Ελλαδα

Η ιστορία του Αλκαζάρ, του πρώτου Drag Show στην Πλάκα που άνοιξε στα 70s

Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show
Θάνος Αλεξανδρής
ΤΕΥΧΟΣ 936
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Drag Show στην Πλάκα - Το Αλκαζάρ του ονείρου, ήταν το πρώτο αντάρτικο ψυχαγωγίας

Επιτέλους ύστερα από επτά χρόνια τυραννίας, η δικτατορία αποχαιρετά μια αποσυντονισμένη και βασανισμένη χώρα, όπου όλα τα ’σκίαζε η φοβέρα, η απειλή και όλες οι αμαρτίες γίνονταν στα κρυφά υπό τον φόβο των ρουφιάνων, που ήταν εντεταλμένοι από τους ιθύνοντες να φυλάττουν με πάθος και αυτοθυσία το δόγμα: «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια». Το αεράκι της αλλαγής γίνεται θύελλα, που στο πέρασμά της σαρώνει καθετί σκληροπυρηνικό, φονταμενταλιστικό και ψευτοηθικό, που δημιούργησε όλα αυτά τα χρόνια μια κάστα συνταγματαρχών, οι οποία –αγκαλιά με την Εκκλησία και το παρακράτος– θέλησε να ελέγχει τις ζωές και τα γούστα των ανθρώπων. Ό,τι πολεμιέται, θεριεύει και ό,τι απαγορεύεται, αποθεώνεται πανηγυρικά από έναν λαό που ξεχύνεται παντού και μακριά πλέον από τις καταναγκαστικές παραινέσεις αγαμήτων γερόντων, αφήνεται δίχως όρια στο ένστικτο, στην ορμή και στις καύλες του.

Χωρίον η Πλάκα, όπου εδώ συντελείται σε κάθε σπιθαμή της ένα ξέφρενο πανηγύρι χαράς, ευτυχίας και διονυσιακής έξαρσης, και κάθε βράδυ χιλιάδες κόσμου πλημμυρίζουν τις μπουάτ για να ακούσουν απαγορευμένα τραγούδια του Μίκη, σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη, Γιάννη Ρίτσου και Γιώργου Σεφέρη. Εκείνη την εποχή –μιλάμε για χρονολογίες 1975-1976–, μια μεγάλη ποικιλία θεαμάτων για όλα τα γούστα μονοπωλούν την ψυχαγωγία του αθηναϊκού λαού, ο οποίος κουρασμένος από μια παρατεταμένη απαγόρευση και λογοκρισία που επιβάλλει η εφτάχρονη χούντα και διψασμένος για νέες προκλήσεις, δημιουργεί κάθε μέρα το αδιαχώρητο στους πλακιώτικους χώρους.

Στο ένα στρατόπεδο συνωστίζεται μια τάξη καλλιτεχνών, οι οποίοι υπηρετούν με κατανυκτική προσήλωση το πολιτικό τραγούδι και έτσι οι φοιτητές, με τη νέα γενιά, έχουν την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με την υψηλή ποίηση του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, του Μπέρτολντ Μπρεχτ και του Ναζίμ Χικμέτ. Στα στέκια αυτών των εκπροσώπων τού είδους, μεταξύ των οποίων ο Αντώνης Καλογιάννης, ο Πέτρος Πανδής, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου με τη Μαρίζα Κωχ και τη Μαρία Δημητριάδη, η κοσμοπλημμύρα στα μαγαζιά, που φτάνει μέχρι τον δρόμο, δείχνει καθαρά τη διάθεση του κόσμου να εκτονωθεί, να διαμαρτυρηθεί και να φωνάξει με όλη του τη δύναμη: ποτέ πια φασισμός.

Στην αντίπερα όχθη οι μεγαλοαστοί, οι κατασκευαστές και όλοι οι πάμπλουτοι πελάτες, κλείνουν πρώτο τραπέζι στα πολυτελή θεάματα του Γιώργου Μαρίνου και της Μαρινέλλας.

