Πολιτικη & Οικονομια

Ο μακρύς δρόμος μέχρι την Κυριακή

Το αποτέλεσμα θα κριθεί κυρίως από το ποιο δίλημμα θα κυριαρχήσει τελικά στο εκλογικό σώμα

Άκης Γεωργακέλλος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μπορεί οι μέρες μέχρι το δημοψήφισμα να είναι λίγες, όμως το τοπίο είναι ρευστό, ο πολιτικός χρόνος πυκνός και οι πολίτες καλούνται να τοποθετηθούν σε ένα θέμα για το οποίο δεν έχουν προδιαμορφωμένη αντίληψη. Συνεπώς, όποια και αν είναι η αναλογία που διαγράφεται σήμερα, είναι βέβαιο πως το αποτέλεσμα δεν έχει κριθεί. Αντιθέτως, κάθε ώρα ως την ερχόμενη Κυριακή μετράει. Ας δούμε, λοιπόν, με βάση τα πραγματικά δεδομένα, πώς καλούνται να κινηθούν οι δυο πλευρές σε επίπεδο εκλογικής στόχευσης και επικοινωνιακής στρατηγικής.

 

Η πλευρά του «ναι» με εκλογικούς όρους πρέπει να θέσει κατά σειρά τους εξής στόχους:

- Να εξασφαλίσει ότι όσοι πριν 5 μήνες ψήφισαν τα κόμματα που εκφράζουν αυτό το χώρο θα προσέλθουν στο δημοψήφισμα (δεν είναι αυτονόητο) και θα ψηφίσουν «ναι».

- Να απευθυνθεί σε όσους προέρχονται από φιλοευρωπαϊκούς πολιτικούς χώρους από τη Δεξιά έως τη μετριοπαθή Αριστερά, αλλά στις εκλογές είτε ψήφισαν τιμωρητικά κατά του παλιού δικομματισμού είτε προέταξαν το αίτημα της ανανέωσης είτε απείχαν. Να τους πείσει ότι ανεξάρτητα από τις προτεραιότητες που έθεσαν στις εκλογές και χωρίς να τις εγκαταλείπουν, στο δημοψήφισμα πρέπει να ψηφίσουν «ναι» γιατί διακυβεύεται η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας.

- Τέλος, να επιχειρήσει να μιλήσει στο ευρύ μέρος του εκλογικού σώματος που θεωρεί ότι δεν έχει τίποτα να χάσει, για να εξηγήσει την άποψή της ότι όλοι οι Έλληνες, ακόμα και όσοι σήμερα βρίσκονται στην πιο δεινή θέση, θα δουν τη θέση τους να επιδεινώνεται ακόμα περισσότερο αν επικρατήσει το «όχι».

Αν η πλευρά του «ναι» καταφέρει να συγκεντρώσει σχεδόν όλους όσοι βρίσκονται στην πρώτη ομάδα, πολλούς από όσους βρίσκονται στη δεύτερη και έστω λίγους από όσους βρίσκονται στην τρίτη (η οποία αποτελεί σκληρό πυρήνα της πλευράς του «όχι») τότε έχει βάσιμες ελπίδες να επικρατήσει.

 

Τι πρέπει να κάνει για να πετύχει αυτούς τους εκλογικούς στόχους;

Πρώτον. Να μεταφέρει πειστικά τη συζήτηση από το «ναι ή όχι σε μία (καθόλου ελκυστική) πρόταση» κι από τη συνέχεια του διπόλου «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», στο «ευρώ ή δραχμή» και ακόμα περισσότερο στο «ναι ή όχι στη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Αυτό είναι το γήπεδο στο οποίο έχει περισσότερες πιθανότητες επικράτησης.

