- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Προσωπικότητα πολυσχιδής, ο Βαρδής Βαρδινογιάννης, με μύθους και πραγματικότητες να τη συνοδεύουν
Γεννημένος στην Επισκοπή Ρεθύμνης, Αξιωματικός του Βασιλικού (μετέπειτα Πολεμικού) Ναυτικού, παντρεμένος με τη Μαριάννα Μπουρνάκη με κουμπάρο τον Χρήστο Λαμπράκη. Ο Βαρδής Βαρδινογιάννης στη νιότη του συντηρούσε την οικογένεια με το μισθό του Σημαιοφόρου στο Βασιλικό Ναυτικό, η Μαριάννα συνεισέφερε με το μισθό της από την αμερικανική Πρεσβεία, ζούσαν σε ένα διαμέρισμα στην οδό Πιπίνου στην Κυψέλη, κοντά στην Πατησίων.
Εκείνο το διαμέρισμα, προίκα της Μαριάννας μαζί με το άλλο επί της Φωκίωνος Νέγρη, προσημειώθηκε για να ξεκινήσει ο Βαρδής Βαρδινογιάννης με το μεγαλύτερο αδελφό του, τον Νίκο, την πρώτη τους επιχειρηματική απόπειρα, έναν σταθμό ανεφοδιασμού ναυτιλιακών καυσίμων στα νότια παράλια του νομού Ηρακλείου, στους Καλούς Λιμένες, φάτσα με το λιβυκό πέλαγος.
Από εκεί ξεκίνησε η αυτοκρατορία της οικογένειας, από τη ΣΕΚΑ της μίας «μάνας» (μεγάλο δεξαμενόπλοιο) που ανεφοδίαζε και τροφοδοτούσε με καύσιμα τα πλοία στο θαλάσσιο διάδρομο του καναλιού του Σουέζ.
Οι δουλειές πήγαιναν καλά, η ευλογημένη γεωγραφική θέση του φυσικού λιμανιού απέβη τεράστιο πλεονέκτημα και το 1966 ήλθαν και οι πρώτες δεξαμενές επί της νησίδας Άγιος Παύλος. Πιο μετά και η κοινοπραξία των αδελφών με την Mobil Corporation και τον Αριστοτέλη Ωνάση.
Όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο έτερος αδελφός Γιώργης, ως κυβερνήτης του πληρώματος (από τότε πήρε το παρατσούκλι «Καπετάνιος») έσπασε το εμπάργκο καυσίμων του ΟΗΕ στην τότε Ροδεσία και νυν Ζιμπάμπουε, όπως έλεγε ο μύθος της εποχής, εφοδιάζοντας την Κυβέρνηση των λευκών του Ian Smith, τα αδέλφια είχαν ήδη δύο τάνκερ και ο Νίκος είχε ήδη ιδρύσει τη ναυτιλιακή και ξενοδοχειακή εταιρεία VARNIMA, ιδιοκτήτρια εταιρεία του ξενοδοχείου Meridien (Plaza) στην Πλατεία Συντάγματος.
Τότε έθεσαν οι Βαρδινογιάννηδες τα θεμέλια για την αυτοκρατορία τους.
Την ανέλιξη στην επιχειρηματική ελίτ ανέκοψαν βίαια τα γεγονότα της 21ης Απριλίου. Ο Βαρδής τον Ιούλιο του 1967 εξορίστηκε από το καθεστώς στην Αμοργό ως εκ των πρωτεργατών στο στεφθέν με αποτυχία «Αντικινήμα του Βασιλιά», αφήνοντας πίσω τη σύζυγό του με τρία παιδιά, το Γιάννη, τη Χριστιάννα και τον μόλις σαράντα ημερών Γιώργο (αργότερα γεννήθηκαν και ο Νίκος και η Βαρδιάννα).
