Ελλαδα

Πώς πήρε το όνομά της η Κως;

Ορισμένες σκέψεις για την ονομασία του νησιού στο νοτιοανατολικό Αιγαίο με βάση πρόσφατη έρευνα

asterios-kexagias.jpg
Αστέριος Κεχαγιάς
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Πώς πήρε το όνομά της η Κως;
© EUROKINISSI/ ΑΝΤΩΝΗΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

Κως, η Αιθιοπία του Αιγαίου – Ετυμολογίες για την ονομασία του νησιού

Η έρευνα πάνω στην ετυμολογία μιας λέξης –και ιδίως στην ετυμολογία τοπωνυμίων– είναι πάντα επίφοβη, διότι συνήθως τα τοπωνύμια πάνε πολύ πίσω στον χρόνο και παρουσιάζουν αρκετή ανθεκτικότητα στην αλλαγή. Με αποτέλεσμα να υποπίπτει κανείς στο σφάλμα της ετυμολόγησης ενός πολύ αρχαίου ονόματος μέσω ύστερων γλωσσών που μπορεί μεν να σχετίζονται με την περιοχή αλλά που η ομοιότητα λέξεών τους με το συγκεκριμένο τοπωνύμιο είναι απλώς προϊόν σύμπτωσης. Το διαδίκτυο βρίθει από παρετυμολογίες λέξεων, συχνά ως εργαλείων κάποιας εθνικιστικής ή πολιτικής στόχευσης (π.χ. σύνδεση Αμερικής με τον Όμηρο,  σύνδεση της επαρχίας Γιουνάν στην Κίνα με τους Ίωνες ή και σύνδεση του Suez με τον Δία). Δεν θα ήταν υπερβολικό να λεχθεί ότι κάθε λέξη που υπάρχει τριγύρω θα μπορούσε να ετυμολογηθεί από πολλές άλλες άσχετες με την προέλευσή της γλώσσες.

Μια δεύτερη δυσκολία εγείρεται από το ότι συχνά είναι αρκετά δυσδιάκριτη η διαφορά της ιστορικής ετυμολογίας (του «όντως» νοήματος μιας λέξης) από τη λαϊκή ετυμολογία, δηλαδή από ετυμολογία που έκαναν μεν οι ντόπιοι πληθυσμοί που συνδέονται μαζί της αλλά που δεν σχετίζεται με την «πραγματική» προέλευσή της. Ένεκεν αυτών, κάθε απόπειρα εξιχνίασης της ετυμολογίας μιας λέξης, θα πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή και να προσφέρει ικανά στοιχεία για τη θεμελίωσή της. Στο κείμενο που ακολουθεί θα παρουσιαστούν ορισμένες σκέψεις πάνω στο όνομα του νησιού της Κω στο νοτιο-ανατολικό Αιγαίο. Η έρευνα αυτή δημοσιεύτηκε πριν λίγες ημέρες σε ξενόγλωσσο άρθρο ενός peer-reviewed τόμου, ο οποίος αναφερόταν σε πρώιμες σχέσεις Ινδίας-Αιγαίου, ήδη από την εποχή του Χαλκού (Kechagias 2024). Παρότι το θέμα του άρθρου αφορούσε μια διερεύνηση του αρχαίου γνωστού φαινομένου σύνδεσης Ινδίας-Αιθιοπίας, για το οποίο θα γίνει λόγος παρακάτω, η Κως προέκυψε ως δευτερεύουσα θεματική κατά τη διάρκεια της έρευνας και προσέφερε ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του παζλ.

Πώς πήρε το όνομά της η Κως;
© Tom Wojcik / Unsplash

Το φαινόμενο σύνδεσης Ινδίας-Αιθιοπίας

Αν ξεκινήσει κανείς μια έρευνα πάνω στην κατανόηση των όρων «Ινδία» και «Αιθιοπία» στις ελληνο-ρωμαϊκές πηγές (και ιδίως στις Χριστιανικές), το πρώτο πράγμα που θα παρατηρήσει εύκολα είναι πως και οι δύο αυτοί όροι είναι πολύσημοι και συχνά αρκετά αινιγματικοί ως προς το ακριβές τους περιεχόμενο. Το ίδιο συμπέρασμα θα προκύψει και με μια μελέτη της Ινδίας και της Αιθιοπίας στις βιβλικές και ραβινικές πηγές. Η εβραϊκή λέξη που αντιστοιχεί στην αρχαιοελληνική «Αἰθιοπία» είναι η λέξη «Κους» (Kush). Πρόκειται μάλλον για όνομα αιγυπτιακής προέλευσης ή τουλάχιστον συναντάται για πρώτη φορά σε αιγυπτιακές πηγές με τη μορφή Κας (Kash), παρότι δεν μπορεί να αποκλείσει κανείς ότι αντιστοιχούσε στον τρόπο με τον οποίο οι ίδιοι οι αρχαίοι Αιθίοπες αποκαλούσαν τον εαυτό τους). Ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος (1ος αι. μ.Χ.) για παράδειγμα, γράφει στο πρώτο βιβλίο της Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας (1.6.2.131):

