Πολιτικη & Οικονομια

Η αμφίπλευρη προπαγάνδα του δημοψηφίσματος

Τελικά μία είναι η λύση στην προπαγάνδα...

Αλέξης Αρβανίτης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η προπαγάνδα, ως όρος, δεν είχε πάντα αρνητικό πρόσημο. Κάποια στιγμή σήμαινε απλά απόπειρα πειθούς εκ μέρους του κράτους ή μίας πολιτικής ομάδας. Ως τέτοια, είχε μάλλον ουδέτερο πρόσημο. Σταδιακά, και ειδικά μετά τη χρησιμοποίηση του όρου από το ναζιστικό καθεστώς, απέκτησε σαφέστατα αρνητική χροιά. Πότε βαφτίζουμε πλέον μία απόπειρα πειθούς εκ μέρους μίας πολιτικής ομάδας ως προπαγάνδα;

Η πρώτη συστηματική επιστημονική προσπάθεια ανάλυσης της πειθούς έγινε από τον Αμερικανό κοινωνικό ψυχολόγο Carl Hovland, ο οποίος προσπάθησε κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου να κατανοήσει τον τρόπο που μπορούσαν να αντισταθούν οι ΗΠΑ στην προπαγάνδα του Χίτλερ. Από την έρευνά του, προέκυψε το φημισμένο μοντέλο του Yale που ομαδοποίησε τους παράγοντες πειθούς σε τρεις βασικές κατηγορίες οι οποίες έχουν να κάνουν με την πηγή, το μήνυμα και τον δέκτη (πολύ παρόμοια κατάταξη έκανε ο Αριστοτέλης στη ρητορική του με το λόγο, το ήθος και το πάθος). Στη βάση αυτής της ομαδοποίησης, θα αναφερθώ συνοπτικά στην προπαγάνδα των τελευταίων ημερών.

Πρώτον: Η ταυτότητα της πηγής. Έρευνες δείχνουν, για παράδειγμα, ότι η ύπαρξη αυτοπεποίθησης, το καλό ντύσιμο, η υψηλή ταχύτητα ομιλίας του ομιλητή αυξάνουν την πιθανότητα πειθούς. Στοιχεία λοιπόν που διόλου έχουν να κάνουν με την ουσία του ζητήματος αλλά έχουν να κάνουν με την ταυτότητα της πηγής, μπορούν να επηρεάσουν την επιτυχία μίας απόπειρας πειθούς, ανεξάρτητα από το δίκαιο ή το άδικο της θέσης. Η πιο απροκάλυπτη μορφή προπαγάνδας κατά τη διάρκεια της περασμένης εβδομάδας ήταν η απαξίωση του ΟΧΙ επειδή το υποστήριζε η Χρυσή Αυγή και η απαξίωση του ΝΑΙ επειδή το υποστήριζαν τα «διαπλεκόμενα» μέσα ενημέρωσης. Η ταυτότητα του υποστηρικτή ενός μηνύματος δεν πρέπει να έχει καμία σημασία παρά μόνο αν πρόκειται για καθαρά επιστημονικά ζητήματα, π.χ. ιατρικά θέματα, που ο κόσμος δεν μπορεί να αξιολογήσει μόνος του αλλά χρειάζεται τον κατάλληλο ειδικό.

Δεύτερον: Το ίδιο το μήνυμα. Έρευνες δείχνουν ότι η πολυδιάστατη επιχειρηματολογία είναι καλύτερη από τη μονοδιάστατη επιχειρηματολογία. Αυτό είναι λογικό και σωστό καθώς θα αναμέναμε κάποιον να καταλήξει σε πιο σωστή απόφαση αν εξέταζε όλες τις πλευρές ενός ζητήματος. Σε περίπτωση που ο χρόνος, όμως, είναι περιορισμένος η έρευνα δείχνει ότι, δυστυχώς, τα μονοδιάστατα επιχειρήματα επικρατούν. Σχετικά με το δημοψήφισμα, ο χρόνος που είχε ο λαός για να αξιολογήσει την πρόταση των θεσμών ήταν ιδιαίτερα σύντομος, οπότε υιοθετήθηκαν μονοδιάστατα επιχειρήματα αντί να δοθεί έμφαση στην συνολική εξέταση των ζητημάτων και στον πιθανό αντίλογο. Παράλληλα χρησιμοποιήθηκε υπέρμετρα το συναίσθημα το οποίο -επίσης έρευνες δείχνουν ότι- ενισχύει τα μονοδιάστατα επιχειρήματα. Δύο είναι τα συναισθήματα που επικράτησαν: ο φόβος, για την πλευρά του ΝΑΙ, και η περηφάνια της εθνικής αξιοπρέπειας, για την πλευρά του ΟΧΙ. Και τα δύο συναισθήματα αποτέλεσαν οχήματα προπαγάνδας που εστίασαν την προσοχή του λαού σε μονοδιάστατα επιχειρήματα και τον εμπόδισαν από το να εξετάσει τον αντίλογο.