Όταν αφέθηκε ελεύθερος, ευρισκόμενος εκτός Ναυτικού, αφοσιώθηκε στις ήδη απογειωμένες επιχειρήσεις. Ο αδελφός του ο Νίκος, πραγματικά έθεσε τις βάσεις μιας αυτοκρατορίας εκ του μηδενός. Μέσα σε μια δεκαετία είχε προλάβει με τη βοήθεια των αδελφών του να στήσει σχεδόν όλο αυτό το οικοδόμημα που σήμερα αποκαλούμε «Όμιλος Επιχειρήσεων Βαρδινογιάννη».
Έχοντας εγκαινιάσει το 1970 το διυλιστήριο της Motor Oil στους Αγίους Θεοδώρους, Νίκος και Βαρδής στέκονταν αρωγοί στη μυστική αντιστασιακή δράση πρώην συναδέλφων τους Αξιωματικών, εξασφαλίζοντας τον ανεφοδιασμό καυσίμων στα πλοία του Κινήματος του Ναυτικού, όπως θα ονομαστεί αργότερα, με σκοπό την ανατροπή του καθεστώτος.
Όλα έδειχναν να πηγαίνουν κατ’ ευχήν για την οικογένεια Βαρδινογιάννη στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν η μοίρα χτύπησε τον «πατριάρχη» και πρωτομάστορα της αυτοκρατορίας, Νίκο.
Στις 2 Ιουλίου του 1973, ο μεγαλύτερος αδελφός πεθαίνει αιφνιδίως και η οικογένεια βυθίζεται στη θλίψη. Ο θάνατος του Νίκου έχει μεν τη συνέπεια της ενθρόνισης του Βαρδή στην κορυφή του Ομίλου, ταυτόχρονα όμως αποτελεί ένα βάναυσο πλήγμα που χαλύβδωσε την εσωτερικότητα της οικογένειας και διαμόρφωσε τον χαρακτήρα πολλών εκ των Βαρδινογιάννηδων.
Η πρώτη δήλωση αληθινής «εξωστρέφειας» ήρθε μέσω της ενασχόλησης με τον Παναθηναϊκό. Οι περισσότεροι -και δικαίως-φέρνουν στο νου το Γιώργο όταν πρόκειται για τον Παναθηναϊκό, τα πρώτα χρόνια όμως της εποχής Βαρδινογιάννη στο τριφύλλι, ο Βαρδής υπήρξε πολύ ενεργός και με συχνότατη παρουσία στο γήπεδο.
Από τον Μάιο του 1976, όταν ο διαρκώς χειμαζόμενος από τα προβλήματα Παναθηναϊκός, έδειχνε να αποκτά μια υποτυπώδη διοικητική σταθερότητα, είχε καταστεί σαφές πως το μόνο που έλειπε για να συμπληρωθεί το παζλ και να υπάρξει επόμενη μέρα μετά την εποχή του Αντώνη Μαντζεβελάκη, ήταν ένα νέο θεσμικό πλαίσιο.
Η Ελλάδα είχε βγει από το γύψο, ο δημοκρατικός αέρας που απέπνεε στη χώρα επέτρεψε μια από τις τελευταίες κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης Καραμανλή / Ράλλη, ήτοι τη θέσπιση ενός νομικού πλαισίου για την επαγγελματοποίηση του ποδοσφαίρου.
Ο νόμος 879 του 1979 επί της ουσίας άλλαξε άπαξ τον χάρτη στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Οι ποδοσφαιρικές ομάδες, τα «σωματεία» όπως ελέγοντο τότε, μετατράπηκαν σε ανώνυμες εταιρείες. Το σημαντικότερο όλων η tabula rasa των χρεών, τα οποία διευθετήθηκαν και το προϊόν ποδόσφαιρο έγινε πιο ελκυστικό για την εμπλοκή δυνατών επιχειρηματιών.
Ο Παναθηναϊκός εκείνη την περίοδο φυτοζωούσε οικονομικά, οι ποδοσφαιριστές έμεναν απλήρωτοι, το σωματείο ήταν ανήμπορο να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του και ουδείς εκ των ιθυνόντων είχε την παρρησία να αναλάβει τις ευθύνες του. Τα 50 εκατομμύρια δραχμές διά των οποίων η οικογένεια Βαρδινογιάννη προχώρησε στην αγορά του 54% των μετοχών του Παναθηναϊκού ήταν ένα ποσό (σχεδόν) εκτός λογικής, μιας και η αμέσως προηγούμενη προσφορά, ήταν τα 20 εκατομμύρια του Παύλου Γιαννακόπουλου.