Από τα τέσσερα παιδιά του Χαμ, ο χρόνος δεν έφθειρε καθόλου το όνομα του Κους· Διότι οι Αιθίοπες, στους οποίους βασίλεψε, μέχρι και σήμερα, τόσο από τους ίδιους όσο και από όλους τους λαούς της Ασίας, καλούνται Κουσίτες (Χουσαίοι).

Ο Ιώσηπος αναφέρεται στη βιβλική γενεαλογία του δεκάτου κεφαλαίου της Γενέσεως, στον λεγόμενο «Πίνακα των Εθνών», η οποία εκκινεί από τα τρία παιδιά του Νώε: τον Ιάφεθ, τον Χαμ και τον Σημ. Ένα από τα τέσσερα παιδιά του Χαμ στον Πίνακα είναι ο Κους (οι Εβδομήκοντα των μεταφράζουν «Χους» σε εκείνο το σημείο και ο Ιώσηπος «Χουσαίο») και υποτίθεται ότι πρόκειται για έναν οιονεί μυθικό πρόγονο των Κουσιτών (Αιθιόπων). Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, το όνομα Κους το χρησιμοποιούσαν και οι ίδιοι οι Αιθίοπες για τον εαυτό τους ενώ παρατηρεί ότι είναι πολύ αρχαίο και ότι δεν το έβλαψε καθόλου το πέρασμα του χρόνου.

Ένα επιπλέον πρόβλημα με την αρχαία Αιθιοπία αφορά το ότι το όνομα αυτό στην αρχαιότητα δεν δήλωνε αυτό που σήμερα κατανοούμε ως Αιθιοπία, δηλαδή τη γεωγραφική περιοχή που περικυκλώνεται από το Σουδάν, την Ερυθραία, το Τζιμπουτί, τη Σομαλία και την Κένυα. Παρότι δεν μπορεί να αποκλείσει κανείς με βεβαιότητα ότι ο όρος Αιθιοπία ή Κους κάλυπτε από πρώιμη εποχή και εκείνες τις περιοχές, αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι αναφερόταν πολύ πιο συχνά σε περιοχές του σημερινού Σουδάν (της αρχαίας Νουβίας), όπου άλλωστε βρίσκουμε από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. και πιο ρητά στην πρώτη χιλιετία π.Χ., το λεγόμενο βασίλειο της Κους. Με άλλα λόγια, η Αιθιοπία των ελληνικών και λατινικών πηγών, η βιβλική Κους και η αιγυπτιακή Κας, δεν σχετίζονταν με τη σύγχρονη γεωγραφική περιοχή της Αιθιοπίας αλλά, πρωτίστως, με το αρχαίο Σουδάν και τους κατοίκους του.

Αυτή η πρώιμη σύνδεση Αιθιοπίας-Σουδάν φαίνεται να αλλάζει κάπως περιεχόμενο στους πρώτους αιώνες της μ.Χ. εποχής, όταν έρχεται στην επιφάνεια το βασίλειο του Άκσουμ στην περιοχή της σημερινής Αιθιοπίας και Ερυθραίας, όπου για πρώτη φορά ο αρχαίος όρος «Αιθιοπία» αρχίζει να δηλώνει εδάφη της σημερινής Αιθιοπίας. Ο Χριστιανός συγγραφέας Φιλοστόργιος (5ος αι. μ.Χ.) αναφέρεται ρητώς σε Ακσουμίτες Αιθίοπες: τοὺς Αυξουμίτας καλουμένους Αιθίοπας (Εκκλησιαστική Ιστορία, 3.5 sq). 

