Κοινωνια

Ιάσονας Τριανταφυλλίδης: Τον ακούω να φωνάζει πάνω από το κεφάλι μου

Για τον Ιάσονα, που δεν είναι πλέον εδώ, να διαμαρτυρηθεί

Μανίνα Ζουμπουλάκη
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD
Ιάσονας Τριανταφυλλίδης: Τον ακούω να φωνάζει πάνω από το κεφάλι μου

Αναμνήσεις από τον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη, μία ξεχωριστή προσωπικότητα

«Καλά, έχεις τγελαθεί; Τι είναι αυτά που γγάφεις χγιαστιανή μου;» τον ακούω να φωνάζει πάνω από το κεφάλι μου. Τον έχω ακούσει δηλαδή εκατό, χίλιες φορές – για κάτι με το οποίο διαφωνούσε, κάτι που έβρισκε λάθος, που δεν έπρεπε να είχε δει το φως της ημέρας. Τώρα δεν τον ακούω-ακούω, μόνο τον σκέφτομαι, γιατί μας σόκαρε όλους έτσι όπως έφυγε από τη ζωή ξαφνικά («Την έχω πηδήξει αγάπη μου, είμαι καλά!» έλεγε στο τηλέφωνο πριν όχι-πολλές μέρες…) Δεν ήταν καμιά μεγάλη τηλεφωνική συζήτηση αυτή η τελευταία, ένα σύντομο τηλεφώνημα, όπως σύντομα ήταν τα τηλεφωνήματα μεταξύ μας εδώ και κάμποσα χρόνια.

Ο Ιάσονας Τριανταφυλλίδης όπως τον γνώρισα εγώ

Πόσα χρόνια; Τον γνώρισα το ’82-’83, είμασταν γείτονες στη Δεριγνύ σε μια πολυκατοικία που μύριζε συνέχεια φαγητίλα. Ήταν εποχή πείνας. Η μαμά του έφτιαχνε γεμιστά και ο Ιάσονας Τριανταφυλλίδης μου κατέβαζε τις πιπεριές, «Δε τις τγώω εγώ αυτές, είναι σιχαμένες, φάτες εσύ!». Ανταλλάσσαμε δίσκους και βιβλία. Ήταν λίγο μικρότερός μου αλλά πάντοτε νόμιζα ότι ήταν μεγαλύτερος, και ο τρόπος του ήταν μεγαλύτερος, μέχρι και σοφότερος. Όχι κανονικός σοφός, καμία σχέση, ψοφούσε για σαχλαμάρα, απλώς πάντα είχε άποψη, μερικές φορές κάθετη: αν δεν σε ενέκρινε, έπρεπε να στο πει οπωσδήποτε, με μάτια και με φρύδια. Αν δεν συμφωνούσε με αυτό που κάνεις, γράφεις, παίζεις, δημιουργείς, έβρισκε τρόπο να στο σερβίρει. Με ένα είδος ευγένειας πάντα, αλλά και πάλι, όχι με την κανονική ευγένεια, την παραδοσιακή του σαβουάρ βιβρ παρά με την άλλη, την δική του, την Ιασονική ευγένεια που σε έψαχνε λοξά με το μάτι μη τυχόν και σε πληγώνει.

Μετά τα ‘90ς, η επικοινωνία μας ήταν σποραδική. Κατά καιρούς μου έλεγε ότι είχε χάσει το κινητό του, ή το δικό μου, και καταλάβαινα ότι ήταν ένας τρόπος να πάρει απόσταση, για δικούς του λόγους, τρέχα-γύρευε. Όταν έβρισκε το κινητό του/μου, έσκαγε ένα μακροσκελές τηλεφώνημα με λεπτομέρειες για σώου, για καλλιτέχνες, για θεατρικά έργα, για τα πάντα όλα εκτός από τα απολύτως προσωπικά (του: ήτανε μανούλα στο να βγάζει τα προσωπικά των άλλων στη φόρα, αν τον ενδιέφεραν, και όποτε είχε τη διάθεση να το κάνει). Μιλήσαμε για πολλή ώρα πριν δύο χρόνια: θα έγραφα σενάριο πάνω στη ζωή της Τζένης Βάνου, που της είχε μεγάλη αδυναμία, είχε επιμεληθεί την επανέκδοση της δουλειάς της σε κάποια φάση, ήξερε τα πάντα για αυτήν. «Αγάπη μου άκουσέ με, άμα γγάψεις σενάγιο για τη Τζένη, θα μου το φέγεις να το δω, μη βάλεις καμιά μαλακία μέσα, δεν θα το επιτγέψω!».

Ήτανε προστατευτικός - με καλλιτέχνες που είχανε φύγει από τη ζωή, ρε παιδιά. Δεν σήκωνε κουβέντα για τον Κώστα Βουτσά, τον Δημήτρη Χορν, τον Νίκο Κούρκουλο, τη Ρένα Βλαχοπούλου, τη Σάσα Ντάριο, τον Γιάννη Δαλιανίδη: είχε γράψει βιβλία για όλους αυτούς. Ήταν έξαλλος που κάποια από τα καταπληκτικά, ερευνητικά βιβλία του («Ταινίες για φίλημα», «Η μαγεία του μιούζικαλ», «Αρχισαν τα όργανα», «Βίρα τις άγκυρες» κλπ) ήταν εξαντλημένα και οι εκδότες δεν έκαναν επανέκδοση, συνηθισμένο φαινόμενο στα Ελληνικά εκδοτικά πράγματα. Εκεί που ήταν έξαλλος, σα να το βαριότανε το θέμα, άλλαζε διάθεση, έλεγε κάτι αστείο, κάτι που έφτιαχνε και τη δική σου διάθεση.

Ένα Πάσχα το περάσαμε με μεγάλη παρέα στο Μεταξοχώρι, πριν εικοσιπέντε χρόνια. Τον θυμάμαι να πηγαίνει πέρα-δώθε στην κουζίνα με ένα καρό σώβρακο, να αγορεύει για κάποια σειρά που είχε λάθος κάδρα/φωτισμό, που ο διευθυντής φωτογραφίας δεν ήξερε καλά τη δουλειά του. Ήταν ένα από τα πιο φωτεινά Πάσχα, τα πιο όμορφα.

Κι εκεί τυχαία εντελώς έμαθα ότι του αρέσουν οι γεμιστές πιπεριές, δεν τις σιχαίνεται καθόλου: έλεγε ψέματα, μου έφερνε τις πιπεριές για να τρώω σπιτικό φαγητό, επειδή ανησυχούσε μήπως δεν τρέφομαι σωστά. Επειδή νοιαζότανε. Και αυτό χαρακτηρίζει τον Ιάσονα, αυτό τον εικονογραφεί για όσους δεν είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν ή να τον γνωρίσουν καλά, πέρα από την εικόνα του, την περσόνα της τηλεόραση: οι σπιτικές γεμιστές πιπεριές, το ταπεράκι της μαμάς του στη Δεριγνύ, η έγνοια του για μία όχι-και-τόσο-στενή φίλη.

Ακόμα ελπίζω ότι έχουμε καταλάβει λάθος όλοι, ότι ο Ιάσωνας πάλι έχασε το τηλέφωνό μου, ή το δικό του.  

ΠΡΟΣΦΑΤΑ