Πολιτικη & Οικονομια

Οι αμέτρητες ιστορίες αυτού του κόσμου

Επίσκεψη στο Mall, στο Πεδίον του Άρεως, στον Ζοφερό μας Οίκο

Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σάββατο 25 Ιουλίου και στο Mall ο κόσμος είναι εντυπωσιακά πολύς για μια χώρα με τα προβλήματα που έχει τούτη εδώ η χώρα. Στους διαδρόμους με το γυαλιστερό δάπεδο, άλλοι βολτάρουν ράθυμα σαν να βρίσκονται στην εξοχή και άλλοι κινούνται στοχοπροσηλωμένοι σαν κυνηγοί που αναζητούν θήραμα. Σε ορισμένα μεγάλα καταστήματα, τα ταμεία έχουν τεράστιες ουρές. Αντίθετα, στα τοποθετημένα σε στρατηγικά σημεία ΑΤΜ δεν υπάρχει ψυχή. Την προηγούμενη μέρα, άλλωστε, μπορούσες να σηκώσεις σωρευτικά 300 ολόκληρα ευρώ, ενώ τώρα μόλις 60.

Στέκομαι σε μια ουρά, η οποία σύντομα μεγαλώνει κι άλλο. Όλοι κρατάμε στο ένα χέρι τα αντικείμενα που σε λίγο θα γίνουν δικά μας και στο άλλο τη χρεωστική μας κάρτα. Αν είχαμε και τρίτο χέρι θα μας ήταν πολύ χρήσιμο, καθώς θα μπορούσαμε να χαϊδέψουμε με την άνεσή μας τα σμάρτφον μας -τώρα δυσκολευόμαστε.

«Αυτοί είναι οι δυστυχείς Έλληνες; Για αυτό τους δίνουμε από το υστέρημά μας;» θα αναρωτιόταν θυμωμένος ένας Σλοβάκος φορολογούμενος. Κι όμως, δεν είναι όλοι ευκατάστατοι ή βολεμένοι όσοι βρίσκονται εδώ. Πολλοί θα έχουν πληγεί από την κρίση, κάποιοι θα έχουν μήνες να πληρωθούν κανονικά, ενώ θα υπάρχουν και εκείνοι που αδυνατούν να ψωνίσουν το παραμικρό και απλά τηρούν μια συνήθεια, ένα τελετουργικό ενός τρόπου ζωής που έχει πια θαμπώσει.

image

Την ίδια μέρα το πρωί, είχα βρεθεί στο Πεδίον του Άρεως. Η ανθρωπογεωγραφία εκεί ήταν τελείως διαφορετική αλλά επίσης πολυποίκιλη. Καταρχάς υπήρχαν οι τυπικοί επισκέπτες ενός αστικού πάρκου (δρομείς, μωρά, συνταξιούχοι, αντροπαρέες μεταναστών από τις γύρω γειτονιές, ερωτευμένα ζευγάρια σε απομονωμένα παγκάκια, μυστηριώδεις τύποι που ξεπρόβαλαν ξαφνικά πίσω από φυλλωσιές) αλλά λόγω της ζέστης ήταν λίγοι. Το κενό το αναπλήρωναν αστυνομικοί, δημοσιογράφοι, υπάλληλοι του δήμου, μέλη φιλανθρωπικών οργανώσεων, δύο φωνακλάδες κύριοι που δήλωναν περίοικοι και κατηγορούσαν τους «επαγγελματίες αλληλέγγυους» και πολλοί νεοφερμένοι πρόσφυγες οι οποίοι διαμένουν προσωρινά σε πολύχρωμες σκηνές κάτω από τα δέντρα. Ανάμεσά τους και μπόλικα παιδιά που περιφέρονταν ανέμελα στις αλέες. Ένα κοριτσάκι είχε ξαπλώσει στο γκαζόν, δίπλα σε ένα ξεχειλισμένο κάδο απορριμάτων και έπαιζε, με τα μάτια γλαρωμένα, στο σμάρτφον της μητέρας του.

«Τι σχέση μπορούν να έχουν, στις αμέτρητες ιστορίες αυτού του κόσμου, ένα σωρό άνθρωποι που τους χωρίζουν τεράστια χάσματα, μα που ωστόσο έτυχε να συναντηθούν με τρόπο τόσο περίεργο;» γράφει ο Ντίκενς στον Ζοφερό Οίκο.*

Το βιβλίο αυτό το ξεκίνησα τις μέρες της μεγάλης εθνικής αγωνίας και διάψευσης, αμέσως μετά από το δημοψήφισμα. Το επέλεξα γιατί έμοιαζε τελείως άσχετο με όλα αυτά κι έτσι θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν αντίβαρο στη μασίφ μονοθεματικότητα των ημερών. Δεν το έχω τελειώσει ακόμα –είναι και 1400 σελίδες πανάθεμα το. Τολμώ όμως να πω ότι έχει ήδη πετύχει στην αποστολή του. Οι αμέτρητες ιστορίες του, που η καθεμιά τους περιέχει αμέτρητους χαρακτήρες με αμέτρητες ανάγκες και κίνητρα, έχουν μειώσει αισθητά τον βόμβο.

Εξίσου σωτήρια έχει αποδειχτεί η ψύχραιμη, πολυεπίπεδη, ανθρωπιστική γραφή του Ντίκενς –ενός συγγραφέα τον οποίο οι περισσότεροι τον γνωρίσαμε παιδιά, μέσα από μέτριες εκδόσεις και διασκευές και που μόνο όταν διαβάσεις αυτούσια τα έργα του καταλαβαίνεις την πραγματική αξία του. Είναι μια γραφή που, δίχως να καταγγέλλει ή να ηθικολογεί, ρίχνει έναν ισχυρό προβολέα στην τραγικότητα της ανισότητας, στη δυσκαμψία της δικαιοσύνης, στα στεγανά των κοινωνικών αντιλήψεων, στην γελοιότητα των εμμονών, στις αντιφάσεις που διακωμωδούν κάθε βεβαιότητα και κάθε απόλυτη θεωρία. Αντιφάσεις με τις οποίες –όλοι μπορούμε πια να το δούμε- είναι γεμάτος μέχρι τα μπούνια και ο δικός μας κόσμος, ο δικός μας λόγος, ο δικός μας ζοφερός οίκος.

*Charles Dickens, «Ο Ζοφερός Οίκος», εκδ. Gutenberg, μετάφραση Κλαίρη Παπαμιχαήλ

Φωτογραφία: Jonas Bendiksen https://www.jonasbendiksen.com