Ελλαδα

Επάγγελμα λαχειοπώλης: 40 χρόνια πωλητής τύχης και ελπίδας

Η τύχη, τα λεφτά, οι τσιγκούνηδες, οι κιμπάρηδες, κι άλλες ιστορίες

Τάκης Σκριβάνος
ΤΕΥΧΟΣ 927
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Λαχειοπώλης: Ιστορίες ενός ανθρώπου που πουλάει λαχεία όλη του τη ζωή

Kάτι φορές που αγοράζω λαχείο και το βράδυ πίνω κάνα ποτάκι παραπάνω, μια σκοτούρα τυραννάει το μυαλό μου: τι θα κάνω τα λεφτά. Τόσα θα δώσω στις αδερφές μου, τόσα στα ανίψια μου, τόσα στους κολλητούς, τόσα σε φίλους και γνωστούς – και στο τέλος αυτά που μένουν δεν μου φτάνουν. Στη διαδρομή για τη γωνία της Αγίου Μελετίου με την Πατησίων, έξω από τα Έβερεστ, όπου έχει το πόστο του από το 1989 ο λαχειοπώλης Μιχάλης Γκίνης, σκεφτόμουν, δεν μπορεί, όλο και κάποια πολύτιμη συμβουλή θα έχει να μου δώσει. «Άκου, φίλε, όλα είναι θέμα τύχης και τίποτα περισσότερο». Εκεί, στην πολυκοσμία της Πατησίων, ήπιαμε ένα καφεδάκι και τα είπαμε για την ιστορία του, για το επάγγελμα του λαχειοπώλη, για τύπους που έχουν κερδίσει αμύθητα ποσά και για διάφορα άλλα.

Η δουλειά του λαχειοπώλη έχει ως εξής: Πρώτα απ’ όλα πρέπει να έχει πιστοποίηση από τον ΟΠΑΠ. Τα λαχεία τα προμηθεύεται από χονδρεμπόρους. Όσα δεν καταφέρει να πουλήσει, τα επιστρέφει κάποιες ώρες πριν από κάθε κλήρωση στον χονδρέμπορο – το Λαϊκό κληρώνει κάθε Τρίτη και το Εθνικό ανά 10-12 ημέρες. Αυτό σημαίνει ότι τα λαχεία που προμηθεύεται τα προπληρώνει. «Πρέπει να έχεις ένα κεφάλαιο. Πολύ δύσκολα πλέον να σου δώσει κάποιος με πίστωση, πρέπει να σε ξέρει πολύ καλά και να σε εμπιστεύεται», λέει ο Μ. Γκίνης, ο οποίος είναι πρόεδρος του σωματείου λαχειοπωλών Πυθία, που αριθμεί περίπου 30 μέλη. Υπάρχουν άλλο ένα σωματείο στην Αθήνα και ένα στη Θεσσαλονίκη, με περίπου 160 μέλη και τα τρία μαζί – αλλά πανελλαδικά οι πιστοποιημένοι λαχειοπώλες μπορεί να φτάνουν και τους 5.000.

Hλικιωμένη λαχειοπώλης πουλά τα λαχεία της στην οδό Σταδίου © Άλκης Κωνσταντινίδης/APE

«Εγώ είμαι από την Παναγιά Τρικάλων. Από το χωριό μου ή λαχειοπώλες ήταν οι άνθρωποι ή οικοδόμοι. Ήρθα στην Αθήνα τη δεκαετία του 1970 και πότε πουλούσα λαχεία πότε δούλευα στην οικοδομή. Πήγα φαντάρος, παντρεύτηκα και από το 1989 έχω το πόστο μου εδώ, Αγίου Μελετίου και Πατησίων. Παλιότερα έκανα και γύρες, πήγαινα και στα γήπεδα, σε όλα τα γήπεδα, στη Λεωφόρο, στο Ολυμπιακό Στάδιο, στη Νέα Φιλαδέλφεια, στο Καραϊσκάκη, όχι όμως πια».