Η ενασχόληση με τον Παναθηναϊκό, η άνοδος στην εξουσία του ΠΑΣΟΚ και το εν γένει κλίμα στη χώρα γιγάντωσαν κι άλλο τον Βαρδινογιάννη. Όλα κυλούσαν ιδανικά ώσπου το 1984 η οικογένεια υπέστη και δεύτερο βαρύτατο πλήγμα στους κόλπους της. Ο θάνατος του Παύλου Βαρδινογιάννη, του πολιτικού που διετέλεσε Βουλευτής της Ένωσης Κέντρου και Υφυπουργός, για μια ακόμη φορά διατάραξε τα νερά της κρητικής οικογένειας.
Πιθανόν εκεί να οφείλεται και το γεγονός ότι έκτοτε οι εμφανίσεις του Βαρδή στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας έγιναν πιο αραιές, κατ’ άλλους η σταδιακή απομάκρυνση από τα «εν δήμω» του Παναθηναϊκού οφείλονταν στην εν γένει αλλαγή status της οικογένειας, με τον Βαρδή να θεωρείται πλέον Πατριάρχης της και τελικός αποφασίζων.
Η δεύτερη τετραετία ΠΑΣΟΚ, η περίοδος της σκληρής πόλωσης, της εμφάνισης του Κοσκωτά και εν τέλει του σκανδάλου που οδήγησε στην ταραχώδη περίοδο του «βρώμικου ‘89» ήταν τρόπον τινά και εκείνη που εκκίνησε τους πρώτους ψιθύρους, τις πρώτες δημόσιες τοποθετήσεις περί «βαρωνειών», ισχύος και σκανδάλων που αφορούσαν την οικογένεια και τον ίδιο προσωπικά.
Και τότε Νοέμβριος ήταν, για την ακρίβεια Τρίτη 20 Νοεμβρίου του 1990, μια Τρίτη όπως όλες οι άλλες. Ο Βαρδής ξεκίνησε από το σπίτι του στην Εκάλη για το γραφείο του στην Αθήνα. Διαδρομή ρουτίνας, την έκανε άπειρες φορές ανά τα χρόνια. Επέβαινε στο επιβλητικό μπλε σκούρο Mercedes 560 Sonderklasse Einspritzung Lang, το αλεξίσφαιρο και θωρακισμένο θηρίο που χρησιμοποιούσαν Αρχηγοί Κρατών, Άραβες Σεΐχηδες, Πρέσβεις και οι σημαντικότεροι επιχειρηματίες στον πλανήτη. Το αυτοκίνητο το είχε παραλάβει λίγες μέρες νωρίτερα, το κυκλοφορούσε ακόμη με πινακίδες zoll, εκείνες τις κόκκινες που έγιναν αργότερα της μόδας στην κοσμική Αθήνα.
Μέσα στο αυτοκίνητο, εκτός από τον οδηγό και ένας άνδρας της προσωπικής του ασφαλείας, πίσω ακολουθούσε η συνοδεία με ένα άλλο Mercedes, ένα μαύρο SEL 450, με ακόμη τρεις «γορίλες». Το ρολόι δείχνει 09.15 όταν τα δύο αυτοκίνητα διαβαίνουν τη γωνία των οδών Γεωργίου Παπανδρέου και Κώστα Βάρναλη στην πλατεία Διλβόη της Νέας Ερυθραίας.
Σιωπή και αμέσως μετά ένας φοβερός κρότος. Καπνοί, λάμψη, εκατοντάδες μεταλλικά κομμάτια μικρά και μεγάλα να εκσφενδονίζονται προς διάφορες μεριές. Ένας συριγμός κι ύστερα κι άλλη έκρηξη στον απόηχο της πρώτης. Τα δύο αυτοκίνητα της πομπής Βαρδινογιάννη ακινητοποιούνται, πετάγονται αλαφιασμένοι και υπό σοκ οι άνδρες ασφαλείας.
