Πολιτικη & Οικονομια

Ένα παλιό σημείωμα για μια καινούργια βιβλιοθήκη

Όταν ήρθαν τα παιδιά με τα ράφια κοιτάχτηκαν και γέλασαν...

Φώτης Γεωργελές
ΤΕΥΧΟΣ 191
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

edito 191: «Σπίτι, εφημερίδα, κορίτσι, γατί, χάθηκαν. Τα βιβλία είναι πάντα εδώ» 

Είχα παραγγείλει μια καινούργια βιβλιοθήκη που να φτάνει μέχρι το ταβάνι, γιατί πια δεν χωράω σ’ αυτό το σπίτι που δεν θέλω ν’ αλλάξω, και τώρα τη φέρανε, Σάββατο μεσημέρι, γιατί έτσι πάντα συμβαίνει στις αργίες, δουλειές κάνουμε που δεν προλαβαίνουμε να κάνουμε τον υπόλοιπο χρόνο, και περιμένοντας κατέβαζα τα βιβλία από τα ράφια της παλιάς και μεγάλωνε ο σωρός στη μέση του δωματίου μέχρι που έφτασε ως τη μέση μου, όταν χτύπησε το κουδούνι και ήρθαν τα παιδιά με τα ράφια που κοιτάχτηκαν και γέλασαν και μετά ο ένας μου είπε, ρε φίλε, καλά, τα διάβασες όλα αυτά τα βιβλία, κι ένιωσα σαν να κοκκινίζω λίγο, ο άλλος είπε όλη τη ζωή σου πρέπει να διάβαζες, εγώ μόνο κανέναν Ζεράρ ντε Βιλιέ και ούτε, πήγα να τους πω να πάνε στο άλλο δωμάτιο που έχει τις στοίβες με τα αστυνομικά, αλλά ντράπηκα πάλι.

Στήσανε τη βιβλιοθήκη κι έφυγαν κι εγώ γονάτισα στο πάτωμα κι άρχισα να μαζεύω τα βιβλία που ήταν σκονισμένα κι έπρεπε να πω στην κυρία Νότα ότι καμιά φορά πρέπει και να τα ξεσκονίζει, αλλά πώς να της το πω, θα ’ναι σαν παρατήρηση, τα τοποθετούσα ανά είδος, αλλά ένιωθα ένα βάρος στο στήθος κι ήμουν αφηρημένος, και έτσι ξαφνικά μου ’πεσε ένα συρτάρι κι άδειασε, γέμισε το παρκέ φωτογραφίες, σήκωσα μία κι ήταν ένα κορίτσι καθισμένο στο κρεβάτι του και διάβαζε μια «Ελευθεροτυπία» ανοιγμένη στη σελίδα που έγραφα εγώ, τώρα δεν υπάρχει, δηλαδή δεν υπάρχει για μένα, και είμαι σίγουρος πως κάθε Παρασκευή δεν θα διαβάζει εφημερίδα, αλλά δεν πειράζει, ησύχασα λίγο και ήθελα να προλάβω τα παιδιά από το επιπλάδικο, να τους φωνάξω στη σκάλα ότι η ζωή μου δεν ήταν όλο βιβλία.

Άρχισα να κοιτάω τις φωτογραφίες μία-μία και σε κάθε καινούργιο πρόσωπο ακουμπούσα το δάχτυλό μου επάνω κι έλεγα δυνατά το όνομα σαν να έκανα save στη μνήμη του μυαλού μου, πολλή ώρα καθισμένος έτσι στο πάτωμα μέσα στη σκόνη συλλάβιζα ονόματα μέχρι να ησυχάσω κι έπειτα χτύπησε το τηλέφωνο, που συνήθως περιμένω ν’ ακούσω πρώτα τη φωνή στον τηλεφωνητή αλλά τώρα έτρεξα αμέσως και το σήκωσα και μίλησα με κάποιον, γεμάτος χαρά που άκουγα τη φωνή του, κρατώντας πάντα στο χέρι τις φωτογραφίες, δεν βιάστηκα να το κλείσω, μετά πιο ήρεμος πήγα πάλι στα βιβλία, άρχισα να τα τοποθετώ στα ράφια, από αριστερά αρχίζοντας, πλησιάζοντας προς το γραφείο που συνήθως κάθομαι, κι όταν έφτασα στην άκρη, ο γάτος ξάπλωσε στο κενό και δεν μ’ άφηνε να το γεμίσω αυτό το κομμάτι το πιο κοντά μου, τον έσπρωξα, αρνήθηκε κι έτσι κάναμε συμφωνία, του το παραχώρησα να με κοιτάει από ψηλά όταν δουλεύω, μετά χτύπησε πάλι το τηλέφωνο, το σήκωσα, και ’γω ήθελα πολύ να τους δω, όλους αυτούς που γνώρισα και δεν διάβασα σε κανένα βιβλίο, άφησα τα βιβλία παρατημένα στο πάτωμα κι έφυγα βιαστικά γιατί είχα αργήσει. 

(Ένα παλιό σημείωμα για μια καινούργια βιβλιοθήκη. Σπίτι, εφημερίδα, κορίτσι, γατί, χάθηκαν. Τα βιβλία είναι πάντα εδώ.)