Όσο μιλάμε, σταματoύν δυο τρεις να αγοράσουν λαχεία και μιλούν εγκάρδια με τον κ. Μιχάλη. «Ο λαχειοπώλης πρέπει να είναι ευγενικός και φιλικός, να αναπτύσσει σχέσεις με τους πελάτες του. Εγώ με πελάτες δουλεύω κυρίως, δύσκολα να σταματήσει περαστικός να πάρει λαχείο. Έχω πελάτες 40 χρόνια. Κάποιοι παίζουν μόνο Λαϊκό, κάποιοι μόνο Εθνικό, κάποιοι και τα δύο». Τον ρωτάω αν έχει τύχει καμιά φορά πελάτες του να του ζητήσουν να πάρουν λαχείο βερεσέ. «Συμβαίνει κι αυτό. Αν είναι πελάτης μου ο άλλος και τον ξέρω, θα τον εξυπηρετήσω, και την άλλη εβδομάδα που θα ξαναέρθει θα μου δώσει και τα χρήματα που μου χρωστάει. Έχουν υπάρξει και “πιστόλια”, όμως. Πελάτες που τους έδωσα λαχεία με πίστωση και δεν τους ξαναείδα ποτέ».

Λαχειοπώλης © Ορέστης Παναγιώτου/EPA

Ο κάθε πελάτης έχει τα γούρια του, αυτό που ψάχνουν συνήθως είναι συγκεκριμένο λήγοντα. Το Λαϊκό πωλείται σε πεντάδες (10 ευρώ η πεντάδα) και το Εθνικό σε δεκάδες (40 ευρώ η δεκάδα).

Εγώ δεν δίνω μεμονωμένους λαχνούς, μόνο πεντάδες και δεκάδες. Τι να τα κάνω τα άλλα, να μου μείνουν;

Υπάρχουν πελάτες κιμπάρηδες, που αν κερδίσουν θα περάσουν ξανά να αφήσουν και κάτι στον κύριο Μιχάλη. «Συμβαίνει καμιά φορά. Παλιά, ένας πελάτης είχε κερδίσει δύο φορές από ένα εκατ. δραχμές. Πέρασε και τις δύο φορές και μου έδωσε από 100.000 δραχμές. “Παρ’  τα” μου είπε, “το δέκα τοις εκατό, δικά σου”». Υπάρχουν όμως και οι άλλοι: «Εγώ είχα πουλήσει το 1998 τον πρώτο λαχνό που έδωσε 250 εκατ. δραχμές. Περίμενα ότι θα ερχόταν αυτός που τα κέρδισε, αλλά όσο τον είδες εσύ άλλο τόσο τον είδα κι εγώ. Άλλη περίπτωση: πέρασε πέρυσι ένας και μου λέει “κέρδισα 100.000 ευρώ από λαχείο που πήρα από σένα”. Και τι έρχεσαι και μου το λες έτσι, ρε φίλε. Πες μου έστω “πάρε κι εσύ πέντε φράγκα να πιεις έναν καφέ”».

Λαχειοπώλης © Συμέλα Παντζαρτζή/EPA

Ο ίδιος έχει κερδίσει μικροποσά και μια φορά στο Εθνικό 1 εκ. δραχμές. Τότε αυτά τα λεφτά ισοδυναμούσαν με 10 σημερινούς βασικούς μισθούς. Ο Μ. Γκίνης λέει, πάντως, ότι αρκετοί συνάδελφοί του έχουν κερδίσει. «Ένας συνάδελφος από το χωριό μου, που δεν υπάρχει πια, είχε κερδίσει τη δεκαετία του 1970 τρία εκ. δραχμές στο Λαϊκό. Φαντάσου ότι με αυτά τα λεφτά αγόραζες πολυκατοικία. Και λίγο καιρό μετά κέρδισε 1,8 εκ. δραχμές. Μάλιστα, για κάποια χρόνια συνέχισε να δουλεύει, αλλά τελικά σωθήκανε μόνο τα λεφτά που έγραψε στη γυναίκα του και στα παιδιά του. Τα άλλα τα έπαιξε ξανά από ’δω κι από ’κει, αλλά η τύχη έρχεται μια, δυο, τρεις φορές, όχι κάθε μέρα».

Σπάνια να σταθεί να αγοράσει λαχείο κάποιος κάτω από 50 χρονών. «Οι περισσότεροι είναι από 60 μέχρι 90 και κυρίως άντρες» λέει ο Μ. Γκίνης, η προμήθεια του οποίου από κάθε λαχείο είναι 10%. Βρίσκεται καθημερινά στο πόστο του, και Σαββατοκύριακα, από τις 7 και μισή το πρωί έως τη 1 μετά το μεσημέρι. «Η δουλειά», λέει, «είναι κάθε πέρσι και καλύτερα. Παλιότερα βγάζαμε καλύτερο μεροκάματο, ήταν πιο μεγάλη η προμήθεια η δική μας, αγόραζε και ο κόσμος περισσότερο λαχεία».

