- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Νάκη Μπέγα: Συνομιλώντας με την τελευταία Ελληνίδα επιζήσασα του Άουσβιτς
27 Ιανουαρίου 2025, 80 χρόνια από την απελευθέρωση του Άουσβιτς

Νάκη Μπέγα | Γεννημένη το 1927, η τελευταία Ελληνίδα επιζήσασα, στο Μνημείο Ολοκαυτώματος του Άουσβιτς Ελλήνων Εβραίων
Ήταν συγκινητικά στην τελετή στο Θησείο, που ήταν σεμνή και σύντομη. Έφτασα καθυστερημένα, ένα τέταρτο μετά τις 12, κι είχε ήδη γίνει η κατάθεση στεφάνου από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Ο εθνικός ύμνος ακουγόταν πένθιμα, τα πρόσωπα θλιμμένα, σκυθρωπά, σαν μια τελετή μνήμης για ένα τραύμα ακόμα νωπό, κι ας συνέβη 80 χρόνια πίσω. Ογδόντα χρόνια από την απελευθέρωση του Άουσβιτς-Μπίρκεναου από τον σοβιετικό στρατό, στις 27 Ιανουαρίου 1945, λίγους μήνες πριν από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Την προσοχή μου τράβηξε μια γηραιά κυρία που καθόταν στην καρέκλα φορώντας το πράσινο παλτό της, με το μπαστουνάκι της δίπλα, και με την αξιοπρέπεια του ηλικιωμένου που συμμετέχει στις εκδηλώσεις της ζωής. Διαισθητικά κατάλαβα αυτό που θα επιβεβαίωνα αμέσως μετά.
Στεκόμουν κοντά και την παρατηρούσα, όταν μια γυναίκα πήγε και τη βοήθησε να σηκωθεί, συνοδεύοντάς τη για να καταθέσει στεφάνι στο Μνημείο Ολοκαυτώματος Ελλήνων Εβραίων. Μετά γύρισαν πίσω και η ηλικιωμένη κυρία κάθισε ξανά στη θέση της.

Η Νάκη Μπέγα, όπως είναι το όνομά της, είναι η τελευταία εν ζωή επιζήσασα του Ολοκαυτώματος από την Εβραϊκή Κοινότητα Τρικάλων. Είχα διαβάσει γι’ αυτήν, ήξερα για τους 14 μήνες που έμεινε στα στρατόπεδα, στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου και στο Μπέργκεν-Μπέλσεν, καθώς και για την «πορεία του θανάτου» που, ενόψει της προέλασης των σοβιετικών στρατευμάτων τον Ιανουάριο του 1945, την ανάγκασαν οι ναζί να κάνει, μια πορεία 22 ημερών στα παγωμένα εδάφη της Πολωνίας, μαζί με 60.000 συνολικά απισχνασμένους φυλακισμένους, η οποία οδήγησε σχεδόν 15.000 από αυτούς στον θάνατο.
Όπως έπειτα από ένα μνημόσυνο, που, μετά το βίωμα του πένθους, επιστρέφει η ζωή, έτσι κι εδώ συγγενείς, φίλοι και γνωστοί είναι γύρω της, συζητούν, κάποιοι έχουν καιρό να συναντηθούν, κάνουν αστεία, όπως αυτό για την ηλικία της όταν κάποιος ρωτάει πόσο είναι: «Δεν τα λέμε αυτά! Κόψε μερικά καλοκαίρια!». Η κυρία Νάκη Μπέγα είναι 97 χρονών, ζωή να ’χει, κι έχουμε 2025, κάνω τους υπολογισμούς... πρέπει να ήταν 16 χρονών όταν την έσυραν στην κόλαση των στρατοπέδων, όλη την οικογένεια εκτός από τον πατέρα της. Γεννήθηκε το 1927.
Την κοιτάω που μιλάει στον εικονολήπτη της ΕΡΤ με αυτή τη φωνή που τρέμει –περήφανα–, σαν να λέει φράσεις που τις ξέρει καλά γιατί τις έχει επαναλάβει πολλές φορές στη ζωή της. Είναι πλέον μία από τις τελευταίες αγγελιοφόρους της πιο φρικτής σελίδας της ιστορίας μας. Δεν μπορώ να φανταστώ πόσο σκληρό είναι να μιλάει γι’ αυτό, πόσο την καταβάλλει το να το ξαναζεί και πόσο, την ίδια στιγμή όμως, αισθάνεται αυτό το χρέος. Δεν μπορείς να μη το σκεφτείς βλέποντάς την... όταν δεν θα είναι πια εδώ, όταν πεθάνει και ο τελευταίος που επιβίωσε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ποιους θα έχουμε να μας μιλούν γι’ αυτό;
Νάκη Μπέγα | Έχασα όλη μου την οικογένεια, έχασα τη μαμά μου
«Όσα χρόνια κι αν περάσουν, δεν ξεχνάμε τα σημάδια της ντροπής και του πόνου που ζήσαμε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η μεγαλύτερη παράκληση είναι να μην ξεχάσετε και να μη ζήσει αυτό που έζησα εγώ κανείς, ποτέ ξανά». Τελειώνει το πλάνο. «Σας ευχαριστούμε πολύ, είναι τιμή μας» της λένε.
