Ελλαδα

Συγγενείς από το Μάτι: Η εμπιστοσύνη μας στη Δικαιοσύνη κλονίστηκε

Τι είπαν κατά την διάρκεια συνέντευξης τύπου

Newsroom
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Συγγενείς από το Μάτι: Η εμπιστοσύνη μας στη Δικαιοσύνη κλονίστηκε

Συνέντευξη Τύπου πραγματοποίησαν, νωρίτερα σήμερα στην ΕΣΗΕΑ, τα μέλη του Συλλόγου Συγγενών Θανόντων και Εγκαυματιών, από τη φονική πυρκαγιά που σημειώθηκε στο Μάτι Αττικής στις 23 Ιουλίου 2018.

«Βρεθήκαμε να παλεύουμε με το πένθος της απώλειας των αγαπημένων μας και τον πόνο από τις ισόβιες πληγές μας, ενάντια στο χρόνο μα και ενάντια σε έναν απίστευτο παραλογισμό με κοινωνικές διαστάσεις, αφού, αντί το σύστημα να αναλάβει τις ευθύνες του και να χαρακτηρίσει ως κακούργημα τη δολοφονία και τις βαριές σωματικές βλάβες 160+ ψυχών, ουσιαστικά επιχείρησε να μετατρέψει όλους εμάς, τα θύματα, σε θύτες. Ένα έγκλημα στο οποίο εάν αναγνώριζαν τα εγκληματικά λάθη τους από την πρώτη στιγμή και τιμωρούνταν οι υπεύθυνοι, όποιοι είναι, ενδεχομένως να μην υπήρχαν κι όσες τραγωδίες ακολούθησαν ή θα ακολουθήσουν», ανέφερε στην ομιλία της η πολυεγκαυματίας και πρόεδρος του Συλλόγου των συγγενών από το Μάτι, Κάλλι Αναγνώστου.

Όπως χαρακτηριστικά δηλώθηκε κατά την διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, «σχεδόν 7 χρόνια κάνουμε τιτάνια προσπάθεια προκειμένου να αναδείξουμε την αλήθεια των γεγονότων και την αλήθεια που αφορά στους υπεύθυνους αυτού του τρομακτικού εγκλήματος, που ακόμη ελάχιστοι δυστυχώς γνωρίζουν».

Όπως υποστήριξε η κ. Αναγνώστου: «Αμέσως μετά την ολική καταστροφή που υποστήκαμε, οι οικογένειες των νεκρών μας που ξεκληρίστηκαν, χάνοντας τους ανθρώπους τους, μετά τη μακρά και αδιανόητα επώδυνη διαδικασία αναγνώρισης στα νεκροτομεία των αγαπημένων τους προσώπων (παιδιά, αδέρφια, συζύγους, γονείς), μάζευαν τα κομμάτια τους προσπαθώντας να σταθούν στα πόδια τους, φέροντας βαριά την απώλειά τους για πάντα. Αντίστοιχα, για πολλούς μήνες, ακόμη και χρόνια, οι περισσότεροι από τους εγκαυματίες νοσηλευόμασταν σε πολύ κρίσιμη κατάσταση, ακόμη και σε κώμα, και έπειτα είχαμε να αντιμετωπίσουμε μια βασανιστική και μακρά διαδικασία αποκατάστασης που συνεχίζει μέχρι και σήμερα. Κληθήκαμε δε να προσαρμοστούμε σε μια πραγματικότητα εξαιρετικά οδυνηρή που δεν έχει καμία σχέση με ό,τι καλούσαμε και γνωρίζαμε πραγματικό έως τις 23/07/2018 και που ποτέ δεν θα έχει ξανά. Οι περισσότεροι ήμασταν μαζί μέσα στη φωτιά, είδαμε τους ανθρώπους μας που καίγονταν ή πνίγονταν, ακούγαμε τα ουρλιαχτά τους που μπλέκονταν με τα δικά μας όπως καιγόμασταν και χανόμασταν οι ίδιοι, ενώ οι προσπάθειες μας να βοηθήσουμε αλλήλους, δεν ήταν αρκετές. Νιώθουμε εμείς τύψεις που δεν μπορέσαμε ή δεν προλάβαμε να βοηθήσουμε περισσότερους ή όλους. Αυτό από μόνο του μας φόρτωσε με ένα απίστευτο, ιδιαίτερο ψυχικό βάρος που θα κουβαλάμε για πάντα».

