Πολιτικη & Οικονομια

Ο καλός άνθρωπος Stiglitz

Έχει άδικο, όχι μόνον όταν αναλύει την ελληνική κοινωνία

Σώτη Τριανταφύλλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κάθε πολιτική ιδεολογία στηρίζεται σε συγκεκριμένες οικονομικές σχολές και αυθεντίες. Κι όλοι οι οικονομολόγοι έχουν τα δίκια τους – κυρίως όταν αναλύουν οικονομίες και κοινωνίες που γνωρίζουν καλά. Ο Τζόζεφ Στίγκλιτς αποτελεί εξαίρεση: έχει άδικο, όχι μόνον όταν αναλύει την ελληνική κοινωνία την οποία δεν γνωρίζει, αλλά και όταν αναλύει την αμερικανική την οποία υποτίθεται ότι γνωρίζει. Toποθετούμαι εν τάχει στην ανάλυσή του για την αμερικανική κοινωνία και θα σημειώσω δυο λόγια για την προχειρότητα με την οποία αντιμετωπίζει την ελληνική κρίση.

Ο κ. Στίγκλιτς, όπως οι περισσότερες διασημότητες, θέλει να αρέσει στο λαό –ιδιαίτερα στα μικροαστικά στρώματα– και να διατηρήσει το συμπαθητικό του προφίλ. Πώς αρέσεις στο λαό; Αποδίδοντας όλες τις κοινωνικές ανισότητες στον καπιταλισμό, ο οποίος, σύμφωνα με τον κ. Στίγκλιτς, εξαθλιώνει τη μεσαία τάξη που συνιστά την κινητήρια δύναμη της οικονομίας. Η μεσαία τάξη καταναλώνει αγαθά και πληρώνει φόρους, ενώ, πάλι σύμφωνα με τον κ. Στίγκλιτς, οι «πλούσιοι» δεν συμμετέχουν με τον ίδιο τρόπο στην οικονομία: αποταμιεύουν περισσότερο από όσο καταναλώνουν και δεν πληρώνουν φόρους (αναληθές: το αμερικανικό φορολογικό σύστημα είναι «προοδευτικό» – υπό την έννοια της κλίμακας). Αυτή η θεώρηση των καταναλωτικών και αποταμιευτικών τάσεων της αμερικανικής οικονομίας, όπως και των ανισοτήτων στις ΗΠΑ, είναι αποτέλεσμα μιας ιδεολογικής κοινοτοπίας για την οποία έχουμε μιλήσει πολλές φορές: υποτίθεται ότι οι πλούσιοι γίνονται διηνεκώς πλουσιότεροι ενώ οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι· κι ότι οι ίσες ευκαιρίες είναι ένας δόλιος μύθος. Δεν ισχύει: δεν ισχύει ούτε στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας, ούτε σε παγκόσμιο επίπεδο μεταξύ πλουσίων και φτωχών χωρών. Η φτώχεια είναι σχετικό μέγεθος και οφείλεται σε σειρά συνυφαινόμενων παραγόντων: η οικονομίστικη αντίληψη είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ανεπαρκής.

Δεν ξεχνώ ότι ο Τζόζεφ Στίγκλιτς έχει βραβευθεί με το Νόμπελ και ότι εξασκεί μεγάλη επίδραση στους κύκλους της παγκόσμιας εξουσίας, ιδιαιτέρως εκείνης των liberals (όπως και ο καλός άνθρωπος Κρούγκμαν με τον οποίον δεν συμφωνεί πάντα). Η διεθνής αριστερά, κατά την προσφιλή της συνήθεια, τον έχει αναδείξει σε προφήτη, λησμονώντας ότι έχει πέσει έξω ξανά και ξανά. Στο βιβλίο του «Το τίμημα της ανισότητας», όπου εξηγεί την καταστροφική επίδραση των ανισοτήτων στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, απορρίπτει την αντίληψη του Σάιμον Κούζνετς –που κυριαρχούσε από τη δεκαετία του 1950– ότι μόνο σε φάση ανάπτυξης επιδεινώνονται οι ανισότητες. Ούτε εδώ έγκειται η αντίρρησή μου: πράγματι, υπάρχουν μηχανισμοί που μπορούν να επιδεινώσουν τις ανισότητες στη διάρκεια μιας οικονομικής ύφεσης, όπως προσοδοθηρία, μετακύλιση του κόστους από τα ισχυρά στους πιο αδύναμα στρώματα της κοινωνίας, μετακύλιση βαρών από περιοχές με μεγάλο πολιτικό και οικονομικό εκτόπισμα σε λιγότερο ισχυρές περιοχές κτλ. Ο κ. Στίγκλιτς πιστεύει ότι έναντι της παρούσας κρίσης το πολιτικό σύστημα πρέπει αντιτάξει μηχανισμούς εποπτείας της αγοράς και να αρνηθεί τη λιτότητα ως «λύση». Όμως, η επιτήρηση, ο έλεγχος, οι ρυθμίσεις της αγοράς προϋποθέτουν αγορά: όσα γράφει στο βιβλίο του δεν αφορούν την Ελλάδα – θα ήταν σφάλμα να το αναδείξουμε σε αριστερό ευαγγέλιο, και πάλι κατά την προσφιλή μας συνήθεια. Εξάλλου, ο κ. Στίγκλιτς, μολονότι κολακεύει την αριστερά, δεν είναι κρατιστής· προτείνει ρύθμιση της αγοράς, όχι σοσιαλιστικοποίησή της.

