίας, είτε παραμένουν παρασιτικά προσκολλημένα στην οικογένεια. Η διόγκωση αυτής της υπο-τάξης συνοδεύεται, όπως προανέφερα, από την ανάπτυξη μιας αντίστοιχης τάξης που επίσης βγάζει τα προς το ζην –και με το παραπάνω– από τη μαύρη αγορά εργασίας και από την παρανομία: η λούμπεν-μπουρζουαζία πλουτίζει παραβιάζοντας ή αγνοώντας το κοινωνικό συμβόλαιο. Αμφότερες οι τάξεις εκθέτουν και δοκιμάζουν τη δημοκρατία η οποία καλείται να βρει τρόπους για την επιβολή των νόμων και για τη διεύρυνση της κοινωνικής αλληλεγγύης (το δεύτερο είναι αδύνατον χωρίς το πρώτο).

Μεταξύ άλλων, το κουρελοπρολεταριάτο και η κουρελομπουρζουαζία «ρυπαίνουν» την κοινωνία, οξύνοντας τις αντιθέσεις. Η ρύπανση και η όξυνση των αντιθέσεων αποτελούν μέθοδο και στόχο των παλαιοαριστερών που προσβλέπουν σε «σοσιαλιστική» επανάσταση: το παρόν θυσιάζεται για ένα μακρινό, αβέβαιο μέλλον. Τίποτα «θετικό» δεν θεωρείται εφικτό μέσα στα πλαίσια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας: το λούμπεν-προλεταριάτο χρησιμοποιείται σαν φόβητρο κι από τις δύο άκρες του πολιτικού φάσματος· να τι μπορείς να πάθεις! Και: να ποια είναι η αληθινή φύση του κοινωνικού συστήματος!

Αυτό που μοιάζει επικίνδυνο σήμερα είναι, εκτός από τη χρήση του φοβήτρου, η παράλληλη κολακεία του λούμπεν-προλεταριάτου και η ανάδειξή του σε επαναστατική δύναμη. Κι όμως, οι άνθρωποι χωρίς κοινωνικό συμβόλαιο είναι επιρρεπείς στις πιο σκοταδιστικές ιδεολογίες· στις πιο ακραίες και αήθεις πράξεις. Ο φασισμός του Μουσολίνι δεν γεννήθηκε μόνον στα βάθη της μικροαστικής οικογένειας και του στρατού, αλλά στις συμμορίες του λούμπεν-προλεταριάτου, ενός πληθυσμού χωρίς αξίες, με χαμηλό ηθικό, χωρίς ταξική ταυτότητα. Στην ίδια ιδεολογία είναι επιρρεπής η λούμπεν-μπουρζουαζία που μοιάζει με ένα κοινωνικά «επιτυχημένο» λούμπεν-προλεταριάτο: ο στοιχηματζής στον οποίον χαμογέλασε η τύχη, ο high-class προαγωγός, ο μεγαλέμπορος κόκας, ο μεγαλοαπατεώνας (σε αντιδιαστολή με τον μικροαπατεώνα).

Η μαρξική απόρριψη του λούμπεν-προλεταριάτου, ιδιαίτερα όπως το περιγράφει ο Μαρξ στην «18η Μπρυμέρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», ακούγεται σήμερα σαν εκδήλωση κοινωνικού ρατσισμού. Αντιθέτως, η άποψη του Μπακούνιν αναδύεται κυρίαρχη: η «επανάσταση» θα προέλθει από «τη μορφωμένη, άνεργη νεολαία, από περιθωριακούς κάθε τάξης, συμμορίτες, ληστές, φτωχές μάζες, κι όσους δραπέτευσαν ή αποκλείστηκαν από την πειθαρχημένη εργασία... κοντολογίς από όσους ο Μαρξ ορίζει ως “λούμπεν-προλεταριάτο”». Σημειώνεται επίσης εντυπωσιακή διάδοση της ιδέας του Μπακούνιν γύρω από την ενδογενή επαναστατικότητα των χωρικών: ο Μαρξ διαφωνούσε· η ιστορία νομίζω ότι τον έχει επιβεβαιώσει. Εμείς όμως βρισκόμαστε πίσω από την ιστορία.

Η κατάσταση στην Ελλάδα –κοινωνική και φαντασιακή– έχει, για μένα, που βλέπω τα πράγματα ως ιστορικός των ΗΠΑ, περίπου ως εξής: διανύουμε την αμερικανική δεκαετία του ’70· μια παραλλαγή της. Οργανώσεις όπως οι Μαύροι Πάνθηρες και οι Young Lords, που συγκέντρωναν μέλη του λούμπεν-προλεταριάτου, βρίσκονται σε ένα είδος επαναστατικής επαγρύπνησης και καθαγιάζονται στο συλλογικό φαντασιακό. Οι άνεργοι συγχέονται με τους αέργους, οι «δεξιοί» τρομοκράτες με τους «αριστερούς» (τρομοκράτες), οι διαδηλωτές με τους χούλιγκανς, οι αναρχικοί με τους ληστές και τους δολοφόνους, οι επαναστάτες με τους βανδάλους, οι ελευθεριακοί με τους κομουνιστές· οι τελευταίοι έχουν μάλιστα επιδοθεί σε ανταγωνισμό με τους πρώτους: ποιος είναι άραγε ο πιο επαναστάτης; Πρόκειται για φαινόμενο της αμερικανικής κοινωνίας των αρχών της δεκαετίας του ’70· υπενθυμίζω ότι στη συνέχεια ενέσκηψε η προεδρία Ρέιγκαν και αναβίωσε η χριστιανική άκρα δεξιά.

Εξάλλου, η κρίση της εσώτερης πόλης, η ανομία, η «περιθωριοποίηση»/γκετοποίηση (όπως συνηθίζουμε να λέμε στην Ελλάδα), ολόκληρων μητροπολιτικών θυλάκων αποτελούν φαινόμενα και προβλήματα εκείνης της εποχής. Το πώς λύθηκαν, όσο λύθηκαν, είναι μια άλλη ιστορία. Τέλος, επικρατεί αντίληψη μετα-αποικιοκρατική· η Ελλάδα βλέπει τον εαυτό της στη χορεία των αποικιοκρατούμενων όπου, για ιστορικούς και οικονομικούς λόγους, το λούμπεν-προλεταριάτο είχε πάντα μεγαλύτερη βαρύτητα από το «προλεταριάτο»· οι πληθυσμοί ήταν εξαθλιωμένοι. Από πολλές απόψεις βρίσκεται πράγματι ανάμεσα στους αποικιοκρατούμενους: η κουρελομπουρζουαζία της, παρότι δηλώνει «πατριωτική», αποτελεί την εμπροσθοφυλακή ενός οικονομικού συστήματος εξάρτησης λατινοαμερικανικού τύπου (το οποίο, το 1972, ο Α. Γκ. Φρανκ ονόμασε –το αναφέρω παρεμπιπτόντως– “lumpen-development”) και ενός κράτους που μπορεί εύκολα να θεωρηθεί lumpenstate: κουρελοκράτος.