Ένα εντελώς διαφορετικό κοινό, που πάντα θα είναι στα πράγματα και αενάως θα τα ελέγχει επιμελώς. Υπάρχει όμως και μια άλλη εντελώς ιδιόρρυθμη μάρκα καταστημάτων, που υπηρετούν θέαμα εντελώς ξεχωριστό απ’ τα προηγούμενα, και το είδος αυτό με τη σειρά του δημιουργεί εντυπώσεις, ποικίλα σχόλια, πολλαπλές αντιδράσεις, άρα είναι πιο ενδιαφέρον και γοητευτικό. Είναι τα καλτ στέκια, τα απαγορευτικά για οικογενειακές συνεστιάσεις και για την κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας. Εκεί συνυπάρχουν διανοούμενοι, καλλιτέχνες, πρωτοεμφανιζόμενες τρανς, υδραυλικοί και εργαζόμενοι στην Ναυπηγοεπισκευαστική του Περάματος.

Σε ένα παλιό εγκαταλελειμμένο από χρόνια κτίριο, πίσω ακριβώς από την εκκλησία της αγίας Αικατερίνης στην Πλάκα και κοντά στην πλατεία Λυσικράτους, δημιουργείται ένα παράξενο μαγαζί, που άμα τη εμφανίσει, προκαλεί αίσθηση, έκπληξη και πολύ σούσουρο στον καλλιτεχνικό κόσμο. Το στέκι αυτό, που κλέβει αμέσως τις εντυπώσεις ιδιαίτερα υποψιασμένων και πιο περπατημένων ανθρώπων, είναι ένα μαγαζί τύπου καμπαρέ με το όνομα «Αλκαζάρ». Επί της ουσίας, από εκεί ξεκινάει ένα Αντάρτικο ψυχαγωγίας, κόντρα στις προκαταλήψεις και στα ηθικολογήματα που μέχρι πρότινος είχε επιβάλει ένα ηθικοχριστιανικό παρακράτος.

Ιδρυτής του εισαγόμενου, θα λέγαμε, πονήματος είναι ο Γιώργος Δαρζέντας, καταξιωμένος χορευτής και γνώστης της γαλλικής κουλτούρας, ο οποίος, αφού δούλεψε επί μακρόν στα παρισινά καφέ σαντάν, με σπουδαία μπαλέτα και μόνιμη παρτενέρ την Ντόροθι Μουρ, αποφασίζει να δημιουργήσει το πρώτο κλαμπ με Drag Show στην Αθήνα. Την ιδέα σίγουρα την κλέβει από καμπαρέ του συγκεκριμένου είδους, που εκείνη την εποχή ανθούσαν στη γαλλική πρωτεύουσα. Καταλαβαίνετε, στην αρχή δημιουργείται πανικός και ένα σοκ στους περαστικούς, οι οποίοι περνώντας από τη γειτονιά με τα αμπέχονα και τα άρβυλα –απαραίτητο φοιτητικό styling της Μεταπολίτευσης– για να προφτάσουν το πρόγραμμα του Πάνου Τζαβέλα στο «λημέρι» με τα Αντάρτικα, έβλεπαν στις προθήκες τού καταστήματος φωτογραφίες ανδρών έντονα μακιγιαρισμένων, με ποικιλόχρωμες παγέτες και τίγκα στα φτερά και στα πούπουλα, να ποζάρουν με ηδυπάθεια, υποδυόμενοι εγχώριους και καταξιωμένους καλλιτέχνες τού εξωτερικού.

Ένα βράδυ, ο Γιώργος Μαρίνος, μετά από εξαντλητικές πρόβες, αποφασίζει να βγάλει έξω όλο τον θίασο για ψυχαγωγία και μας πηγαίνει στο «Αλκαζάρ», χωρίς πολλές εξηγήσεις για το τι εστί το συγκεκριμένο μέρος, με έναν Βλάσση Μπονάτσο να μου διευκρινίζει πως πρόκειται για ένα μέρος όπου θα ακούσουμε χριστιανικές μπαλάντες. Έτσι λοιπόν εγώ το αθώο, παρέα με όλη τη Μέδουσα, τελικά δεν θα απολαύσω μπαλάντες, θα έχω όμως την ευκαιρία να θαυμάσω το πιο πρωτοποριακό, ακραίο και αληθινά πρωτοφανές υπερθέαμα εκ Παρισίων.