Δεύτερον. Να σταματήσει να κομματικοποιεί την αντιπαράθεση. Κάθε φορά που κάποιο στέλεχος της αντιπολίτευσης τονίζει ότι «τη Δευτέρα, αν έχει επικρατήσει το ναι, πρέπει να παραιτηθεί η κυβέρνηση», αφαιρεί δυνάμεις από το «ναι». Γιατί; Διότι δημιουργεί την εντύπωση ότι η πλευρά του «ναι» κινείται από μικροκομματικές σκοπιμότητες και επιθυμία επανόδου στην εξουσία. Κι ακόμα περισσότερο, διότι μεταφέρει τη συζήτηση όχι σε ένα πεδίο προνομιακό για το «ναι» (δηλαδή το πεδίο «μέσα ή έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση» ή «ευρώ ή δραχμή») αλλά αντιθέτως στο πεδίο «ΝΔ/ΠΑΣΟΚ ή Σύριζα», όπου πριν από λίγους μήνες τα κόμματα της προηγούμενης κυβέρνησης υπέστησαν βαριά ήττα και στη συνέχεια, σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις, η διαφορά διευρύνθηκε ακόμα περισσότερο.

Τρίτον. Να μη χάσει άλλο χρόνο καταγγέλλοντας τη διαδικασία του δημοψηφίσματος – από το αν είναι συνταγματικό έως το αν είναι σωστή η αντικειμενικά παράδοξη επιλογή να προηγηθεί το «όχι» του «ναι» στο ψηφοδέλτιο… Ας τα κρίνουν δημοσίως αυτά οι ειδικοί. Όποιος επίμονα καταγγέλλει μια εκλογική διαδικασία δίνει την εντύπωση ότι είναι αδύναμος να την κερδίσει.

Τέταρτον. Να επιλεγούν προσεκτικά τα πρόσωπα που εκπροσωπούν δημοσίως το «ναι». Φθαρμένα ή θεωρούμενα ως ακραία πρόσωπα λειτουργούν απωθητικά για τους αμφιταλαντευόμενους ψηφοφόρους («αυτόν όσο τον βγάζουν να μιλάει υπέρ του ναι τόσο θα κερδίζει το όχι»). Αντιθέτως, ιδανικό θα ήταν να διαδραμάτιζαν ηγετικό ρόλο πρόσωπα ή πρόσωπο με κύρος, υπερκομματική αναγνώριση και συσσωρευμένο πολιτικό κεφάλαιο. Και να αθροίζουν τις δυνάμεις τους πρόσωπα κατά το δυνατόν άφθαρτα, δημοφιλή, προερχόμενα και εκτός πολιτικής και ικανά να απευθυνθούν στοχευμένα σε ειδικά κοινά, ώστε να αναπτυχθεί δυναμική ευρείας κοινωνικής συνηγορίας.

Πέμπτον. Να μετριαστεί η κινδυνολογία και να προβληθούν τα θετικά μηνύματα. Για τον απλούστατο λόγο ότι όταν οι κίνδυνοι είναι σε μεγάλο βαθμό παρόντες και ορατοί, τότε δεν αποκομίζουν κανένα όφελος όσοι τους επικαλούνται κατ’ επανάληψη και μάλιστα κάποιες φορές χαιρέκακα. Όποιος μπορεί να δει τον κίνδυνο, τον βλέπει –και τα μμε και ο κοινωνικός του περίγυρος σίγουρα υπέρ– επαρκούν για να του τον υπενθυμίσουν. Με το να γίνονται οι υπέρμαχοι του «ναι» μάντεις περαιτέρω δεινών, όπως και με το να ακολουθούν προσέγγιση «σας τα ’λεγα γω»,  δεν έχουν κανένα εκλογικό κέρδος, αντιθέτως ενοχλούν και εκνευρίζουν μέρος του εκλογικού σώματος. Στο κάτω κάτω, είναι πρόσφατο το ανάλογο παράδειγμα των βουλευτικών εκλογών. Ομοίως, οι εκπρόσωποι αυτής της πλευράς δεν πρέπει να υπεραντιδρούν ούτε βεβαίως να φαίνεται σαν να «πανηγυρίζουν» για τη χρεοκοπία της χώρας. Αντιθέτως, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στο θετικό λόγο υπέρ του «ναι». Να τονιστούν τα θετικά που προσφέρει η Ευρωπαϊκή Ένωση στην καθημερινότητά μας, στον τρόπο ζωής μας, σε όσα έχουμε μάθει να θεωρούμε αυτονόητα για εμάς και την πατρίδα μας. Να δημιουργηθεί ένα θετικό κίνημα υπέρ της παραμονής της χώρας στην Ε.Ε. και στην ευρωζώνη. Άλλωστε, το «ναι» ευνοεί και επικοινωνιακά στη δημιουργία θετικού και όχι αρνητικού πολιτικού λόγου. Προσοχή: αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι η πλευρά του «ναι» πρέπει να επιτρέψει χαλαρή ψήφο – πρέπει να επισημάνει εμφατικά την κρισιμότητα του δημοψηφίσματος, αλλά με το σωστό τρόπο.