Σύμφωνα με τα μέλη του συλλόγου, άμεσα αντελήφθησαν πως υπήρχε μια προσπάθεια να μην πάρει διαστάσεις η υπόθεση: «Ενώ οι πληγές, σωματικές και ψυχικές, όλων μας, παραμένουν ανοιχτές, παρουσιαστήκαμε πια και στο Δικαστήριο, ούτως ώστε να υποστηρίξουμε και οι ίδιοι τις κατηγορίες ενάντια στους υπεύθυνους του εγκλήματος. Για να δικάσουμε 4,5 χρόνια μετά, τον Οκτώβριο του 2022, ένα ″πλημμέλημα″, σε συνθήκες πλήρους ασέβειας προς όλους εμάς, στοιβαγμένοι σε μια αίθουσα χωρητικότητας 30 ατόμων, όπου κανείς δεν σκέφτηκε ότι δεν θα χωρούσαμε. Μια δημόσια κατά τα άλλα δίκη στην οποία μας απέκλειαν την πρόσβαση, γεγονός που επαναλήφθηκε και στη 2η δίκη. Σχεδόν 18 μήνες μετά, στις 28 Απριλίου του 2024, Μεγάλη Δευτέρα, μετά από 200 ημέρες ακροαματικής διαδικασίας, ανακοινώθηκε η επαίσχυντη απόφαση -χαστούκι για εμάς και την εμπιστοσύνη που δείξαμε στην ελληνική δικαιοσύνη, όπου 6 μόνο από τους κατηγορούμενους κρίθηκαν "τύποις" ένοχοι με ποινές "χάδι", εξαγοράσιμες μόλις προς 10 ευρώ την ημέρα, για 102 νεκρούς και 32 εγκαυματίες, βάσει βουλεύματος».

Η κ. Αναγνώστου, κατά την διάρκεια της συνέντευξης Τύπου τόνισε πως «παρά τον πόνο με τον οποίο πορευόμαστε όλα αυτά τα χρόνια, κάναμε υπομονή. Εξαντλήθηκε! Είχαμε εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη, δικαίως, κλονίστηκε! Μετά την εξοργιστική απόφαση του πρωτόδικου ποινικού δικαστηρίου για το φριχτό αυτό έγκλημα, που συντελέστηκε στους 5 οικισμούς της Ανατολικής Αττικής (Νέο Βουτζά, Προβάλινθο, Κόκκινο Λιμανάκι, Μάτι και Αμπελούπολη, των Δήμων Ραφήνας-Πικερμίου και Μαραθώνα), αντιλαμβανόμενοι ότι αποτελεί ασέβεια προς τα θύματα και την κοινή λογική, συνταχθήκαμε και συσταθήκαμε ως σύλλογος με μια καταστατική υποχρέωση. Να κάνουμε τα πάντα προκειμένου να αποκαλυφθεί η αλήθεια, να βρεθούν οι υπαίτιοι προ των ευθυνών τους και να δικαιωθούν οι ψυχές μας που κάηκαν».