Στην είσοδο ένας κυριούλης ηλικιωμένος, με πράσινα σπινθηροβόλα μάτια, ντυμένος κουνέλα, όλος λαμέ –από πάνω μέχρι κάτω–, μας προετοιμάζει για το υπερβατικό που θα ακολουθήσει.

Μας συστήνεται ως Mammy Blue, μας καλωσορίζει με πολλή χάρη και εύχεται σε όλους καλή διασκέδαση, χορεύοντας στον ρυθμό εκκωφαντικής μουσικής κι εκτοξεύοντας άγνωστες λέξεις – εκεί, για πρώτη φορά, ακούω και μαθαίνω πως οι λέξεις αυτές ανήκουν σε μια γλώσσα, την καλλιαρντή. Η αίθουσα σχεδόν σκοτεινή, λες και έχει γίνει τμηματική διακοπή ρεύματος, ο χώρος ασφυκτικά μικρός –με το ζόρι στοιβάζονται εκατό–, με τους θαμώνες να είναι ο ένας πάνω στον άλλον και η ανύπαρκτη, σχεδόν ντεκαντάνς, διακόσμηση, ακυρώνει αυτόματα, με όλα αυτά που αντικρίζουμε, το χλιδάτο όνομα του «Αλκαζάρ».

Οδηγούμαστε σαν επίσημοι προσκεκλημένοι, φυσικά λόγω Μαρίνου, στο πρώτο τραπέζι, ακολουθώντας φοβισμένα τον Γιώργο, τη Μαρίνα και τον Βλάσση. Παρατηρώ αμήχανα και αποσβολωμένα έναν καινούργιο παράξενο κόσμο, που ξεδιπλώνεται μπροστά μου. Στο διπλανό τραπέζι, με έκπληξη, βλέπω τη Μελίνα Μερκούρη να χαριεντίζεται και να ανταλλάσσει φιλοφρονήσεις με τον Μαρίνο, ενώ γύρω μας ανακαλύπτω πολύ οικεία πρόσωπα του σινεμά και του θεάτρου. Η πίστα μπροστά μας τσιμεντένια και ίσαμε το πάτωμα, τσιμεντένιο κι αυτό, λαμπιόνια που θυμίζουν στημένα πάλκα στο πανηγύρι της Παναγίας της Φανερωμένης στο χωριό μου και ένας φτωχοπροβολέας που δεν νομίζω να επαρκεί για να καλύψει όλη τη διάμετρο.

Ενώ το όνομα προδιαθέτει σε πολυτέλεια και φαντασμαγορία, τελικά καταλήγουμε σε ένα καλτ οίκημα, που μετά από χρόνια θα συναντήσω την ίδια ακριβώς διακόσμηση, με το ίδιο απαράλλαχτο αποσμητικό χώρου, στη «Λάσσυ» Καστοριάς και στον «Μαύρο Πάνθηρα» στη Σκάλα Λακωνίας. Η συνέχεια όμως θα μας εκπλήξει ευχάριστα και θα μας ανταμείψει, αφού το θέαμα που ακολουθεί είναι συναρπαστικό και κεφάτο, σαν ένα ξεκάθαρο μήνυμα της σεξουαλικής απελευθέρωσης και της χαράς που ερχόταν μετά από τόση δικτατορική στέρηση.

Παρά το πρωταρχικό συναίσθημα της μελαγχολίας, όλο αυτό το αλμοδοβαρικό σκηνικό με τη θριαμβευτική έναρξη του προγράμματος –όπου όλα τα αγόρια τού «Αλκαζάρ», με τον κώλο έξω, μας καλωσορίζουν και μας εύχονται καλή διασκέδαση, με μια άψογη χορογραφία– δημιουργεί ένα θέαμα εντελώς ξεχωριστό και καθόλου σχετικό με όσα είχαμε δει. Πού θα είχες την ευκαιρία να δεις σε άλλο μαγαζί της περιοχής καλλιτέχνη με τον κώλο έξω; Στην μπουάτ του Γιάννη Μαρκόπουλου, δίπλα στον δωρικό Λάκη Χαλκιά να ερμηνεύει το «Πάτερ Γυμνάσιος, καλόγερος άξιος» από τον «Θεσσαλικό Κύκλο»; Στο μαγαζί του Αντώνη Καλογιάννη, ο οποίος κατάγεται από την Καισαριανή και όλο αυτό το νεωτεριστικό ίσως και να έκανε κόντρα στην ιδεολογία του, αλλά κυρίως στο επάγγελμα του τσαγκάρη, που ήταν και η πρώτη του δουλειά;