Πάγκος λαχειοπώλη στην πλατεία Συντάγματος © Αλέξανδρος Βλάχος/EPA

Μπαίνουν στο επάγγελμα νέοι αλλά λίγοι – «κάποιοι συνεχίζουν, κάποιοι τα παρατάνε». Αν ερχόταν ένας νέος, 20-25 χρονών, και σας ρωτούσε να γίνει λαχειοπώλης ή όχι, τι θα του λέγατε; «Ότι αν το αποφασίσει, να θυμάται ότι αυτή η δουλειά θέλει υπομονή. Μπορεί να περάσει μια ολόκληρη εβδομάδα και να βγάλει ένα 20άρικο όλο κι όλο. Να ξέρει ότι η δουλειά θέλει πίστωση χρόνου και κυνήγι».

Φεύγοντας, πήρα μια πεντάδα για το καλό. «Καμιά ιδέα, κύριε Μιχάλη, καμιά πρόταση;»

Τα ’παμε αυτά, δεν υπάρχουν τέτοια, ό,τι πιάσει το χέρι σου.

Έπιασα κι εγώ στην τύχη. Να δεις, σκέφτηκα, που το βραδάκι θα έχω πάλι έγνοιες για το τι θα κάνω τα λεφτά... Όπως και να ’χει, άμα κερδίσω θα περάσω σίγουρα ξανά από το πόστο του κυρίου Μιχάλη.

Ο Λαχειοπώλης τ’ Ουρανού

Από τα εβδομαδιαία σχόλια του Μάνου Χατζιδάκι, την περίοδο που ήταν διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας

«...Σηκώθηκα απ' το πιάνο και πλησιάζω τον καθρέφτη. Ήμουνα ξαναμμένος. Είδα το είδωλό μου να κρατά φτερά του παγωνιού και δροσερούς καρπούς του Θέρους. Κι είπα από μέσα μου: Είμαι ο Λαχειοπώλης τ' Ουρανού. Μοιράζω αριθμούς σε ξωτικά κι αγγέλους. Ο πρώτος αριθμός σημαίνει συνουσία. Βάση ρευστή για δημιουργία. Κι αποφασίζω ευθύς την πιο μεγάλη μου πράξη. Σκόρπισα τα λαχεία μου στους γαλαξίες και στο άπειρο. Έτσι δεν θα ’ναι δυνατό κανείς να ξαναδημιουργήσει, να πράξει το καλό –που λεν– ή το κακό. Σπατάλη η απόφασή μου, μα ο κόσμος πάει για να χαθεί.

Το λέω για να τ’ ακούν οι νέοι, και να σκορπίσουν τα λαχεία τους κι αυτοί, όπου μπορέσουν κι όπου βρουν. Να μην τ’ αφήσουν κέρδος στους πολλούς. Έτσι τουλάχιστον, θα κατακτήσουμε τη δυνατότητα να μας φοβούνται. Ποιους; Εμάς, τους ποιητές. Μια και δεν είναι δυνατό να μας εντάξουν στα συρτάρια τους, σ’ ό,τι μπορούν να ελέγξουνε και να προβλέψουν οι ανερχόμενοι πολλοί.

Τους φοβερίζει η άρνησή μας να δεχτούμε φάκελο, κατάταξη, τάξη κι αριθμό. Τους φοβερίζει η άρνησή μας να ενταχθούμε στις ομάδες αυτών που όταν κοιμούνται, τα χέρια τους είναι από μέσα ή απ' έξω από το πάπλωμα. Γιατί τα χέρια τα δικά μας την ώρα του ύπνου, ζωγραφίζουν ελεύθερα τους ανέμους, με χρώματα και με σχηματισμούς πτηνών, και μας τοποθετούν παντοτινά μες στους αιώνες, με την αθάνατη κι ερωτική μορφή του Λαχειοπώλη τ' Ουρανού».

Απόσπασμα από το βιβλίο του Μάνου Χατζιδάκι «ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ» (εκδόσεις Εξάντας)