Βγήκαν με τα χέρια ψηλά, κρατώντας τα πιστόλια τους. Ένας αιμορραγούσε στο λαιμό, άλλος στο χέρι, σε όλους διάβαζες τον τρόμο στο βλέμμα. Ακριβώς δίπλα στα δύο Mercedes, ένα σμπαραλιασμένο Mitsubishi Galant. Όπως αποδείχθηκε αργότερα κλεμμένο λίγες βδομάδες πριν στο Γαλάτσι. Το Galant ήταν παγιδευμένο με εκρηκτικά, μέσα σ’ αυτό υπήρχαν τρεις αντιαρματικές ρουκέτες τοποθετημένες σε ισάριθμες αυτοσχέδιες τρύπες, καμουφλαρισμένες με στόκο που είχαν ανοίξει στις αριστερές πόρτες του οι δράστες.
Τη στιγμή που το αυτοκίνητο του Βαρδή βρισκόταν ακριβώς στο ίδιο ύψος δίπλα από το παγιδευμένο, πυροδοτήθηκε με τηλεχειρισμό η έκρηξη και ακολούθησαν οι ρουκέτες μαζί με τους σωλήνες τους. Το θωρακισμένο Mercedes ωστόσο, άντεξε στο ωστικό κύμα της έκρηξης.
Μία απ’ τις ρουκέτες χτύπησε στην πίσω αριστερή πλευρά του προφυλακτήρα, πάνω από το ρεζερβουάρ της Mercedes, η δεύτερη βρέθηκε αργότερα άθικτη κάτω από το αυτοκίνητο, η τρίτη εκσφενδονίστηκε σε απόσταση περίπου πενήντα μέτρων και καρφώθηκε στη βεράντα ενός διώροφου σπιτιού όπου και εξερράγη.
Ήταν η μοναδική, διότι όπως εξήγησαν αργότερα οι πυροτεχνουργοί, οι ρουκέτες για να εκραγούν πρέπει να διανύσουν απόσταση τουλάχιστον είκοσι μέτρων. Και τις συγκεκριμένες ρουκέτες τις ήξεραν καλά, διότι ήταν εκείνες των 2,36 και 3,4 ιντσών που εκλάπησαν τη νύχτα των Χριστουγέννων του 1989 από το στρατόπεδο Συκουρίου στη Λάρισα.
Γύρω από την πλατεία Διλβόη και σε ακτίνα 100 μέτρων, κομμάτια του Galant. Ο ουρανός του εκτινάχτηκε και «κάθισε» στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας, ένα άλλο τμήμα του πέρασε πάνω από τα καλώδια της ΔΕΗ και κατέστρεψε μια κολόνα, ένα τρίτο χώθηκε στον κορμό ενός παρακείμενου ευκαλύπτου σε απόσταση περίπου σαράντα μέτρων από το σημείο της έκρηξης.
Δεκάδες σπίτια και μαγαζιά με σπασμένες τζαμαρίες, κόσμος, γείτονες, περίοικοι στο δρόμο με πρόσωπα τρομοκρατημένα και γεμάτα απορία. Η απάντηση δεν άργησε να δοθεί: «Η 17 Νοέμβρη χτύπησε τον Βαρδινογιάννη».
Η είδηση ταξίδεψε με τρομακτική ταχύτητα εάν αναλογιστούμε την τηλεπικοινωνιακή ένδεια της εποχής. Όσοι βρίσκονταν μακριά, κοιτούσαν ο ένας τον άλλον, έμοιαζε απίστευτο κι όμως ήταν αληθινό. Επί τόπου έφτασαν δεκάδες περιπολικά και μοτοσικλέτες, αλλά οι δράστες είχαν εξαφανιστεί «προς άγνωστη κατεύθυνση» όπως έγραφαν οι αστυνομικοί στις αναφορές τους.