Από την πρώτη χιλιετία π.Χ. και πολύ πιο έντονα κατά την πρώτη χιλιετία μ.Χ., εμφανίζεται στις ελληνο-ρωμαϊκές, ιουδαϊκές αλλά και συριακές αραμαϊκές πηγές, ένα επιπλέον πρόβλημα. Για κάποιον λόγο, η Κους και η Αιθιοπία άρχισαν να μπλέκονται με την Ινδία καταλήγοντας στο να βρίσκουμε τους παραπάνω όρους να χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν πολλές διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές. Στις ελληνικές και λατινικές πηγές, οι όροι «Αιθιοπία» και «Ινδία» αποδίδονται μερικές φορές σε περιοχές της Ινδίας, περιστασιακά σε τμήματα της βορειοανατολικής Αφρικής (ή ακόμα και της βορειοδυτικής Αφρικής), και άλλες φορές σε περιοχές της Αραβικής Χερσονήσου. Σε τέτοιες πηγές, τμήματα της Ινδίας ή της Αραβικής Χερσονήσου λέγεται ότι κατοικούνται από Αιθίοπες, ενώ υπάρχουν και αναφορές στις οποίες ορισμένα μέρη της Δυτικής ή Ανατολικής Αφρικής προσδιορίζονται ως ινδικά εδάφη.

Ρωμαϊκό ωδείο Κω
Ρωμαϊκό ωδείο Κω © JR Harris / Unsplash

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Αιλιανός (3ος αιώνας μ.Χ.), ο οποίος φαίνεται να τοποθετεί την Ινδία στα σύνορα της Λιβύης: «Λιβύων δὲ ἄρα τῶν γειτνιώντων Ἰνδοῖς μαθαίνω βοσκημάτων ἀγελάδας...» (De Natura Animalium, 16.33) ενώ σε αρκετές χριστιανικές εκκλησιαστικές ιστορίες, όπως αυτή του Ρουφίνου ή του Σωκράτη του Σχολαστικού, βρίσκουμε διακρίσεις ανάμεσα σε διαφορετικές Ινδίες (π.χ. την India citerior και την India ulterior). Παρόμοιο φαινόμενο παρατηρείται και με την Αιθιοπία, όπου στο λεγόμενο Πασχάλιο Χρονικό 29 (7ος αι. μ.Χ.) εντοπίζουμε αναφορά σε δύο διαφορετικές Αιθιοπίες: την Αιθιοπία που βλέπει στην Ινδία (Αιθιοπία ἡ βλέπουσα κατ Ινδούς) και μια άλλη Αιθιοπία, απ’ την οποία εκπορεύεται ο ποταμός των Αιθιόπων (ἑτέρα Αἰθιοπία, ὅθεν ἐκπορεύεται ὁ ποταμὸς τῶν Αἰθιόπων). Οι συνδέσεις, βέβαια, Ινδίας και Αιθιοπίας εντοπίζονται και στην προχριστιανική εποχή, πιθανότατα ήδη από τον Όμηρο αλλά πιο καθαρά στον Ηρόδοτο, όπου βλέπουμε πολλές διαφορετικές συνδέσεις Ινδών και Αιθιόπων. Ο Ηρόδοτος μάλιστα διακρίνει ρητώς τους Αιθίοπες της Αφρικής από τους Αιθίοπες της Ασίας ή Ανατολής τους οποίους φαίνεται να συνδέει με εδάφη της Ινδίας και του σημερινού Πακιστάν (Ιστορίαι, 3.94.1).

Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, πέρα από τη σύνδεση της Αιθιοπίας με περιοχές της Αφρικής, της αραβικής Χερσονήσου και της Ινδίας, υπάρχουν πηγές που συνδέουν Αιθίοπες με περιοχές του σημερινού Ισραήλ όπως η Ιόππη (σημερινή Γιάφα). Εκεί τοποθετούν ο Ψευδο-Σκύλακας (4ος αι. π.Χ.) και ο Κόνων ο Μυθογράφος (1ος αι. π.Χ.) το βασίλειο του Αιθίοπα βασιλιά Κηφέα, πατέρα της Ανδρομέδας, στον γνωστό μύθο με τον Περσέα και το κήτος (Ψευδο-Σκύλακας, Περίπλους, 140; Κόνων, Διηγήσεις, 40). Υπάρχουν δηλαδή αναφορές σε αιθιοπικά βασίλεια ακόμη και σε περιοχές της ανατολικής Μεσογείου.