Έκτον. Σε συνδυασμό με όλα τα προηγούμενα, να κρατήσει μετριοπάθεια στο δημόσιο λόγο της. Ακραίες εκφράσεις και επιθέσεις απωθούν τους μετριοπαθέστερους ψηφοφόρους. Αλλά και πέρα από αυτό, τραυματίζουν ακόμα περισσότερο την κοινωνική συνοχή και οξύνουν τα προβλήματα που ούτως ή άλλως έχουν δημιουργηθεί στην ελληνική κοινωνία. Για τον ίδιο λόγο, οι πολιτικές τοποθετήσεις πρέπει να μην αποκλείουν, ούτε πολύ περισσότερο να θίγουν, αλλά να περιλαμβάνουν τους χιλιάδες Έλληνες που αντιμετωπίζουν πραγματικά μεγάλα προβλήματα λόγω της κρίσης.

Τέλος, έβδομον. Να μην παραλείπεται και η κριτική προς την πλευρά των θεσμών ή της τρόικας. Στην κοινή γνώμη έχει εδραιωθεί η πεποίθηση ότι η ελληνική κοινωνία έχει αδικηθεί από αρκετές επιλογές των δανειστών. Η αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας και η επισήμανση ότι το «ναι» ισούται με δυνατότητα νέας διαπραγμάτευσης, μόνο να ωφελήσει μπορεί την πλευρά του «ναι». Ιδανικά, μάλιστα, υπάρχει και κάτι ακόμα, που ίσως δεν εξαρτάται από την ίδια, αλλά μπορεί έστω… να ευχηθεί να συμβεί. Ποιο είναι αυτό; Το να μην εμφανιστούν ειδικά συγκεκριμένοι εκπρόσωποι των δανειστών ούτε μία φορά στα ΜΜΕ για να μιλήσουν για την Ελλάδα. Ορισμένα πρόσωπα, είναι σαφές ότι αν παρακινήσουν τους Έλληνες υπέρ του «ναι», θα πριμοδοτήσουν σημαντικά το «όχι».

 

Από την άλλη, για την πλευρά του «όχι», τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά, γι’ αυτό και δεν χρειάζεται τόση ανάλυση.

Το κοινό στο οποίο κυρίως απευθύνεται, είναι αυτό που υπερψήφισε στις βουλευτικές εκλογές τα κόμματα που σήμερα υποστηρίζουν το «όχι» (Σύριζα, Ανεξάρτητοι Έλληνες, Χρυσή Αυγή, ορισμένα κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς). Αν το συσπειρώσει, αυτό εκλογικά θα της προσδώσει ένα σοβαρότατο προβάδισμα, ενδεχομένως και να αποδειχτεί επαρκές από μόνο του. Αν καταφέρει και να προσθέσει σε αυτό μέρος των ψηφοφόρων άλλων κομμάτων (ή της αποχής) που στις μετεκλογικές δημοσκοπήσεις έχουν έρθει κοντά στην κυβέρνηση ή δηλώνουν ικανοποιημένοι από τη διάθεση διαπραγμάτευσης που έχει δείξει, τότε θα μεγιστοποιήσει τις πιθανότητές της να επικρατήσει.