Ο Βαρδής Βαρδινογιάννης τρομοκρατημένος, βγήκε από το Mercedes από την πόρτα του οδηγού, κοιτώντας στα δεξιά το Galant μέσα στις φλόγες να καταστρέφεται ολοσχερώς. Τα λεπτά έμοιαζαν ώρες και μέχρι να φτάσει ο αδερφός του ο Γιώργος, ήταν περικυκλωμένος από τους άνδρες της ασφάλειάς του.
Ο Γιώργος έκανε τη διαδρομή Εκάλη-Νέα Ερυθραία πραγματικά σε χρόνο ρεκόρ. Οδήγησε ο ίδιος, έφτασε στην πλατεία Διλβόη μαζί με την τότε σύζυγό του Αγάπη, άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και έβαλε το Βαρδή μέσα, αφού του έδωσε λίγο νερό που πρόλαβαν να προσφέρουν οι γείτονες.
Όταν ο Γιώργος σπίναρε για να φύγει, έφτασαν οι (τότε) Υπαρχηγός της ΕΛΑΣ Αντιστράτηγος Κώστας Τασάκος, ο Γενικός Αστυνομικός Διευθυντής Αστυνομίας Αττικής, Υποστράτηγος Σίμων Παπαδογεώργος, ο Διευθυντής της Κρατικής Ασφάλειας του Υπουργείου Δημοσίας Τάξης, Υποστράτηγος Χρηστός Μουτσώκος, Αξιωματικοί της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας, συνεργεία της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας, πυροτεχνουργοί και λίγο αργότερα ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης Γιάννης Βασιλειάδης.
Πανικός, κυβερνητική κρίση, τα τηλέφωνα και τα τέλεξ να παίρνουν φωτιά. Ενημερώνονται άμεσα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Πρωθυπουργός, ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, όλοι. Δεν ήταν μικρό πράγμα η επίθεση στο Βαρδινογιάννη. Ήταν ίσως το εμβληματικότερο πρόσωπο επιχειρηματία σε μια Ελλάδα που τότε χειμαζόταν από πολιτικο-οικονομικά σκάνδαλα και ζούσε με τον τρόμο της 17Ν.
Ο Βαρδής τότε ήταν μόνο 57 ετών, ήταν η κεφαλή του Ομίλου, ο αρχηγός της οικογένειας, πιθανότατα το πιο ισχυρό πρόσωπο του επιχειρείν στη χώρα. Το 1989 μόνο, η ΜΟΤΟΡ ΟΙΛ είχε πωλήσεις 142 δισεκατομμύρια δραχμές με μικτά κέρδη 13,5 δισεκατομμύρια, είχε μόλις ξεκινήσει τη διακίνηση της μετοχής της στην ελληνική κεφαλαιαγορά, προέβλεπε θεαματική αύξηση πωλήσεων, κοντά στα 300 δισεκατομμύρια. Τα νούμερα για την εποχή ήταν ιλιγγιώδη.
Όλα τα παραπάνω συνέθεσαν ακριβώς τα απαραίτητα στοιχεία για τη 17Ν προκειμένου να επιτεθεί. Επρόκειτο για μια οργάνωση που ως τότε είχε τρομοκρατήσει την Ελλάδα και χτυπούσε ασταμάτητα και δίχως έλεος προτάσσοντας τον πόλεμο στην αστική δημοκρατία. Το Βαρδινογιάννη τον είχε φωτογραφίσει στις προκηρύξεις της, η 17Ν του 1990 ήταν φορτωμένη με απειλές εναντίον ανθρώπινων στόχων, προειδοποιούσε / απειλούσε ονομαστικά, είχε στο στόχαστρο το Μίνωα Κυριακού, τον Αριστείδη Αλαφούζο, τον τότε Διοικητή της Εθνικής Τράπεζας, Δημήτρη Γερμίδη, τον τότε Δήμαρχο Αθηναίων Μιλτιάδη Έβερτ, το Σπύρο Λάτση, το Βαρδή Βαρδινογιάννη.