Αρκετοί ερευνητές απέδωσαν το παραπάνω φαινόμενο σύνδεσης Ινδίας-Αιθιοπίας, σε μια εκτεταμένη γεωγραφική σύγχυση των αρχαίων συγγραφέων. Ο πρώτος που διατύπωσε ξεκάθαρα αυτό το πρόβλημα φαίνεται να ήταν ο Γερμανός οριενταλιστής Χιόμπ Λούντολφ (1624-1704) στο έργο του Historia Aethiopica (1681). Εκεί παρατηρεί: «Η ποικιλία των ονομάτων [σχετικά με την Αιθιοπία] στην [ελληνορωμαϊκή] ιστορία τους έχει προκαλέσει αρκετή σύγχυση...» και λίγες σελίδες αργότερα συμπληρώνει: «[Η ιστορία της Αιθιοπίας] παραδόθηκε από τους Έλληνες συγγραφείς με συγκεχυμένο και ατελή τρόπο: η ποικιλία των ονομάτων ενισχύει επίσης την ασάφεια της ιστορικής αναφοράς» (1.1.12: «Nominum diversitas in historia illorum haud exiguam confusionem peperit» και 2.4.33: «At illa a Græcis scriptoribus confusè & imperfecta tradita fuêre: nominum quoque diversitas obscuritatem historiæ adfert»).

Ωστόσο, η πιο εκτενής συζήτηση για αυτό το θέμα εμφανίζεται από τον 19ο αιώνα και μετά. Μέχρι σήμερα, αρκετοί μελετητές συμφώνούν πως πράγματι στην αρχαιότητα υπήρξε μια τέτοια γεωγραφική, πολιτιστική και θρησκευτική σύγχυση μεταξύ της Ινδίας και της Αιθιοπίας. Η σύγχυση αυτή αιτιολογήθηκε ότι εκπήγασε είτε από τις ομοιότητες της χλωρίδας και της πανίδας της Ινδίας και της Αφρικανικής Αιθιοπίας (π.χ. βρίσκει κανείς κροκόδειλους και στις δύο περιοχές) είτε από το «κοινό» μαύρο χρώμα των κατοίκων τους (βλ. Schneider 2004; Snowden 1970). Στο τελευταίο βοήθησε η καθιερωμένη ετυμολογία του όρου «Αἰθίοψ» ως αναφορά σε άτομο που φέρει «καμμένη όψη» –κάτι που κατανοήθηκε ως αναφορά σε ανθρώπους μαύρου χρώματος.

Ο συγγραφέας του παρόντος άρθρου, πατώντας σε παρατηρήσεις και στη διαφωνία αρκετών επιφανών γλωσσολόγων σαν τον Beekes (2020: 44-45) και τον Batisti (2020: 44-45) σχετικά με την παραπάνω ετυμολογία του όρου «Αιθίοπας», προσπάθησε να δείξει ότι ο όρος αυτός αρχικώς δεν είχε καμία σχέση με το μαύρο χρώμα και ότι αυτή η τόσο καθιερωμένη ετυμολογία μάλλον είναι επίσης λαϊκή.  Στα πλαίσια αυτού του άρθρου δεν μπορεί να γίνει εκτενέστερη ανάλυση του ζητήματος. Αυτό που πρέπει να κρατήσει κανείς από όλη αυτή την ιστορία είναι το ότι ο όρος «Αιθιοπία» στην αρχαιότητα αναφερόταν σε πολλές διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές και ήταν κάθε άλλο παρά περιορισμένος στον χώρο. (Συν)υπήρξαν πολλές Αιθιοπίες στην αρχαιότητα και μερικές από αυτές βρίσκονταν τοποθετημένες στην ανατολική Μεσόγειο.

Πώς πήρε το όνομά της η Κως;
© ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΝΗΣ//EUROKINISSI

Η περίπτωση του νησιού της Κω

Παρότι στην ελληνορωμαϊκή γραμματεία δεν υπάρχει κάποια ρητή αναφορά σε Αιθιοπία του ελλαδικού χώρου, συναντάει κανείς αρκετές αναφορές συγγραφέων σε Αιθίοπες ως κατοίκους νησιών του Αιγαίου· νησιών όπως η Κύπρος, η Ρόδος, η Σαμοθράκη, η Λέσβος και με λίγο πιο έμμεσο τρόπο η Κως. Ο Ηρόδοτος (Ἱστορίαι, 7.90), για παράδειγμα, αποδίδει σε λόγια των κατοίκων της Κύπρου ότι στο νησί κατοικούσαν πληθυσμοί από τη Σαλαμίνα και την Αθήνα, από την Αρκαδία, από την Κύθνo, από τη Φοινίκη και από την Αιθιοπία. Ο ισχυρισμός του αυτός φαίνεται να επιβεβαιώνεται αρχαιολογικά, καθώς σε ανασκαφές που έγιναν το 1993 στο Μάριον της Κύπρου από ομάδα του Πανεπιστημίου του Princeton, βρέθηκε πήλινο αγαλματίδιο με γυναικεία μορφή νουβικών χαρακτηριστικών, χρονολογούμενη στο δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ. (Serwint 2020).