Στο πρόγραμμα συμμετέχουν αγόρια ντυμένα γυναίκες, που, με μπρίο εξαιρετικό και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσφέρουν ένα εκρηκτικό μείγμα γέλιου σε ένα show, το οποίο δεν είχα φανταστεί. Ο σταρ του κλαμπ, ο Δημήτρης Σουλελές, αγαπημένος μου φίλος από την εποχή της «Μέδουσας» και ήδη διάσημος στο καλλιτεχνικό κύκλωμα ως αποκλειστικός κομμωτής και make up artist της Μαρινέλλας, ο οποίος βοήθησε τα μέγιστα στις εκπληκτικές μεταμορφώσεις αυτής της μεγάλης τραγουδίστριας, εμφανίζεται στη σκηνή σαν Μαρινέλλα και κόβει την ανάσα των θαμώνων.

Η χαρακτηριστική αέρινη κίνηση του χεριού, το ίδιο στήσιμο και πόζα, σε συνδυασμό με το κλασικό τίναγμα του μαλλιού, σου δίνει την αίσθηση πως η Μαρινέλλα πετάχτηκε για λίγο απ’ το μαγαζί της για να κάνει μια έξτρα εμφάνιση στο «Αλκαζάρ». Ο ίδιος μου έλεγε πως όταν τέλειωνε εκεί την πρώτη του εμφάνιση, επειδή ο χρόνος ήταν περιορισμένος και η απόσταση πολύ μικρή, πεταγόταν με την ίδια αμφίεση στο «ZOOM», περνούσε βιαστικά ανάμεσα σε έκπληκτους πελάτες για να πάει να χτενίσει τη Μαρινέλλα στο καμαρίνι της. Θα χρειαστούν πολλά ακόμη χρόνια για να υποδυθούν πάλι τους ίδιους ρόλους Ζαχαράτοι και μια ατέλειωτη σχολή μιμητών, όμως η υπεροχή των παιδιών τού «Αλκαζάρ» είναι εμφανής.

Στο πρόγραμμα ακολουθεί ο Γιώργος Χάλαρης, ένας πανύψηλος, εκπληκτικός, κλασικός χορευτής, ο οποίος ξεκίνησε στην Ελλάδα από το μπαλέτο του Μανώλη Καστρινού και στη συνέχεια, όπως και ο Γιώργος Χάλαρης, έκανε κι αυτός καριέρα στα music halls του Παρισιού. Μετά ακολούθησαν θριαμβευτικές τουρνέ με πολυμελή μπαλέτα στον Λίβανο, την Περσία και την Αίγυπτο, σταλμένος από διεθνείς ιμπρεσάριους, σε μια εποχή όπου στην Ανατολή όλα ήταν μαγικά και ελεύθερα, με χρήμα που έρεε, πολύτιμα δώρα από τους πελάτες και πολύ έρωτα. Υποδυόμενος μοναδικά τη Μελίνα Μερκούρη, και μάλιστα με τη διάσημη σταρ να είναι απέναντί του, δεν είναι απλώς και μόνο συγκλονιστικός.

Το μαγαζί να σείεται από τα χειροκροτήματα, με μια Μελίνα στα πρόθυρα λιποθυμίας από τα γέλια και εμείς να νιώθουμε μια απίστευτη ευφορία, γιατί τελικά άξιζε που ήρθαμε στο συγκεκριμένο μέρος και δεν πήγαμε να ακούσουμε τον Μανώλη Μητσιά να μας λέει για πεντηκοστή φορά, με κατάθλιψη: «Λούζεται η αγάπη μου στο Γουαδαλκιβίρ και τ’ άνθη παίρνουν ευωδιά απ’ το γλυκό κορμί της».