Στην προκήρυξη μετά το χτύπημα της πλατείας Διλβόη, κατονόμασε για πρώτη φορά τις γερμανικές εταιρείες Siemens και Lufthansa που από τότε είχαν μπει στο παιχνίδι της εγχώριας αγοράς - κυρίως των προβληματικών επιχειρήσεων. Η 17Ν εστρέφετο ξεκάθαρα εναντίον της επεκτατικής πολιτικής των Γερμανών χαρακτηρίζοντάς τους «4ο Ράιχ» που ήθελε να εξαγοράσει τις ελληνικές επιχειρήσεις, ενώ χρωστούσε ακόμη τις αποζημιώσεις από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στο πολυσέλιδο κείμενο, η 17Ν εξήγησε και γιατί διάλεξε ως στόχο τον Βαρδή Βαρδινογιάννη και γιατί δεν τα κατάφερε. Αναφέρεται λεπτομερώς πώς ξεκίνησαν οι Βαρδινογιάννηδες, με ποιον τρόπο ανήλθαν στην ελίτ, ποια μέσα χρησιμοποίησαν, τα πάντα. Η ανακοίνωση δημοσιεύεται στον Τύπο, παρατίθεται μια μακροσκελή ανάλυση γεμάτη άγνωστα στοιχεία και για πρώτη φορά εκτίθενται δημοσίως κάποιες από τις συνθήκες ανάπτυξης του εφοπλιστικού κυκλώματος στην Ελλάδα εν γένει.
Την αποτυχία της απόπειρας δολοφονίας του Βαρδή, η 17Ν τη χρεώνει στο θωρακισμένο θηρίο που μετέφερε τον επιχειρηματία, “ένα κινητό φρούριο πέντε χιλιάδων κυβικών που κόστισε 95 εκατομμύρια δραχμές” όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο κείμενο.
Η οικογένεια και ο Βαρδής δεν απάντησαν ουσιαστικά ποτέ. Παρόλο που ο Γιώργος τον μετέφερε άμεσα στο στρατηγείο της οικογένειας στην Καραγιώργη Σερβίας στο Σύνταγμα, όπου περίμεναν δεκάδες δημοσιογράφοι, δήλωση δεν έγινε, Δελτίο Τύπου όπως συνηθιζόταν δεν μοιράστηκε.
Το μόνο που είπε σε ορισμένους παριστάμενους ήταν ένα ευθύ «εύχομαι να μην το νιώσετε ποτέ» και μπαίνοντας στο ασανσέρ πρόσθεσε «είναι ευτύχημα που κανείς δεν έπαθε τίποτα, σημασία έχει ότι είμαστε εδώ». Εν αντιθέσει με το θρύλο περί «Σαραβάκου που σούταρε στο δοκάρι» όπως μετέφερε ο Αντώνης Λιβάνης, πολύ αργότερα, όταν ο ίδιος ο Βαρδής κατέθεσε στη δίκη της 17Ν έβγαλε από μέσα του ένα μέρος αυτού που κρατούσε καλά φυλαγμένο: «είστε τυχεροί που είστε εδώ και δεν σας εντόπισα εγώ νωρίτερα».
Δύσκολα να εξωτερίκευε τέτοια σκέψη τότε, ήταν πραγματικά πολύ βαρύ το κλίμα εκείνο το πρωί στην Καραγιώργη Σερβίας, εκατοντάδες αστυνομικοί περιφρουρούσαν το κτήριο, μια κλούβα της ΕΛΑΣ αγκυροβολημένη απέναντι, δεκάδες περιπολικά στα στενά και ο Βαρδής στον 8ο όροφο να υποδέχεται πολλούς και διάφορους.
Πρώτον είδε τον τότε Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, Μιχάλη Κουτελιδάκη, μετά τον Υπαρχηγό της ΕΛΑΣ, Κωνσταντίνο Τασάκο. Μαζί τους έμεινε πάνω από μιάμιση ώρα, δίνοντας κατάθεση και εξιστορώντας τα γεγονότα όπως τα βίωσε ο ίδιος. Όσο οι ρεπόρτερ περίμεναν στον περιβάλλοντα χώρο, τον Βαρδή είδαν φίλοι, εφοπλιστές, παράγοντες του Παναθηναϊκού, διάφοροι γνωστοί που ανέβαιναν στο γραφείο του.