Είναι άξιο αναφοράς ότι παρότι θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι τέτοιες αναφορές σε Αιθίοπες εννοούσαν γενικότερα ανθρώπους μαύρου χρώματος, το αγαλματίδιο φαίνεται να συνδέει τους Αιθίοπες με τη Νουβία, δηλαδή με το αρχαίο Σουδάν, το οποίο είδαμε ότι αντιστοιχούσε όντως στην αρχαία Αιθιοπία. Παρόμοιες αναφορές συναντάει κανείς και για τη Ρόδο αλλά και για βορειότερα νησιά σαν τη Σαμοθράκη και τη Λέσβο (Για τη Ρόδο βλ. Gruppe 1906: 643; Για τη Σαμοθράκη βλ. Ησύχιος, Λεξικό, λήμμα «Αἰθιοπία»; Για τη Λέσβο βλ. Πλίνιος, Historia Naturalis, 5.57). Αν πήγαν οι Αιθίοπες στην Κύπρο και στη Ρόδο, φτάνοντας εν τέλει μέχρι τη Σαμοθράκη και τη Λέσβο, τότε το να πέρασαν και από το νησί της Κω, δεν φαίνεται καθόλου περίεργο.

Η Κως αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση νησιού αν κρίνει κανείς από το ότι ήδη από αρκετά πρώιμη εποχή αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα ιατρικής αλλά και μεταξουργίας της Μεσογείου. Το όνομα του νησιού δεν έχει ελληνική ετυμολογία. Σύμφωνα με τις σχετικές παραδόσεις, το νησί ονομαζόταν αρχικά «Μεροπίς». Στα Εθνικά του Στεφάνου Βυζαντίου, ένα λεξικό του 5ου αιώνα μ.Χ., κάτω από το λήμμα «Κῶς» διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

Η Κως λεγόταν Μεροπίς από τον γηγενή [βασιλιά] Μέροπα. Η [λέξη] Κως προέρχεται από την Κω, το όνομα της κόρης του Μέροπα… Υπάρχει επίσης στην Αίγυπτο πόλη με το όνομα Κως.

Ο Στέφανος Βυζάντιος πληροφορεί τον αναγνώστη ότι το αρχαιότερο όνομα της Κω ήταν Μεροπίς, όνομα που προερχόταν από τον πρώτο της βασιλιά, που ονομαζόταν Μέροπας. Αναφέρει επίσης ότι υπήρχε πόλη με το ίδιο όνομα στην Αίγυπτο. Δεδομένου ότι δεν γνωρίζουμε καμία αιγυπτιακή πόλη με τούτο το όνομα, είναι πιθανό ότι εννοούσε την Κους και χρησιμοποιούσε το όνομα «Αίγυπτος» με ευρύτερη έννοια (άλλωστε για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα, η Κους του Σουδάν βρισκόταν υπό την κατοχή των Αιγυπτίων). Με αυτόν τον τρόπο, ο Στέφανος φαίνεται να συνδέει ρητώς το όνομα του ελληνικού νησιού με ένα όνομα περιοχής στην Αφρική και ίσως ακόμη και με την ίδια την Αιθιοπική Κους.

Κρίνοντας απ’ το γεγονός ότι στον Ομηρικό Ύμνο προς τον Απόλλωνα (στ. 42), ένα κείμενο του 7ου αι. π.Χ., βρίσκουμε την Κω να κατονομάζεται με αυτό το όνομα αποκαλούμενη όμως πόλη Μερόπων ανθρώπων (Κόως τε, πόλις Μερόπων ἀνθρώπων) πρέπει να συμπεράνουμε ότι είτε το όνομα Μεροπίς χρησιμοποιούνταν για το νησί σε πολύ πιο πρώιμες περιόδους, είτε ότι τα δύο αυτά ονόματα (Κως και Μεροπίς) συνυπήρχαν. Από τους Ventris και Chadwick (1959: 46, 81-82, 104, 243) γνωρίζουμε ότι η λέξη «Αιθίοπας» ήταν γνωστή στον ελλαδικό χώρο ήδη από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ., αφού συναντάται σε μια σειρά από μυκηναϊκές πινακίδες της Γραμμικής Β, οι οποίες βρέθηκαν  στο μυκηναϊκό ανάκτορο της Πύλου. Εκεί βρίσκουμε τη λέξη «ai-ti-jo-qo», η οποία αντιστοιχεί ακριβώς στη λέξη Αιθίοπες, μέσω μιας εναλλαγής του «π» και του «q» λόγω της αδιαμφισβήτητης ύπαρξης χειλικο-ουρανικών συμφωνών στο πρωτοελληνικό ιδίωμα.