Ο κ. Στίγκλιτς έχει μεγαλώσει στη βιομηχανική Αμερική που αποβιομηχανίζεται εδώ και τριάντα χρόνια· βλέπει την αποβιομηχάνιση (η γενέθλια πόλη του, το Γκάρυ της Ιντιάνα, είναι πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αστικής παρακμής) σαν μια καταστροφή – και σ’ αυτό έχει άδικο. Η αποβιομηχάνιση μιας χώρας ισοδυναμεί, πάνω-κάτω, με την εκβιομηχάνιση μιας άλλης – οι ανισότητες σε παγκόσμιο επίπεδο λειαίονται μέσω αυτής της μετατόπισης. Επίσης, εφόσον αναφέρεται στις ΗΠΑ, προσπαθεί να αντισταθμίσει την ελευθεριακή πολιτική της αμερικανικής δεξιάς που έχει στόχο ακόμα μικρότερο κράτος και μείωση του εξωτερικού χρέους μέσω λιτότητας αμερικανικού τύπου. Εν κατακλείδι, ο κ. Στίγκλιτς θέλει να διασώσει, και ορθώς, τα σοσιαλδημοκρατικά στοιχεία του αμερικανικού συστήματος τα οποία, σύμφωνα με το Tea Party, ευθύνονται για τα ελλείμματα. Fair enough.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, τη βλέπει παγιδευμένη στην ευρωπαϊκή μέγγενη. Και ως Αμερικανός δεν αποφεύγει την αμερικανική φοβία για τη γερμανική ηγεμονία. Από την ανάλυσή του λείπει η γνώση της ελληνικής κοινωνίας και ιστορίας: δεν φαίνεται να παίρνει υπόψη ότι η Ελλάδα δεν έχει αυτονομία σε αγαθά –εξαιτίας της σαθρής παραγωγικής βάσης– ούτε ότι απέκτησε το χρέος που απέκτησε μέσω σπατάλης και διαφθοράς. Ο στραγγαλισμός στον οποίον αναφέρεται ο κ. Στίγκλιτς είναι συνέπεια της έλλειψης μεταρρυθμίσεων, της διαιώνισης του αναχρονιστικού πελατειακού συστήματος στην Ελλάδα – δεν είναι συνέπεια κάποιας ευρωπαϊκής συμπαιγνίας. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν έχουν κάνει διάφορες χοντράδες.

Για την τοξικότητα της λιτότητας δεν υπάρχει καμιά αντίρρηση. Μόνο που η λιτότητα δεν ήταν στόχος, ήταν μέσον –και μάλιστα προσωρινό– το οποίο θα συνοδευόταν από εκσυγχρονισμό του κράτους, της διοίκησης, του επιχειρείν. Τέλος, ο Τζόζεφ Στίγκλιτς, προτείνει Grexit λες και αγνοεί την ιστορική αστάθεια της περιοχής στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα· μιλάει ελαφρά τη καρδία σαν εξωτερικός παρατηρητής που έχει τη δυνατότητα να ομολογήσει αργότερα στο αμφιθέατρο του Κολούμπια ότι ίσως έκανε και πάλι λάθος στις προβλέψεις του. Για μια ακόμα φορά, η πολιτική δεν είναι μόνο ζήτημα οικονομικών –ταξικών και διακρατικών– σχέσεων (ισχυροί-ανίσχυροι, πλούσιοι-φτωχοί, δανειστές υπερχρεωμένοι) αλλά ζήτημα γεωστρατηγικό. Λαμβάνει υπόψη του ο καλός άνθρωπος Στίγκλιτς ότι η Ελλάδα βρίσκεται στα πορώδη και ταραγμένα σύνορα της Ευρώπης; Λαμβάνει υπόψη του ότι στην Ελλάδα εκτυλίσσεται εμφύλιος πόλεμος χαμηλής έντασης; Γνωρίζει άραγε τι λογής κόμματα μας κυβερνούν; Ή μήπως πιστεύει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ είναι μια μεσογειακή εκδοχή της αριστερής πτέρυγας των liberals;

Ο κ. Στίγκλιτς, που χαρακτηρίζει την αμερικανική οικονομία «διαστρεβλωμένη», θα ήταν επιεικέστερος προς τη χώρα του, αν μπορούσε να διανοηθεί πόσο διαστρεβλωμένη είναι η ελληνική οικονομία και κοινωνία.