Νωρίς το απόγευμα εμφανίστηκε και ο γιος του ο Γιάννης, ο οποίος ανέβηκε συνοφρυωμένος και αμίλητος στο γραφείο του πατέρα του. Αμέσως μετά δόθηκε εντολή να απομακρυνθούν οι δημοσιογράφοι, κατέφθασαν κι άλλοι συγγενείς με τη Σάσα Βαρδινογιάννη να κάνει απλώς ένα νεύμα ότι «όλα είναι καλά». Μαζί της ο τότε Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Πολιτισμού, Τζανής Τζανετάκης.
Πολύ αργά τη νύχτα ο Βαρδής κατέβηκε στην είσοδο με σκοπό να επιστρέψει στο σπίτι του. Έμοιαζε καλά, φαινόταν δυνατός. Φευγαλέα φάνηκε μόνο μια αμυχή στο αριστερό του μάγουλο, προφανώς από κάποιο σπασμένο τζάμι κατά την έκρηξη. Τον συνόδευαν η Μαριάννα, ο αδελφός του ο Γιώργος και 18 άνδρες της προσωπικής τους ασφάλειας. Οι περισσότεροι Κρητικοί, από εκείνους με το παχύ μουστάκι και το σκοτεινό βλέμμα.
Κατευθύνθηκαν όλοι μαζί στα φανάρια της Σταδίου διακόπτοντας την κυκλοφορία. Πέρασαν απέναντι στο ξενοδοχείο Meridien και εκεί με ένα νεύμα, ο Βαρδής τους απομάκρυνε, πήρε τη Μαριάννα για συνοδηγό και μπήκε στο αυτοκίνητο για να επιστρέψουν στο σπίτι τους.
Κανείς δεν ξέρει τι είπαν, κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι ένιωθαν, πως διαχειρίστηκαν εκείνο το ραντεβού με τον θάνατο. Το βέβαιο είναι ότι ο Βαρδής τον καιρό του τρομοκρατικού χτυπήματος, διεύθυνε μαζί με τη νύφη του Μανουέλλα, χήρα του μεγάλου αδελφού Νίκου και με τη συνεργασία των δύο μικρότερων αδελφών του, του Θόδωρου και του Γιώργου, τον όμιλο των επιχειρήσεων της οικογένειας.
Όμιλος που αποτελείτο από τα διυλιστήρια στην Κόρινθο, την εταιρεία εμπορίας καυσίμων Avin, τη Varnima των 60 πλοίων, τη ΣΕΚΑ με τις εγκαταστάσεις πετρελαιοειδών στους Καλούς Λιμένες της Κρήτης, τη ΣΕΚΑΒΙΝ στη Σύρο, την Τράπεζα Χίου το Meridien και ασφαλώς τον Παναθηναϊκό, τη Μεσημβρινή, την Audio Visual και το Mega Channel, τότε πρωτοεμφανιζόμενο ιδιωτικό τηλεοπτικό κανάλι στη χώρα.
Η αυτοκρατορία των Βαρδινογιάννηδων ασφαλώς δεν περιοριζόταν μόνο στα παραπάνω, διέθετε (και διαθέτει) κατασκευαστικές εταιρείες και ακίνητα μεγάλης αξίας, όπως τον ουρανοξύστη Corinthians στο Manhattan της Νέας Υόρκης, μεγάλες εκτάσεις ανά την επικράτεια με πιο γνωστή εκείνη στη Σιθωνία Χαλκιδικής, ακίνητα και γη στο εξωτερικό, δεκάδες holdings, εκατοντάδες παρακλάδια ήδη υφιστάμενων επιχειρήσεων.
Από εκείνη την επίθεση και μετέπειτα θωρακίστηκε, τρόπον τινά παρέμεινε ακόμη περισσότερο μακριά από τα φώτα των προβολέων και τη δημοσιότητα. Πολύ δύσκολο να κριθεί αντικειμενικά ο επικεφαλής μιας οικογένειας, η οποία αριθμεί κολοσσούς στο παλμαρέ της όπως η Τράπεζα Πειραιώς, η Optima, η Vegas Oil, η ANEK LINES, ο Ελλάκτωρ, το Star Channel, ο Alpha TV, το ΝJV Athens Plaza, το AVE Group of Companies, η Οdeon.