Το κλειδί όμως που συνδέει με πιο ασφαλή τρόπο την Κω με την Αιθιοπία εντοπίζεται στον βασιλιά της. Στις αρχαίες ελληνικές και λατινικές πηγές εμφανίζονται διάφοροι βασιλιάδες με το όνομα «Μέροπας». Σε κάποιες πηγές, σαν τον Στέφανο Βυζάντιο, εμφανίζεται ως βασιλιάς της Κω ενώ σε άλλες (σαν τον Οβίδιο) ως βασιλιάς της Αιθιοπίας (χωρίς να είναι σίγουρο για το πού βρισκόταν αυτή η Αιθιοπία). Το 1891, ο Γερμανός φιλόλογος Hermannus Dibbelt, από το Πανεπιστήμιο του Greifswald, συνέγραψε ένα έργο με τίτλο Quaestiones Coae Mythologae, στο οποίο συνέλεξε όλες τις πηγές που αναφέρονται στον Μέροπα (σελ. 3-6). Το βιβλίο του Dibbelt είναι γραμμένο στα λατινικά με αποτέλεσμα να έχει διαφύγει της προσοχής των περισσότερων σύγχρονων ερευνητών. Έπειτα από προσεκτική εξέταση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Μέροπας της Κω και ο Μέροπας της Αιθιοπίας ήταν το ίδιο πρόσωπο, συνδέοντας έτσι το ελληνικό νησί με την Αιθιοπία, χωρίς όμως να συνεχίσει το σκεπτικό του.

Μια πρώτη σύνδεση μπορεί να παρατηρηθεί στη συσχέτιση τόσο του Κώου Μέροπα όσο και του Αιθίοπα με παραδόσεις για τον Ήλιο και για τη λατρεία του Ήλιου. Σε πολλές διαφορετικές πηγές, οι Αιθίοπες συνδέονται ποικιλοτρόπως με τον Ήλιο. Για παράδειγμα, ο Ηρόδοτος (Ἱστορίαι, 3.17.2), κάνει λόγο για την «Τράπεζα του Ηλίου» που κατείχαν οι Αιθίοπες και που έψαχναν να τη βρουν οι Πέρσες. Στις παραδόσεις για τον Αιθίοπα Μέροπα (Οβίδιος, Μεταμορφώσεις, 1.760, 2.184) ο Ήλιος (Ήλιος) διαδραματίζει επίσης σημαντικό ρόλο αφού ο Φαέθων, νόθο παιδί του Μέροπα, παρουσιάζεται να έχει πραγματικό πατέρα τον Ήλιο. Παρομοίως, ο Μέροψ της Κω παρουσιάζεται ως γιος του Τρίοπα και εγγονός του Ήλιου και της Ρόδου. Αυτό αμέσως συνδέει τον Μέροπα με τους Ηλιάδες. Τόσο στην Κω όσο και στη Ρόδο γνωρίζουμε ότι υπήρχε εκτενής ηλιακή λατρεία στην αρχαιότητα και ίσως αυτό να εξηγεί και τη σύνδεση της Ρόδου επίσης με Αιθίοπες.

Μια δεύτερη σύνδεση του Μέροπα με την Αιθιοπία παρατηρεί σε επίπεδο ονομάτων η Sherwin-White (1978: 47 και υποσ. 95) που ασχολήθηκε πολύ με την ιστορία της Κω στην αρχαιότητα. Ξεκινάει λέγοντας πως τόσο το όνομα Κως όσο και το όνομα Μεροπίς δεν έχουν ελληνική ετυμολογία και είναι προελληνικά. Η Sherwin-White παρατηρεί ότι υπάρχουν στην ελληνική λογοτεχνία αρκετές τέτοιες προελληνικές λέξεις με την ίδια δομή, όπως «Δόλοπες», «Δρύοπες», «Αέροπες» κ.λπ. Αν και δεν το αναφέρει, το όνομα «Αἰθίοπες» ανήκει στην ίδια περίπτωση. Τα ονόματα «Μέροψ» και «Αἰθίοψ» έχουν πολύ παρόμοια δομή και αυτό θα μπορούσε να αποτελεί μια ακόμη ένδειξη υπέρ της σύνδεσής τους.

