Ελλαδα

Η υπερβολική και άδικη αντίδραση σε μία σχολική αποβολή

Τυχόν ανάκληση του παιδαγωγικού μέτρου της αποβολής θα έρθει απλώς να προστεθεί σε μία μακρά σειρά λανθασμένων παραδειγμάτων τήρησης της νομιμότητας

Ένας μαθητής αποβλήθηκε από σχολείο στην Πάτρα λόγω κινητού μετά την εφαρμογή του νέου νόμου. Γιατί υπάρχουν τόσες αντιδράσεις και γιατί δεν πρέπει να ανακληθεί η αποβολή

Η πρόσφατη αποβολή μαθητή από πειραματικό σχολείο στην Πάτρα εξαιτίας της φερόμενης κατοχής/χρήσης κινητού τηλεφώνου εντός της σχολικής αίθουσας έκανε γρήγορο «ποδαρικό» στην εφαρμογή της νεοεισαχθείσας νομοθεσίας του Υπουργείου Παιδείας, με την οποία, μεταξύ άλλων γενικών θεμάτων οργάνωσης σχολικών μονάδων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ρυθμίζονται και ζητήματα διαγωγής των μαθητών, όπως ιδίως η απαγόρευση της κατοχής/χρήσης κινητού τηλεφώνου εντός των σχολικών χώρων.

Η θέσπιση μίας τέτοιας ρύθμισης, που κανονικά θα έπρεπε να ήταν αυτονόητη, θεωρήθηκε επιβεβλημένη όχι μόνο επειδή αποσπάται η προσοχή των μαθητών και διαταράσσεται η εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά πολύ περισσότερο εξαιτίας αυξανόμενων και ανησυχητικών κρουσμάτων σχολικού εκφοβισμού που τελούνται μέσω της δημοσίευσης βίντεο στα κοινωνικά δίκτυα, με τα οποία ορισμένοι μαθητές επιδιώκουν να εκθέσουν ή να διακωμωδήσουν συμμαθητές τους κατά τη διάρκεια του σχολικού ωραρίου.

Στην έντονη αντίδρασή τους προς το συμβάν της αποβολής, οι γονείς του μαθητή φέρονται να έκαναν λόγο για καταχρηστική συμπεριφορά εκ μέρους της διευθύντριας του σχολείου, με το επιχείρημα ότι δεν προέβη πρώτα σε κάποια σύσταση ούτε σε προηγούμενη ενημέρωση της οικογένειας, όπως υποτίθεται πως όφειλε, αλλά αντίθετα προχώρησε απευθείας στην επιβολή της ποινής. Για να δούμε, όμως, τι ακριβώς προβλέπει ο νόμος σε αυτό το σημείο:

Η απαγορευμένη κατοχή/χρήση κινητού τηλεφώνου γνωστοποιείται από τον εκπαιδευτικό της τάξης στον διευθυντή της σχολικής μονάδας και εν συνεχεία, αναλόγως της βαρύτητας που θα προκύψει από την αξιολόγηση κάθε μεμονωμένου περιστατικού, εφαρμόζονται από τα αρμόδια όργανα (διευθυντή ή/και Σύλλογο Διδασκόντων) τα μέτρα είτε της αποβολής από τα μαθήματα από μία έως πέντε ημέρες είτε ακόμα και της αλλαγής σχολείου, γεγονός για το οποίο οι γονείς-κηδεμόνες λαμβάνουν άμεσα εκ των υστέρων γνώση.

Δηλαδή, κατά πρώτον, ο νόμος εκλαμβάνει την τέλεση του συγκεκριμένου παραπτώματος ως αυταπόδεικτη, αφήνοντας ανοικτό μόνο το ζήτημα της αξιολόγησης των (αρνητικών) συνεπειών και του καθορισμού της ποινής από όργανα, τα οποία ορίζει προς τούτο ως αρμόδια. Από κει και πέρα, η λήψη απόφασης για την εφαρμογή των κατάλληλων μέτρων αντιμετώπισης του παραπτώματος επαφίεται, ομοίως, στην αποκλειστική ευθύνη-υποχρέωση των αρμόδιων για την άσκηση διοίκησης-εποπτείας στη σχολική μονάδα οργάνων και δεν αποτελεί προϊόν διαβούλευσης με τους γονείς, οι οποίοι γίνονται απλώς αποδέκτες σχετικής ενημέρωσης για τη διαδικασία και το αποτέλεσμά της.