Στη συνέχεια, οι καλλιτέχνες παρελαύνουν στη σκηνή με κορμάκια, εσάρπες, καυτά σορτς και μαύρα δικτυωτά καλσόν, πάνω σε δωδεκάποντες γόβες, μιμούμενοι ιέρειες της πίστας και του σινεμά.

Ο Ζαν Πιέρ κλέβει την παράσταση ως Μινέλι, ο Ανδρέας Φέρτης, με το ψευδώνυμο Ρούντυ, κάνει εξαιρετικά τη Νάνα Μούσχουρη, ενώ αργότερα στο ίδιο νούμερο θα τον αντικαταστήσει ο φίλος μου Δημήτρης Σαραβάνος, ένας εξαιρετικός καλλιτέχνης που θα κάνει μεγάλη καριέρα σε μαγαζιά της Αθήνας και της επαρχίας.

Στο πρόγραμμα συμμετέχει ένας φοβερός Κύπριος χορευτής ο Στέλιος Παυλίδης, με τον οποίο θα συνεργαστούμε αρκετά χρόνια αργότερα στο κοσμικό μαγαζί «Λυχνάρι» Χανίων, έτερος με το προσωνύμιο Ναριμάν, κάνει θριαμβευτική εμφάνιση ως Σοφία Βέμπο, αλλά και ως Κάρμεν Μιράντα, με βερνίκια παπουτσιών Camel για σκουλαρίκια. Ενώ, στη συνέχεια, η Mammy Blue, που υποδέχεται το κοινό στην είσοδο, υποδυόμενη την Εντίθ Πιάφ, απογειώνει το πράγμα, δημιουργώντας καταστάσεις εκρηκτικές.

Ο Δημήτρης Σουλελές, αφού έχει τελειώσει τα χτενίσματα της Μαρινέλλας, επανέρχεται δυναμικά στο δεύτερο μέρος ως Μάρλεν Ντίντριχ, παρέα με τον Γιώργο Χάλαρη, ο οποίος, υποδυόμενος έναν Γερμανό Ες-Ες, σιγά σιγά αρχίζει το στριπτίζ και στο φινάλε του τραγουδιού μένει ολόγυμνος στην πίστα. Το πρόγραμμα θα τελειώσει με ένα σκυλάδικο show, που είναι και το κλου της παράστασης, όπου ένα μαγαζί σχεδόν αλαλάζει από γέλια υστερίας και χειροκροτήματα ενθουσιασμού. Όλοι αυτοί οι υπέροχοι και υπερταλαντούχοι αρτίστες τού «Αλκαζάρ», καθισμένοι σε ψάθινες καρέκλες επαρχιακού καφενείου, παριστάνουν παρακμιακές τραγουδίστριες της δεκαετίας του ’60. Ντυμένοι με κουρέλια και ψεύτικες χάντρες, αναβιώνοντας εξαιρετικά εποχές μπουλουκιών, τραγουδούν, χορεύουν τσιφτετέλι, δημιουργούν ίντριγκες μεταξύ τους, φλερτάρουν ασύστολα με τους πελάτες, και το υπερθέαμα απογειώνεται. Είναι αυτό ακριβώς το ίδιο νούμερο που θα αρπάξει ο Μαρίνος, θα το υιοθετήσει για τη «Μέδουσα» και θα γίνει το γνωστό «λαϊκό πάλκο» με luben τραγούδια, που θα αποτελέσει τον προσωπικό μας θρίαμβο στην πρεμιέρα. Το πρόγραμμα του μαγαζιού θα μεταφερθεί το καλοκαίρι στην ταράτσα και θα αντέξει μόνο δύο χρόνια, ίσως γιατί δεν υπάρχει ακόμη μεγάλο κοινό να δεχτεί τέτοια προγράμματα.

Τη δεύτερη σεζόν θα δημιουργηθεί ρήξη στις σχέσεις με την εργοδοσία και ο Γιώργος Χάλαρης με κάποιους συναδέλφους θα προσπαθήσουν να στήσουν, χωρίς επιτυχία, κάτι αντίστοιχο σε διαφορετικό χώρο.