Στο ίδιο πνεύμα, ο Φλάβιος Φιλόστρατος (Ηρωϊκός, 8.14), συγγραφέας του 3ου αι. μ.Χ., προσθέτει ότι στην Κω βρίσκονταν τα οστά των πρώτων αυτοχθόνων του νησιού, που ονομάζονταν Μέροπες από το όνομα του (Αιθίοπα) βασιλιά. Με άλλα λόγια, έχουμε την περίπτωση ενός νησιού στο νοτιοανατολικό Αιγαίο με όνομα που μοιάζει με το όνομα Κους, για το οποίο υπάρχουν παραδόσεις ότι ο πρώτος του βασιλιάς ήταν Αιθίοπας.

Πώς πήρε το όνομά της η Κως;
© ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΝΗΣ//EUROKINISSI

Συμπεράσματα

Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις πως το όνομα «Κως» είναι ένα ελληνικό ισοδύναμο του αιγυπτο-σημιτικού ονόματος «Κους». Τόσο το δημοσιευμένο άρθρο του νέου τόμου όσο και αρκετά επιπλέον στοιχεία που δεν ήταν εφικτό να παρουσιαστούν εδώ, συναινούν υπέρ αυτής της προσέγγισης, παρότι απουσιάζουν αρκετά κομμάτια του παζλ. Γλωσσολογικά, οι μορφές δεν παρουσιάζουν κανένα πρόβλημα σύνδεσης. Θα πρέπει, ωστόσο να διευκρινιστεί ότι η σύνδεση του ονόματος «Κως» με το όνομα «Κους» είναι απλώς μια αντιστοιχία ονομάτων και όχι μια προτεινόμενη ετυμολογία, καθώς δεν γνωρίζουμε ούτε την ακριβή ετυμολογία της λέξης «Κους» ούτε την ακριβή ετυμολογία της λέξης «Αιθιοπία». Παρότι δεν γνωρίζουμε την ετυμολογία των λέξεων, μπορεί να πει κανείς με αρκετή βεβαιότητα ότι η Κως ήταν μια Αιθιοπία του Αιγαίου. Πλάι στο αιθιοπικό βασίλειο του Κηφέα στην Ιόππη το οποίο βρισκόταν στην ανατολική Μεσόγειο, δέσποζε και το αιθιοπικό βασίλειο του Μέροπα στην Κω.

Όσον αφορά την Κω και τη Μεροπίδα, έχει προταθεί και για τις δύο λέξεις μια ενδιαφέρουσα σημιτική ετυμολογία. Ο Michael Astour (1967, 239), πατώντας πάνω σε παρατηρήσεις του Victor Bérard, ετυμολόγησε την Μεροπίδα από τη σημιτική ρίζα r-p-’ που συνδέεται με την ίαση (healing). Σε αυτή την περίπτωση, ο Μέροπας είναι ο ιατρός, αυτός που θεραπεύει. Αν λάβει κανείς υπόψιν τη σύνδεση του νησιού με την ιατρική, μια τέτοια ετυμολογία δεν μοιάζει καθόλου παράλογη. Αντιστοίχως, για το όνομα της Κω πρότεινε σύνδεση με τη (σπάνια) εβραϊκή λέξη kos (כוס) που δηλώνει μια μορφή κουκουβάγιας.

Η σύνδεση αυτή δεν φαίνεται τόσο αυθαίρετη αν λάβει κανείς υπόψη του μια ιστορία που μας διασώζει ο Αντωνίνος Λιμπεράλις (2ος-3ος αι. μ.Χ.) στις Μεταμορφώσεις του (15). Εκεί λέγεται ότι ο Εύμηλος, ένας απ’ τους γιους του Κώου βασιλιά Μέροπα είχε τρία παιδιά, ανάμεσα στα οποία και μια κόρη ονόματι Μεροπίδα. Τόσο τα παιδιά του όσο και ο ίδιος ο Εύμηλος δεν τιμούσαν τους θεούς και φέρονταν περιφρονητικά ως προς αυτούς. Για παράδειγμα, ο Εύμηλος είπε στη θεά Αθηνά ότι δεν του άρεσε καθόλου η κουκουβάγια σαν πουλί. Η ιστορία καταλήγει με την Αθηνά και τον Ερμή να μεταμορφώνουν τη Μεροπίδα και τον Εύμηλο σε κουκουβάγιες ενώ τα άλλα δύο παιδιά του μεταμορφώθηκαν σε άλλα είδη πτηνών. Επομένως, μια σύνδεση της Κω και της Μεροπίδας με κουκουβάγιες, φαίνεται να υπάρχει ήδη από την αρχαιότητα.