Είναι περιτριγυρισμένη από φίλους και συγγενείς – η ανιψιά της, μια κυρία 70 χρονών («η αδελφή του άντρα της ήταν η μητέρα μου») και εκπρόσωποι νεότερων γενιών. Συζητάω με την κόρη της, Μαίρη Μπέγα, η οποία μας συστήνει. «Μας συγκινείτε πάρα πολύ, να είστε καλά», σκύβω κοντά της και της πιάνω το χέρι. Με κοιτάζει με μάτια πονεμένα, εμένα, μια άγνωστη, και αισθάνομαι αυτό τον κόμπο. Είναι κάτι που δεν μπορείς να βάλεις στα λόγια, σαν να συνομιλείς με την Ιστορία. Αισθάνομαι ένα δέος, έχω απέναντί μου κάτι το ιερό, δεν ξέρω αν είναι σωστό που έχω έρθει τόσο κοντά, μήπως ενοχλώ εισβάλλοντας στον προσωπικό της χώρο, μήπως είναι αδιακρισία. Κι από την άλλη, υπερισχύει αυτή η επιθυμία, σαν ένα είδος υποχρέωσης, να της μιλήσω και να της πω «Δεν θα το ξεχάσουμε, είναι μεγάλη τιμή μας που σας γνωρίζουμε, ξέρουμε τι περάσατε, δεν είστε μόνη».
«Έχασα όλη μου την οικογένεια, έχασα τη μαμά μου», ξεκινάει να μου λέει κλαίγοντας. Κι όπως την κοιτάζω και της κρατάω το χέρι, συνεχίζει μ’ αυτή τη γέρικη φωνή, τη γεμάτη άσβηστο παράπονο, την ιστορία της, που την έχει πει τόσες φορές και που σε στοιχειώνει και μόνο να την ακούς.
«Βλέπαμε τις φλόγες που καίγανε... Η μαμά μου, μόλις κατεβήκαμε από τα τρένα... μας κατεβάσανε, τους ηλικιωμένους τους έβαλαν στο αυτοκίνητο, νομίζαμε ότι θα ανταμώναμε ξανά, αλλά δυστυχώς δεν την ξαναείδαμε. Ήμουν με τις αδελφές μου, αλλά δεν γύρισαν – μόνο εγώ γύρισα. Η αδελφή μου η μία είχε περάσει πλευρίτιδα, μας σήκωναν 5, 6 το πρωί, έκανε κρύο και αρρώστησε και την πήγαν στο νοσοκομείο και πέθανε. Η άλλη, η μεγάλη αδελφή μου, είχε πάει έξω από τα μαγειρεία να βρει πατάτες και ραπάνια που πετούσαν όταν μαγειρεύανε, έψαχνε κάτι να φάμε, και τη χτύπησε ένας Γερμανός στο κεφάλι. Την πήγαν στο νοσοκομείο, στο τελευταίο στρατόπεδο ήμασταν ακόμα μαζί, αλλά εκεί χωρίσαμε, δεν την ξαναείδα, μάλλον τη σκοτώσανε. Δεν γύρισε, μόνο εγώ», λέει ξανά, σαν ένα είδος μάντρα... «μόνο εγώ».
«Έχετε κι άλλα παιδιά;» λέω για να την ελαφρύνω. «Έχω τρία παιδιά, 6 εγγόνια και 3 δισέγγονα», απαντάει με χαμόγελο. Δεν μπορώ να μη σκεφτώ πώς συνεχίζεις τη ζωή σου, πώς συνεχίζεις μετά… κι εκείνη, σαν να το είδε στο βλέμμα μου, επανέλαβε με το πιο βαθύ παράπονο, με κλάμα: «Πήραν τη μαμά μου... ήταν τόσο καλή…».
Οι ηλικιωμένοι άνθρωποι επιστρέφουν στα παλιά χρόνια, κι έτσι όπως μου μιλάει είναι σαν ο χρόνος να έχει παγώσει και σαν τα μάτια της να ξανάγιναν της νεαρής κοπέλας που ήταν τότε που το έζησε αυτό. Της κρατάω το χέρι και το σφίγγω, και τα δικά μου τα μάτια έχουν βουρκώσει. Δεν ξέρω καν αν έπρεπε να αφηγηθώ αυτή τη στιγμή που μοιραστήκαμε. Αλλά είναι το χρέος που έχουμε να μην ξεχάσουμε, χρέος δικό της και δικό μας.
Τους χαιρετάω, φεύγω με βαριά καρδιά, φεύγουν κι αυτοί. Η κυρία Νάκη Μπέγα κουράστηκε, άλλη μια επέτειος. Εύχομαι ολόψυχα να είναι εδώ, μαζί μας, και την επόμενη χρονιά.