Αργότερα, μετά την επέμβαση αλλαγής φύλλου και πλέον σαν Ραχήλ Χάλαρη, παράλληλα με την έκδοση του βιβλίου του «Ωραίο το φουστάνι σου, Γιώργο μου», θα προσπαθήσει στο «Κους- Κους» να στήσει μια μουσικοθεατρική αβάν γκαρντ σκηνή, όμως όλο το εγχείρημα αποτυγχάνει.

Θα παντρευτεί στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα με έναν 25χρονο νεαρό, ο οποίος έχει συνεργείο αυτοκινήτων, όμως ο γάμος δεν θα κρατήσει πολύ και η Ραχήλ θα εξαφανιστεί από τα καλλιτεχνικά δρώμενα ύστερα από δεινά και κακουχίες. Σήμερα, το μοναδικό μαγαζί με Drag Show είναι οι «Κούκλες», σε εντελώς ευρωπαϊκή εκδοχή, με καταπληκτικό θέαμα, υπερλουσάτα κουστούμια και τρανς καλλιτέχνες με μεγάλο σουξέ στο αθηναϊκό κοινό για αρκετά χρόνια, και με την Εύα Κουμαριανού να ηγείται του προγράμματος. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι στο «Αλκαζάρ» οι γυναίκες επί σκηνής ήταν άντρες, χωρίς ουδεμία επέμβαση και σίγουρα υπήρχε μια πιο ντεκαντάνς ερωτική ατμόσφαιρα, ενώ εδώ οι καλλιτέχνες είναι σχεδόν όλοι τρανς.

Για την ιστορία, πριν το «Αλκαζάρ» υπήρχαν κάποια περιθωριακά μαγαζιά, όπως η «Χαβάη», με ανεπιτυχείς μεταμφιέσεις από αγόρια, σε μια πιο καρναβαλίστικη εκδοχή για να προσελκύσουν το αντικείμενο του πόθους τους. Όπως επίσης και στην ταβέρνα «Μπαρμπούτσογλου» στο Παγκράτι, όπου έκανα το πρώτο μου ρεπορτάζ για το Φαντάζιο, όμως εκεί το θέαμα με ηλικιωμένους που παρίσταναν γυναίκες, έφερνε πιο πολύ σε ρεβί πίστας.

Ο Μίνως Αργυράκης, σκιτσογράφος της «Οδού Ονείρων» και αγαπημένος φίλος του Χατζιδάκι, ένας άνθρωπος που αγάπησε υπερβολικά τις γυναίκες, μεταφέρει ρεπορτάζ για λογαριασμό της εφημερίδας Ελευθερία, όπου ενθουσιασμένος περιγράφει ένα διάσημο Drag Show στο παρισινό «Καρουσέλ». Χρονολογία; Το 1959 παρακαλώ. Σε μια χώρα που έχει περάσει δύο πολέμους και έναν εμφύλιο, με νωπά τα σημάδια του σπαραγμού και με ξερονήσια γεμάτα από αριστερούς αγωνιστές, ένας διανοούμενος παρουσιάζει ένα πρόγραμμα με άνδρες μεταμφιεσμένους σε γυναίκες, με τίτλο «Στα θεάματα, όπου ο παράγων φύλον δεν παίζει ρόλο», ενώ εμείς στον 21ο αιώνα ανακαλύπτουμε σαν πρωτοποριακό το θέαμα στις «Κούκλες». Γράφει ο Αργυράκης...