Είναι ενδεικτικό ότι τα ανωτέρω μέτρα χαρακτηρίζονται στον νόμο ως «παιδαγωγικά» και ως ενέργειες «παιδαγωγικού χαρακτήρα», εννοώντας σαφώς ότι με την επιβολή τους δεν επιδιώκεται στενά η τιμωρία, αλλά ευρύτερα ο συνετισμός των μαθητών προς αποφυγή επανάληψης ανάλογων παραπτωμάτων στο μέλλον. Επίσης, με την επιφύλαξη κάποιας ερμηνευτικής εγκυκλίου που ίσως εκδοθεί από το αρμόδιο Υπουργείο με αφορμή το συμβάν, προς το παρόν από το γράμμα του νόμου συνάγεται ότι η εφαρμογή των μέτρων της αποβολής ή της αλλαγής σχολείου δεν έρχεται ως συνέχεια της υποχρεωτικής διατύπωσης κάποιας σύστασης (προφορικής παρατήρησης), αφού αυτή, ως προφανώς ηπιότερο παιδαγωγικό μέτρο, επιφυλάσσεται σε άλλης, χαμηλότερης βαρύτητας παραπτώματα, τα οποία παρασάγγας απέχουν από το να συνιστούν σοβαρές αποκλίνουσες συμπεριφορές με ενδεχόμενο αρνητικό αντίκτυπο στην εύρυθμη λειτουργία του σχολικού περιβάλλοντος.

Εξάλλου, το προληπτικό μέτρο της σύστασης σχετικά με την απαγόρευση της κατοχής/χρήσης κινητού τηλεφώνου εντός σχολικών χώρων μπορεί (και πρέπει) να έχει ήδη εφαρμοστεί από το ίδιο το περιβάλλον της οικογένειας, όχι μόνο στο πλαίσιο του κρίσιμου παιδευτικού-παιδαγωγικού ρόλου που διαδραματίζει γενικότερα στην ανατροφή και ειδικότερα στην εμπέδωση κανόνων ορθής κοινωνικής συμπεριφοράς των παιδιών, αλλά ούτως ή άλλως γνωρίζοντας την ύπαρξη αυστηρής απαγόρευσης (η οποία, μάλιστα, είχε πάρει εγκαίρως πλατιά δημοσιότητα), καθώς και των αυστηρών συνεπειών που συνεπάγεται η τυχόν αγνόησή της. Οτιδήποτε άλλο μάλλον προσομοιάζει με ατυχείς μεταθέσεις ευθυνών και υπεκφυγές…

Στο συγκεκριμένο, αλλά και σε άλλα ανάλογα συμβάντα στο παρελθόν, όπου εκπαιδευτικοί έχουν δεχθεί μέχρι και απαράδεκτες επιθέσεις από γονείς εξαιτίας της επιβολής παιδαγωγικών μέτρων σε μαθητές που επιφορτίστηκαν με την τέλεση παραπτωμάτων, φαίνεται να συμπυκνώνονται αρκετές από τις παθογένειες που διαιωνίζονται στην ελληνική κοινωνία, έχοντας περάσει πλέον στο εθνικό μας DNA: Η αμφισβήτηση του κύρους και ο κλονισμός της εμπιστοσύνης στους θεσμούς, η απείθεια στους νόμους, η υπονόμευση διαδικασιών, η έλλειψη αυτοκριτικής, η αποποίηση ευθυνών.

Βέβαια, μία τέτοια κατάσταση δεν πρέπει να καταλογίζεται αποκλειστικά στους πολίτες, αφού το βασικό γενεσιουργό της αίτιο είναι στην πραγματικότητα η σιωπηρή κυριαρχία -σε βαθμό καθολικής αποδοχής- ενός στρεβλού συστήματος κοινωνικής διαπαιδαγώγησης που όλα αυτά τα χρόνια τρέφεται και γιγαντώνεται -με πρωτεύουσα ευθύνη των εχόντων την εξουσία- από μία υφέρπουσα αίσθηση αδιαφάνειας, ασυδοσίας, ανομίας, ατιμωρησίας, αναξιοκρατίας, διαφθοράς και γενικευμένης δυσπιστίας προς το κοινωνικό και πολιτικό οικοδόμημα.

Στην προκειμένη περίπτωση, τυχόν ανάκληση του παιδαγωγικού μέτρου της αποβολής που επιβλήθηκε στον μαθητή ακολουθώντας πιστά την προβλεπόμενη διαδικασία θα έρθει απλώς να προστεθεί σε μία μακρά σειρά λανθασμένων παραδειγμάτων τήρησης της νομιμότητας, θα λειτουργήσει κατά πάσα βεβαιότητα αποτρεπτικά στο μέλλον για άλλους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι θα νιώθουν απροστάτευτοι απέναντι στους γονείς και δεν θα δείχνουν κανένα ενδιαφέρον στην εφαρμογή του νόμου για την περιφρούρηση της ευταξίας στο σχολικό περιβάλλον, ενώ επιπροσθέτως θα υψώσει ακόμα περισσότερο το τοίχος που πεισματικά εμποδίζει την πορεία μας προς μία κοινωνία απαλλαγμένη από τις βαθιά ριζωμένες παθογένειές της.