Οι εφέτες που κλήθηκαν να αξιολογήσουν εάν ορθώς το Τριμελές Πλημμελειοδικείο προχώρησε στην αθώωση των 15 υπηρεσιακών και αυτοδιοικητικών κατηγορουμένων, εάν ορθώς αναγνώρισε ελαφρυντικά σε τέσσερα, πρώην πια, στελέχη της πυροσβεστικής, και τελικά εάν ορθώς επέβαλε τις ποινές που επέλεξε στους καταδικασθέντες αξιωματικούς του Π.Σ. και τον εμπρηστή. Η εκδίκαση της νέας δίκης ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων προσδιορίστηκε ταχύτατα, καθώς πάνω από τη δικογραφία για τη μεγαλύτερη και εγκληματικότερη, θα πούμε, τραγωδία, που έπληξε τη χώρα το 2018, επικρέμεται ο κίνδυνος παραγραφής ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών, αφού η υπόθεση πρέπει να έχει κριθεί αμετάκλητα και από τον Άρειο Πάγο, έως τον Ιούλιο του 2026. Στις 8 Ιουλίου του 2024 λοιπόν, ξεκίνησε, λίγο πριν την 6η μαύρη επέτειο, και ολοκληρώνεται σε κάποιες ημέρες σε συνθήκες fast track, η δίκη και στον 2ο βαθμό και στο εδώλιο των κατηγορουμένων του Εφετείου κάθισαν ξανά όλοι οι κατηγορούμενοι, για τους οποίους η εισαγγελική έφεση ζήτησε να επανακριθούν».

Σύμφωνα με την αντιπρόεδρο του Συλλόγου και συγγενή θυμάτων, Μαίρη Αβραμίδου: «Όλοι, σχεδόν, οι κατηγορούμενοι ισχυρίστηκαν στις απολογίες τους ότι: "Θα ήταν επικίνδυνο να ειδοποιήσουμε και να βγάλουμε τον κόσμο στον δρόμο. Αν ήταν 5.000 άνθρωποι εκεί, σκέφτεστε τι θα γινόταν αν πήγαιναν έστω οι 2.000 στη παραλία με τα θερμικά και τον καπνό;", εννοώντας ότι θα είχαμε περισσότερα ακόμη θύματα. Όμως η αλήθεια που "μαρτυρούν" και οι αριθμοί είναι διαφορετική. Σε αυτή τη φωτιά που εκκίνησε περί τις 16:20 από το Νταού Πεντέλης και κατέκαψε περί τις 14.000 στρέμματα έκταση μέχρι που έσβησε μόνη της όταν είχε φτάσει στη θάλασσα ώρες μετά, πάνω από 3.000 άνθρωποι διέφυγαν μόνοι, σώζοντας εαυτούς και άλλους από την κόλαση που οι υπεύθυνοι αυτού του αδιανόητου εγκλήματος μας έφεραν στους τόπους, στα σπίτια και στις ζωές μας. Ενώ, εξαιτίας των απραξιών όλων αυτών των υπευθύνων 104, επίσημα, άνθρωποι έχασαν τις ζωές τους, 95 άνθρωποι απανθρακώθηκαν επί τόπου ή πέθαναν εξαιτίας των εγκαυμάτων τους στα νοσοκομεία, 9 άνθρωποι πνίγηκαν, ενώ μεταξύ των νεκρών τα 11 ήταν παιδιά, ηλικίας, μέχρι 13 ετών και 5 νέοι έως 30 ετών. Τέλος, 57 άνθρωποι μείνανε πίσω, εσαεί καμένοι, κάποιοι εκ των οποίων κατόπιν πολύμηνων νοσηλειών και πολλαπλών επεμβάσεων έως σήμερα, ανάπηροι, ζωντανοί-νεκροί».

Για το πώς εξελίχθηκε η δίκη και οι συνθήκες που επικρατούσαν εντός της αιθούσης, αναφέρθηκε στην ομιλία του ο Γιώργος Καΐρης συγγενής θύματος και γραμματέας του συλλόγου: «Η πρωτόδικη δίκη, όπως μεταβιβάστηκε και στο Εφετείο για την εκδίκαση σε 2ο Βαθμό, βασίστηκε σε ένα βούλευμα που αφορά ογκωδέστατη δικογραφία, άνω των 300.000 σελίδων πρωτότυπων και αντιγράφων εκθέσεων/ εγγράφων/στοιχείων/καταθέσεων από πλήθος μαρτύρων, ελλείψει βέβαια άλλων εγγράφων/στοιχείων/κλπ που είτε εξαρχής δεν παραδόθηκαν ή εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς ακόμη και κατά τη διάρκεια των δικών. Μια δίκη που αφορά 21, τελικώς, από τους 28 αρχικά, κατηγορούμενους, κυρίως στελέχη του τότε κρατικού μηχανισμού της Πυροσβεστικής, της Πολιτικής Προστασίας, αυτοδιοικητικούς παράγοντες και τον εμπρηστή κάτοικο. Με την Αστυνομία, το Λιμενικό, το Δασαρχείο, το ΕΚΑΒ και άλλους αυτοδιοικητικούς παράγοντες και πολιτικά πρόσωπα, υπουργούς, με ουσιώδη ανάμιξη στην εξέλιξη των γεγονότων ή ουσιώδη απουσία από αυτά, να λείπουν από το εδώλιο, λόγω του αρχικού βουλεύματος».

Σύμφωνα με τον αναπληρωματικό γραμματέα του συλλόγου και συγγενή θυμάτων, Άρη Χερουβείμ, διαπιστώθηκαν παραλείψεις και σοβαρά λάθη: «Από το 2003 έπρεπε να έχει τεθεί σε λειτουργία ο άμεσος αριθμός κλήσης εκτάκτου ανάγκης, 112. Προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας, προβλήματα και ολιγωρίες του ίδιου του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, όπως και άλλες καθυστερήσεις, φρέναραν την υλοποίηση του, αφού δεν είχαν γίνει όσα απαιτούνταν, και είχαν ως αποτέλεσμα να μην έχουμε το 2018 την προβλεπόμενη, απαραίτητη, ενημέρωση. Ομοίως, δεν τέθηκε σε λειτουργία το ηλεκτρονικό σύστημα Evita, που μέσω υπολογιστών και δορυφόρων θα έδινε σε πραγματικό χρόνο την πλήρη εικόνα της περιοχής και θα μπορούσε να βγάλει και σχέδιο εκκένωσης των περιοχών που καίγονται. Το επιστημονικό τμήμα που διαχειριζόταν το σύστημα Evita, διαλύθηκε, και οι επιστήμονες μετατράπηκαν σε τηλεφωνητές στο Ενιαίο Συντονιστικό Κέντρο Επιχειρήσεων (ΕΣΚΕ) της Πυροσβεστικής. Για τη μη υλοποίηση των έργων αυτών, μεταξύ άλλων, κανείς δεν διώχθηκε και καμία έρευνα δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Από την προηγούμενη ημέρα και ενώ γνώριζαν τις συνθήκες που θα επικρατούσαν, όφειλαν να θέσουν σε ετοιμότητα όλους τους μηχανισμούς προστασίας. Να μετασταθμεύσουν οχήματα και εναέρια μέσα και να θέσουν σε ετοιμότητα υπηρεσίες και φορείς. Δεν είχε γίνει. Επιπλέον, την ίδια ημέρα όφειλαν να έχουν θέσει προσωπικό και σταθμούς σε ετοιμότητα. Ήταν υποστελεχωμένοι και παρά την εκδήλωση πυρκαγιών σε Κορινθία, Κινέτα, δεν διέταξαν έγκαιρα γενική επιφυλακή, ενώ είχαν τραβήξει όλες τις δυνάμεις εκεί, αφήνοντας την Ανατολική Αττική γυμνή. Μάλιστα, δεν έγινε εναέρια επιτήρηση από ελικόπτερα του Π.Σ. ούτε σε συνεργασία με όποιον άλλο φορέα, πχ Πολεμική Αεροπορία, Αστυνομία, Λιμενικό, ή την ΥΕΜΠΣ, ως όφειλε, με αποτέλεσμα να μην έχουν επαρκή ενημέρωση και κατ' επέκταση ούτε και εικόνα από αέρος».