«Ένα από τα περίεργα και πιο γοητευτικά θεάματα, που μονάχα στο Παρίσι μπορείς να το απολαύσεις είναι αυτό που βλέπει κανείς στο "Καρουσέλ". Μετά τα μεσάνυχτα, στο μικρό αυτό κέντρο οι προβολείς ρίχνουν τις χρωματιστές τους ακτίνες πάνω σε κάτι πολύ αλλόκοτο. Μπροστά στα μάτια σου παρελαύνουν, η μια μετά την άλλη, γυναίκες εκπάγλου καλλονής και κάνουν τα νούμερά τους με τέτοια θηλυκότητα που σπάνια θα συναντήσεις. Κι όμως εδώ είναι το περίεργο. Όλες οι γοητευτικές αυτές γυναίκες είναι νεαροί. Μπορεί μάλιστα κανείς να τους δει όταν περνάνε από τον διάδρομο για να μπουν στα καμαρίνια να αλλάξουν. Η μεταμόρφωσή τους είναι καταπληκτική. Η πιο ενδιαφέρουσα ατραξιόν είναι η εμφάνιση της Κοκσινέλ. Γι’ αυτήν άλλωστε έρχονται οι περισσότεροι, όχι μόνον από το Παρίσι, αλλά από όλον τον κόσμο, γιατί πουθενά αλλού δεν μπορείς να δεις κάτι τέτοιο.

»Η Κοκσινέλ, δηλαδή αυτός ο νεαρός, μοιάζει έτσι όπως εμφανίζεται στη σκηνή χίλιες φορές πιο γοητευτική κι από την Μπριζίτ Μπαρντό και αν δεν το ξέρεις, αδύνατον να υποψιαστείς ότι είναι άντρας. Πάνω στη σκηνή είναι σαν μια θεά, σαν ιέρεια που μεταδίδει μια περίεργη μαγεία, η οποία παρ’ όλη την προκλητικότητα που έχει, είναι απαλλαγμένη από καθετί ερωτικό και ερεθιστικό. Κατορθώνει δηλαδή να ερεθίσει το πνεύμα σου όχι με πνεύμα, αλλά με τη σωματική ομορφιά που εκπέμπει, απαλλαγμένη όμως από τα ενοχλητικά σύνορα του σεξ. Δεν τη βλέπεις ούτε σαν γυναίκα ούτε σαν άντρα. Την βλέπεις μονάχα σαν ομορφιά. Κι εδώ βρίσκονται τα αίτια αυτής της ανεξήγητης μαγείας που νιώθεις μέσα σε αυτό το κέντρο. Μπροστά στα μάτια σου λάμπει η γυναικεία ομορφιά, χωρίς εκείνο το αποκρουστικό γυναικείο νάζι και τα πληκτικά επακόλουθά του. Είναι γιατί μέσα στην ομορφιά αυτή βρίσκεται ένας άντρας που κινεί και δίνει με την προσωπικότητά του αυτό το καταπληκτικό αποτέλεσμα. Μόνη της η γυναίκα δεν έχει καμιά δύναμη. Δεν μπορεί να τη θεοποιήσει από μόνη της. Χρειάζεται αντρικά χέρια. Εκτός φυσικά αν είναι η Γκρέτα Γκάρμπο ή η Μάρλεν Ντίντριχ.

»Η Κοκσινέλ χορεύει, τραγουδάει, σκορπά γύρω με τον τρόπο που κινείται, με τον τρόπο που φέρεται, έναν αέρα σιγουριάς. Σαν να ’ναι όλος ο κόσμος δικός της. Κατακτά τους ανθρώπους και κάνει δικά της τα αντικείμενα γύρω της. Ρίχνει ένα τόσο γοητευτικά περιφρονητικό βλέμμα γύρω της, είναι τόσο αυτάρκης και τόσο ερωτευμένη με τον εαυτό της, τόσο απαλλαγμένη από μικροανάγκες, που δημιουργεί με τον χορό της και το τραγούδι της, ένα συγκεκριμένο και χειροπιαστό ιδανικό, καμωμένο όμως από μια οπτική απάτη.

»Η γυναικεία χάρη που κρύβουν, άλλωστε, οι περισσότεροι χορευτές του καμπαρέ αυτού φτάνει σ’ ένα ανώτερο επίπεδο. Πολλές φορές μου θύμιζαν τις γκέισες που είδα στο Τόκιο, στις παραστάσεις του θεάτρου Καμπούκι, οι οποίες πάλι παίζονται από άντρες. Μαζί με την Κοκσινέλ εμφανίζονται καμιά δεκαριά ακόμη γυναίκες, όλες διαλεχτοί και εκπάγλου καλλονής νέοι, που μόλις βγάλουν την περούκα τους είναι σαν να βλέπεις τον Απόλλωνα. Από τη μια στιγμή στην άλλη μεταμορφώνονται. Γίνονται πότε θεοί και πότε θεές.