Τρίτον: Ο δέκτης του μηνύματος. Οι έρευνες καταδεικνύουν τους συγκεκριμένους τρόπους που οι άνθρωποι επεξεργάζονται τα μηνύματα. Η προπαγάνδα εκμεταλλεύεται ενσυνείδητα αυτούς τους τρόπους. Μία πολύ σημαντική μεταβλητή, για παράδειγμα, είναι οι προϋπάρχουσες αντιλήψεις του δέκτη. Όσο πιο πετυχημένα η κάθε πλευρά χτίζει πάνω σε προϋπάρχουσες αντιλήψεις, τόσο περισσότερο μπορεί να πείσει το δέκτη του μηνύματος για το ορθό της θέσης της, ανεξάρτητα αν το τρέχον ζήτημα έχει να κάνει όντως με τις προϋπάρχουσες αντιλήψεις. Είναι πραγματικά τραγελαφικό το πώς η πλευρά του ΝΑΙ μιλούσε αφηρημένα για τον κομμουνισμό και η πλευρά του ΟΧΙ για την πολιτική διαφθορά, όταν τα ζητήματα αυτά δεν τέθηκαν και δεν είχαν καμία σχέση με το δημοψήφισμα. Πρόκειται για μία εξόφθαλμη απόπειρα προπαγάνδας που προσπαθούσε να επηρεάσει τους δέκτες του μηνύματος στη βάση προϋπαρχουσών αντιλήψεων δίχως να εστιάζει στην ουσία του ζητήματος.

Αντίθετα με ό,τι πιστεύουν οι περισσότεροι, προπαγάνδα δεν είναι η ενσυνείδητη διάδοση ενός ψέματος. Όσοι προπαγανδίζουν, συνήθως πιστεύουν ότι λένε την αλήθεια. Η εξαπάτηση εκ μέρους τους έγκειται στο ότι δεν χρησιμοποιούν ουσιώδη επιχειρήματα αλλά βασίζονται σε περιφερειακές οδούς πειθούς που έχουν κάνουν με την ταυτότητα της πηγής, το ίδιο το μήνυμα ή στοιχεία του δέκτη του μηνύματος. Όλοι είμαστε ευάλωτοι σε αυτές. Για όσους πιστεύετε ότι «Ναι το ξέρω ότι οι άλλοι επηρεάζονται, αλλά εγώ δεν επηρεάζομαι», να προσθέσω ότι έχει παρατηρηθεί συστηματικά η μεροληψία της «επίδρασης του τρίτου προσώπου», δηλαδή η λανθασμένη πεποίθηση ότι μόνο τρίτα πρόσωπα επηρεάζονται από αυτές τις απόπειρες πειθούς και ότι εμείς δεν είμαστε καθόλου επιρρεπείς.

Ειδικά όταν η χώρα μας βρίσκεται σε ένα τόσο κρίσιμο σταυροδρόμι, έχουμε χρέος να μην εξετάζουμε την απάντηση σε ένα ερώτημα ανάλογα με την ταυτότητα του υποστηρικτή της. Έχουμε χρέος να παραγνωρίζουμε τις συναισθηματικές διαστάσεις του επιχειρήματος. Να αντισταθούμε σε άσχετες προϋπάρχουσες αντιλήψεις και στις προκαταλήψεις μας. Να κοιτάξουμε την ουσία του επιχειρήματος και να την αντιπαραβάλλουμε με άλλα επιχειρήματα. Να μην τσαντιζόμαστε. Να μην υβρίζουμε. Να μην δεχτούμε να είμαστε υποχείρια της προπαγάνδας των πολιτικών σχηματισμών.

Τελικά μία είναι η λύση στην προπαγάνδα: Να συζητάμε πάντα στη βάση ουσιαστικών επιχειρημάτων και επί πραγματικών στοιχείων και γεγονότων. Ακούγεται ίσως απλό. Δεν είναι.