Δεν είναι εύκολο να αποδειχθεί το πόσο ακριβείς είναι οι παραπάνω ετυμολογήσεις. Η ετυμολογία της Μεροπίδος ως αναφερομένης σε ιατρούς, αν ιδωθεί υπό το πρίσμα της Βίβλου και του πώς χρησιμοποιείται εκεί η ίδια ρίζα, βγάζει νόημα και θα μπορούσε να συνδεθεί και με πολλά άλλα σημεία της Ινδο-Αιθιοπικής σύνδεσης. Η ετυμολογία περί κουκουβάγιας, παρότι φαίνεται αρχαία, μάλλον είναι περισσότερο λαϊκή ετυμολογία, κρίνοντας απ’ το ότι σε άλλες αρχαίες αφρικανικές, βιβλικές αλλά και ινδικές πηγές, δεν βρίσκουμε κάποια παρόμοια ορατή σύνδεση με το συγκεκριμένο ή παρεμφερή πτηνά. Η εβραϊκή λέξη Κος για την κουκουβάγια (כוס), έχει διαφορετικό σίγμα από τη λέξη Κους (כוש) για την Αιθιοπία και παρότι αυτό από μόνο του δεν αποτρέπει μια βαθύτερη σύνδεσή τους, αυξάνει ωστόσο την πιθανότητα να έχουμε λαϊκή ετυμολογία λόγω ομοηχίας ή παρωνυμίας.

Όσο για το ποιοι ήταν οι Αιθίοπες της Κω, οι Μέροπες, αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα ιστορία που ίσως τη διηγηθούμε κάποια άλλη στιγμή. Δεν θα πρέπει πάντως να κατανοήσει κανείς τον όρο ούτε αποκλειστικά και πάντα αναφερόμενο σε μαύρους πληθυσμούς ούτε συγκεκριμένα σε κατοίκους της Νουβίας. Όπως οι Αιθιοπίες, έτσι και οι Αιθίοπες της αρχαιότητας ήταν πολλοί και γεμάτοι συναρπαστικά μυστικά.  

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Astour, Michael. 1967. Hellenosemitica: An Ethnic and Cultural Study in West Semitic Impact on Mycenaean Greece. Leiden: Brill.
  • Batisti, Roberto. 2020. “On Greek Αἰθίοψ ‘Ethiopian’ and Αἴσωπος ‘Aesop’ from a PIE Perspective.” In D. M. Goldstein et al. (eds.), Proceedings of the 31st Annual UCLA IndoEuropean Conference. Vol. 31: 37-53. Hamburg: Helmut Buske Verlag.
  • Beekes, Robert S.P. 1995-1996. “Aithiopes.” Glotta 73/1: 12-34.
  • Dibbelt, Hermannus. 1891. Quaestiones Coae Mythologae. Greifswald: University of Greifswald.
  • Gruppe, Otto. 1906. Griechische Mythologie und Religionsgeschichte. Vol. 1. München: C.H. Beck’sche Verlagsbuchhandlung.
  • Kechagias, Asterios E. 2024. “The Ancient Views of India and Ethiopia as Evidence for Intercultural Contacts between Bronze Age India and the Mediterranean.” In Marie Nicole Pareja and Robert Arnott (eds.), There and Back Again: Afro-Eurasian Exchange in the Neolithic and Bronze Age Periods: 88-107. Oxford: Archaeopress.
  • Ludolf, Hiob. 1681. Historia Aethiopica. Frankfurt am Main: Johan David Zunner.
  • Schneider, P. 2004. L’Éthiopie et l’Inde: Interférences et confusions aux extrémités du monde antique. Rome: École française de Rome.
  • Serwint, Nancy. 2020. “A Nubian Lady in Cyprus.” In Krzysztof Jakubiak and Adam Lajtar (eds.), Ex Oriente Lux: Studies in Honour of Jolanta Młynarczyk: 111-124. Warsaw: Wydawnictwa Uniwersytetu Warszawskiego.
  • Sherwin-White, Susan M. 1978. Ancient Cos: An Historical Study from the Dorian Settlement to the Imperial Period. Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht.
  • Snowden, Frank M. Jr. 1970. Blacks in Antiquity: Ethiopians in the Greco-Roman Experience. Cambridge, MA: Belknap Press of Harvard University Press
  • Ventris, M. and J. Chadwick. 1959. Documents in Mycenaean Greek. Cambridge: Cambridge University Press.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.