Σύμφωνα με τις επίσημες καταγραφές η φωτιά στο Νταού Πεντέλης ξέσπασε στις 16:20. Κατά την διάρκεια της συνέντευξης Τύπου διευκρινίστηκε πως «η ανταπόκριση στην αρχική αναφορά για το συμβάν στο Νταού Πεντέλης έγινε αργότερα, περί ώρα 16:39 και η επίσημη αναγγελία της στις 16:51, 30 λεπτά μετά. Στο διάστημα αυτό δεν έδωσε κανένας την πρέπουσα σημασία και δεν κινητοποιήθηκε καμία δύναμη. Οι επικεφαλής που κλήθηκαν στο πεδίο έφτασαν αργά, χωρίς κατασβεστικά μέσα/οχήματα, ενώ δεν ενήργησαν ως όφειλαν. Δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους και δεν επικοινωνούσαν με κανέναν άλλο φορέα προκειμένου να γίνει ενημέρωση πολιτών αλλά και η απαραίτητη συνδρομή μέσων. Στο ΕΣΚΕ δεν υπήρχε καμία ουσιαστική επικοινωνία με επίγειους επικεφαλής αλλά ούτε και ενημέρωση μεταξύ φορέων, ενώ δεν έγινε μεταβίβαση πληροφοριών. Αγνόησαν πλήρως την πληροφόρηση των πολιτών που, από πολύ νωρίς, καλούσαν στο ΕΣΚΕ και τους έλεγαν ότι καιγόμαστε».

Η πρόεδρος του Συλλόγου, Κάλλι Αναγνώστου, κλείνοντας τη συνέντευξη Τύπου, αναφέρθηκε στο τι αναμένουν από τώρα και πέρα οι συγγενείς των θυμάτων: «Αναμένοντας την απόφαση και αυτού του Δικαστηρίου, στεκόμαστε στην πρόταση της εισαγγελέως, η οποία στις περισσότερες προτάσεις και στο σκεπτικό της περιέγραψε ξεκάθαρα την έκθεση σε κίνδυνο με ενδεχόμενο δόλο. Ωστόσο, δεν τόλμησε να φτάσει σε αυτό που πράγματι θα την άφηνε στην Ιστορία: την αναβάθμιση της κατηγορίας από πλημμέλημα σε κακούργημα. Όπως η ίδια ανέφερε στην πρόταση της, "δεν ήθελε να είναι εκείνη στην οποία θα οφειλόταν η παραγραφή της υπόθεσης". Με όλο τον σεβασμό και το θάρρος του πόνου και των παθών μας, προτιμάμε να ξέρουμε ότι κάποιοι δεν δικάστηκαν ως δολοφόνοι επειδή παραγράφηκε το αδίκημα, παρά να πάνε σπίτι τους, είτε ως αθώοι ή με ποινές χάδι. Ζητούμε, από τους δικαστές, εάν δεν αναγνωρίσουν ότι όντως απαιτείται αναβάθμιση της κατηγορίας, που θα ήταν με βάση τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία το ορθό, ειδικά για κάποιους εκ των κατηγορουμένων, μια απόφαση που να συνάδει με το κοινό αίσθημα για απόδοση Δικαιοσύνης, για ένα έγκλημα κατά της ζωής 104+57 ανθρώπων. Να δικαιωθούν οι νεκροί μας και να αγαλλιάσουμε όσοι ζούμε με καμένα σώματα και ψυχές, με την αναγνώριση της αλήθειας και των πραγματικών περιστατικών και τέλος, να σταθεί η δικαιοσύνη στο ύψος των περιστάσεων, όταν υπενθυμίζουμε ότι το 72% των Ελλήνων πολιτών στις δημοσκοπήσεις δεν έχουν πλέον εμπιστοσύνη στους Έλληνες δικαστές και τους ταυτίζουν με τους πολιτικούς».