Για να το επιτύχει αυτό, προσπαθεί να συσπειρώσει το εκλογικό σώμα γύρω από την κυβέρνηση, προβάλλοντας εξωτερικούς εχθρούς και επιχειρώντας να απευθυνθεί στο θυμικό των ψηφοφόρων. Ουσιαστικά κορυφώνει την επιλογή της κυβέρνησης αυτούς τους 5 μήνες, σχεδόν για κάθε πολιτικό γεγονός, να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην επικοινωνιακή του διαχείριση προς το εσωτερικό ακροατήριο.

Τι έχει να κάνει από εκεί και πέρα; Πρώτον να απαντήσει στις προφανείς ανησυχίες των πολιτών. Δεύτερον, να αξιοποιήσει τη δημοφιλία πρωταγωνιστικών στελεχών της – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και αυτή η πλευρά δεν έχει αποκτήσει πλέον στελέχη που με κάθε εμφάνισή τους διώχνουν περισσότερους ψηφοφόρους από όσους προσελκύουν. Τρίτον να πείσει ότι η συγκεκριμένη επιλογή δεν ήταν απλώς ένας τακτικισμός – και μάλιστα επικίνδυνος. Τέταρτον και σημαντικότερο, πρέπει να μιλήσει με σαφήνεια και ειλικρίνεια –ακόμα και αν σε κάποιο βαθμό στοιχίσει εκλογικά– για την επόμενη μέρα σε περίπτωση επικράτησης του «όχι». Να πείσει ότι έχει σχέδιο και όχι ευχολόγιο. Κι αυτό γιατί αν επικρατήσει το «όχι», το σημαντικότερο ζήτημα που θα έχουν να αντιμετωπίσουν οι υποστηρικτές του θα είναι η διαχείριση των υποσχέσεών τους.

Ο δρόμος μέχρι την Κυριακή είναι μακρύς, λοιπόν. Το αποτέλεσμα θα κριθεί από όλα τα παραπάνω και κυρίως από το ποιο δίλημμα θα κυριαρχήσει τελικά στο εκλογικό σώμα. Αν οι περισσότεροι πολίτες ψηφίσουν με βάση το ερώτημα «ναι ή όχι στα επίμαχα μέτρα» ή το δίλημμα «μνημόνιο - αντιμνημόνιο» ή «Σύριζα - Νέα Δημοκρατία», τότε θα επικρατήσει το «όχι». Αλλά αν οι περισσότεροι πολίτες ψηφίσουν με βάση το ερώτημα «ευρώ ή δραχμή» ή «ναι ή όχι στη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση», τότε θα επικρατήσει το «ναι». 

Υ.Γ. Ένα δημοψήφισμα είναι από τη φύση του διλημματικό και, άρα, όταν αφορά σε ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα κινδυνεύει να γίνει διχαστικό. Είναι σημαντικό, έστω και τις τελευταίες μέρες πριν το δημοψήφισμα, αλλά και αυτές που θα ακολουθήσουν, όλες οι υπεύθυνες δυνάμεις του τόπου να φροντίσουν να μη διχαστεί βαθιά η κοινωνία μας. Αυτός είναι κι ένας επιπλέον λόγος για τον οποίον ευχόμαστε να μπορούσε να βρεθεί λύση στο παρόν πρόβλημα της χώρας, πριν από την Κυριακή.


 * Ο Άκης Γεωργακέλλος είναι σύμβουλος επικοινωνίας & στρατηγικής, Διευθύνων εταίρος Stratego