»Ανάβουν τα φώτα. Τα νούμερα συνεχίζονται το ένα πίσω από το άλλο. Τώρα βγαίνει η Καπουσίν, δηλαδή ένα ωραιότατο παιδί που μοιάζει στη φωτογραφία του προγράμματος απαράλλακτος ο Ερμής, και μιμείται μια νεαρή νόστιμη μα πουριτανή και από καλή αγγλική οικογένεια κόρη, που βρίσκεται στο Μπράιτον κάνοντας τις διακοπές της, εκεί γύρω στα 1925.

»Ύστερα υπάρχει μια άλλη σειρά από σατιρικά νούμερα, καμωμένα πάλι από άντρες αλλά ηλικιωμένους που μιμούνται θείες, γεροντοκόρες, συγγενείς, χοντρές τραγουδίστριες. Όλα τα νούμερα παρ’ όλη την τολμηρότητα που έχουν και τον ρεαλισμό που εκφράζουν, διατηρούνται σ’ ένα αφάνταστα υψηλό επίπεδο. Μέσα στο "Καρουσέλ" συνειδητοποίησα πόσο η σωστή σάτιρα, άμα γίνεται με τόσο σοβαρό και υπεύθυνο τρόπο, καταλήγει να σου αποκαλύψει έναν μαγικό κόσμο που όλοι κρύβουμε μέσα μας, μα φοβόμαστε να το παραδεχτούμε».

Τα χρόνια πέρασαν, οι αντιλήψεις έγιναν πολύχρωμες και το ευρύ κοινό πλέον, χωρίς ταμπού, αποδέχεται το διαφορετικό σε όλες του τις ενδυματολογικές και καλλιτεχνικές εκφάνσεις... Σήμερα το club «Κούκλες» γίνεται talk of the town και η νεολαία, αγκαλιά με διάσημους, απολαμβάνει εντελώς απενοχοποιημένα την Εύα Κουμαριανού, παρέα με υπέροχα κορίτσια, σ’ ένα φαντασμαγορικό Drag Show στο στέκι της Μαριλούς... όμως, κακά τα ψέματα, τίποτα δεν θα είναι σαν το «Αλκαζάρ»... τίποτα δεν θα θυμίζει αυτό που νιώσαμε εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ, όταν όλοι εμείς οι καλλιτέχνες της «Μέδουσας» γίναμε θεατές μιας απρόσμενης αλλά υπερβατικής παράστασης. Με χαμηλωμένο βλέμμα, σχεδόν συνωμοτικά, σαν μέλη μυστικιστικής οργάνωσης, νιώθαμε ότι συμμετείχαμε σε κάτι παράνομο και αμαρτωλό που συντελείτο εκείνη την ώρα, παράλληλα με τραγούδια και ορατόρια του Μίκη Θεοδωράκη, τα οποία αντηχούσαν θριαμβευτικά απ’ τις διπλανές μπουάτ.

Όλοι εμείς κουρασμένοι από τα αντάρτικα του Πάνου Τζαβέλα, με ένα μυαλό υπερφορτωμένο και κορεσμένο από τη μελοποιημένη ποίηση των Βολφ Μπίρμαν και Ναζίμ Χικμέτ, αισθανθήκαμε ένα περίεργο και ανεξήγητο συναίσθημα. Ήταν σαν να ’βλεπες δίπλα σου τον Ζαν Ζενέ να χαριεντίζεται με τον Κοκτώ και στο απέναντι τραπέζι ο Τεννεσί Ουίλλιαμς παρέα με τον Μάνο Χατζιδάκι να χειροκροτούν με πάθος τους καλλιτέχνες εκείνης της μαγικής παράστασης, οι οποίοι, χωρίς να το γνωρίζουν, γίνονταν πρόδρομοι σ’ ένα καινούργιο καλλιτεχνικό είδος, που με την πάροδο των χρόνων θα αποκτούσε ατέλειωτους μιμητές και θαυμαστές.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου