Ελλαδα

Επιστροφή στο σχολείο με σχολικά ή άνευ

Τετράδια, μολύβια και μπικ, αυτοκόλλητα, ετικέτες και κασετίνες – η προμήθεια «σχολικών» είναι η ετήσια αγγαρεία του Σεπτέμβρη για κάθε γονιό. Μέχρι που δεν είναι πια.

Μανίνα Ζουμπουλάκη
ΤΕΥΧΟΣ 927
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Επιστροφή στο σχολείο: Η αγορά σχολικών ειδών και η νοσταλγία των γονιών 

Η καλή ξύστρα, η βαρελάκι-κουτάκι, αυτή που μαζεύει τα ξύσματα και δεν τα σκορπάει στο θρανίο, υπήρξε μεγάλη εφεύρεση για τα σχολικά είδη, φτάνοντας στην Ελλάδα προς το τέλος της δεκαετίας του ’90. Ως τότε, η καλή καλή ξύστρα ήταν η μεταλλική, βαριά, ασημιά, με καπάκι και ανταλλακτικά, αλλά χωρίς κουτάκι. Το παιδί έπρεπε να μαζεύει τα ξύσματα στο καπάκι και να τα πετάει στα σκουπίδια, κάτι που κανένα τους δεν έκανε, ποτέ των ποτών: τα πέταγε στο πάτωμα ή στη σχολική τσάντα. Η οποία έπαιρνε δρόμο στο τέλος της χρονιάς επειδή διαλυόταν κι είχε ένα στρώμα ξύσματα στον πάτο της, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα.

Με τρία παιδιά στο ενεργητικό μου, ΚΙ ΑΝ έχω αγοράσει ξύστρες. Μαζί με μολύβια, στιλό, μπικ, μαρκαδόρους, μπογιές, κόλλες, τετράδια, μπλοκ, χαρτιά οντουλέ και σαγρέ και σατινέ, κασετίνες, φακέλους, μπάιντερ, χαρτόνια, σβηστήρες, διαβήτες, χάρακες, μοιρογνωμόνια και όλα τα σχετικά με τη σχολική τσάντα. Την όλη ιστορία «ψωνίζουμε σχολικά», την έκανα κάθε χρόνο με συγκρατημένο ενθουσιασμό, για να μην με παίρνουνε πρέφα τα παιδιά μου και για να συντονίζομαι με τις άλλες μαμάδες που ήταν αγχωμένες φρικτά, ή με τους μπαμπάδες που ήταν ανυπόμονοι και τσαντίλες. Ο μέσος ενήλικας δεν παθαίνει ντελίριο (όπως παθαίνω εγώ) σε κατάστημα με σχολικά, έχει δουλειές, πιέσεις, τηλεφωνήματα, δεν έχει καμιά διάθεση να ψάχνει ανάμεσα στις ξύστρες να βρει την ιδανική, και σκασίλα του. Δεν ενδιαφέρεται για τις κασετίνες, όλες ίδιες του/της φαίνονται. 

Οι κασετίνες είναι άλλο λαμπερό κεφάλαιο, από την ώρα που μπήκε η Ντίσνεϋ ή/και η Πιξάρ στο παιχνίδι, οι κασετίνες έπαψαν να είναι δίχρωμες ή τρίχρωμες κι έγιναν μίνι διαφημιστικά πάνελ της εκάστοτε ταινίας σουξέ. Έχουμε πάρει κασετίνα Αλαντίν, Σταρ Γουορς, τον Βασιλιά των λιονταριών, Πινκ Πάνθερ, Μίνιονς, Σπάιντερμαν, Σούπερμαν, Ντόρα η Εξερευνήτρια, Φρόζεν κι εκατό άλλες που δεν τις θυμάμαι. Από τα 90s μέχρι πριν τέσσερα-πέντε χρόνια ενισχύαμε το Χόλυγουντ ή ίσως κάποιες θολές βιοτεχνίες σε ταλαιπωρημένες χώρες με φρικτές εργασιακές νομοθεσίες. Περάσαμε από την απλή κασετίνα, την άδεια, αυτήν που αγόραζες τα απαραίτητα (μπογιές, ξύστρα, σβηστήρα, μολύβια κ.λπ.) για να την γεμίσεις, στην σούπερ ενισχυμένη, την προ-γεμισμένη, που είχε τα πάντα μέσα, μέχρι και μαρκαδόρους υπογράμμισης. Μετά το γυμνάσιο, οι προ-γεμισμένες κασετίνες θεωρήθηκαν μπασκλασαρίες και πήγαμε στις άδειες αλλά ημι-φιρμάτες, αυτές που υποστηρίζουν π.χ. κάποιοι τράπερς, ράπερς, αθλητές και άλλοι διάσημοι σταρς τους οποίους δεν έμαθα ποτέ. Ούτε καμία άλλη μαμά τούς έμαθε, δεν της φτάνει ο πόνος της που μετράει τάλιρα και αναρωτιέται πώς άραγε θα κουβαλήσει όλην αυτήν την πραμάτεια μέχρι το σπίτι της. 

Το κεφάλαιο «σχολική τσάντα», από το γυμνάσιο και μετά, φεύγει από τα χέρια της μαμάς και πάει στου παιδιού που πια θέλει συγκεκριμένα πράγματα, όχι βλακείες. Είναι μπλαζέ το σύντομα πρώην παιδί, τελευταία στιγμή παραγγέλνει κάτι που έχουν ΟΛΟΙ οι συμμαθητές του και ξεμπερδεύει. Ναι, από το γυμνάσιο και μετά η συμμετοχή των γονιών στα σχολικά είναι μόνο οικονομική – το παιδί ξέρει ακριβώς τι θέλει, ή μάλλον, δεν έχει ιδέα τι σκατά θέλει, αλλά δεν πρόκειται ούτε να το παραδεχτεί, ούτε να το δείξει, θα ψάξει και θα βολευτεί, οκέι; Ας μην το κάνουμε θέμα. Σχολικά είναι, βαριέσαι (ως παιδί γυμνασίου), ας σε αφήσουν ήσυχο εσένα το παιδί γυμνασίου, θα φας άλλη μια χρονιά στη μάπα και δεν έχεις καμιά όρεξη να ασχολείσαι με μολύβια και άλλες μπούρδες την ώρα που τρέχουν καλπάζοντας τα σοβαρότερα θέματα, δηλαδή τα γκομενικά σου…

Βουρλίζεσαι, τέλος πάντων, ως μαμά ή μπαμπάς, για πολλά χρόνια κάθε Σεπτέμβρη συνοδεύοντας το παιδί σου σε κατάστημα με σχολικά είδη, διαλέγοντας, μετρώντας, ιδρώνοντας και κουβαλώντας. Λες «πωωωω, έχω και τα σχολικά τώρα, δεν μου φτάνανε όλα τα άλλα!» και ζαλώνεσαι ανθεκτικές σακούλες, γιατί την ξέρεις τη δουλειά, η πραμάτεια θα είναι μπόλικη, κι ας μείνει αχρησιμοποίητη η μισή ως το τέλος της σχολικής χρονιάς.

Κι έπειτα, μια μέρα εντελώς ξαφνικά, τα παιδιά σου είναι μεγάλα πια, το θέμα «σχολικά» δεν υπάρχει, όπου να ’ναι δεν θα υπάρχει και το θέμα «παιδιά» όπως το ήξερες. Θα μεταλλαχτεί σε άλλο θέμα – κάποιοι ενήλικες με τους οποίους έχεις ή δεν έχεις κάτι να πεις. Κάποια άτομα με τα οποία σε συνδέουν δυνατά αισθήματα, εκτός από κοινή ζωή, αναμνήσεις κ.λπ. Σε συνδέει μεγάλη, τεράστια αγάπη με αυτά τα μεγάλα, αγαπησιάρικα άτομα που ήταν κάποτε τα μικρά παιδάκια σου, αλλά δεν είναι πια. Σε συνδέουν χιλιάδες πράγματα. Αλλά όχι, δυστυχώς, τα σχολικά είδη.