Turning point για το Βαρδή υπήρξε η στρατηγικής σημασίας κίνηση εκσυγχρονισμού της Motor Oil το 1996, μετά το τεράστιο deal με την ARAMCO. Είναι η χρονιά που η οικογένεια δέχεται το επίσης τεράστιο πλήγμα του θανάτου του Θόδωρου, του master mind του εκσυγχρονισμού των πάντοτε «παραδοσιακών» Βαρδινογιάννηδων, σε ηλικία μόλις 54 ετών Η Ελλάδα είχε γυρίσει σελίδα, μαζί της και η οικογένεια και κατά συνέπεια ο ίδιος ο Βαρδής.
Ο Σημίτης ήταν προ των πυλών, ο Βαρδινογιάννης ανέκαθεν τοποθετούσε την οικογένεια πολύ κοντά στο ΠΑΣΟΚ ή τέλος πάντων πέριξ αυτού, δίχως αυτό να σημαίνει ότι οι σχέσεις με τους υπόλοιπους χώρους υπήρξαν μη αγαστές. Άλλωστε ολόκληρη η πορεία, ολόκληρη η εγκαθίδρυση της οικογένειας στις πιο ισχυρές στη χώρα, συνοδεύεται από εκατοντάδες αστικούς και μη μύθους, δεκάδες ανομολόγητα περιστατικά, χιλιάδες σενάρια.
Σημασία έχει ότι εταιρεία πρωτοεισήχθη στο ΧΑΑ τον Αύγουστο το 2001, η συμφωνία με τους Άραβες ολοκληρώθηκε το 2005, όταν η χώρα ζούσε σε εντελώς διαφορετικούς ρυθμούς και σε ένα απίθανο limbo επίπλαστης ευμάρειας. Ο Βαρδής ούτως ή άλλως είχε αποτραβηχτεί, η σκυτάλη είχε περάσει στον πρωτότοκο, ακόμα και ο δημοφιλής Παναθηναϊκός είχε περάσει σε δεύτερο πλάνο για πολλούς και διαφόρους λόγους.
Η τελευταία εικοσαετία υπήρξε η πιο αδιόρατη απ’ όλες. Η κρίση, τα μνημόνια, η άνοδος του αντισυστημισμού, ο λαϊκισμός, η πτώχευση. Ασφαλώς και δεν άγγιξε τους Βαρδινογιάννηδες στο βαθμό που επηρέασε τις ζωές των κοινών θνητών. Ο Βαρδής είχε περάσει στην όχθη των άτρωτων.
Από το 1972 μέχρι πρόσφατα όταν και κατεβλήθη εντελώς η υγεία του, διηύθηνε έναν από τους μεγαλύτερους επιχειρηματικούς κολοσσούς παγκοσμίως. Έχω την αίσθηση ότι γονάτισε μονάχα όταν έφυγε από τη ζωή η Μαριάννα, η συνοδοιπόρος από τα χρόνια που δεν ήταν ο Βαρδής Βαρδινογιάννης που έχουμε όλοι στο θυμικό, αλλά ο νεαρός δόκιμος του Βασιλικού Ναυτικού.
Πολύ δύσκολο να ακτινογραφηθεί ένας τέτοιος άνθρωπος, ειδικά στην Ελλάδα όπου ο πλούτος, η ισχύς και η εξουσία περιπλέκονται με δεκάδες έννοιες στην προσωπική αξιολογική βαθμίδα του καθενός. Προσωπικότητες όπως ο Βαρδής Βαρδινογιάννης αφήνουν αποτύπωμα, το ίχνος που μένει στο διηνεκές και υπενθυμίζει ότι η ζωή κυλάει με χίλιους-δυο τρόπους. Και αποκρυπτογραφείται μονάχα όταν θέλουμε να ρίξουμε αλλού το φως αλλού και το σκοτάδι.