Ελλαδα

Η κατασκευασμένη νοσταλγία του «δημοκρατικού» καλοκαιριού της μεταπολίτευσης

Οι σημερινοί άνθρωποι ούτε μπορούν ούτε και θα ήθελαν την αναβίωση ενός τέτοιου μοντέλου. Ζούμε άλλωστε στην εποχή του εκδημοκρατισμού της επιθυμίας που είναι ταυτόχρονα πλήρως εξατομικευμένη.

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Τα καλοκαίρια της μεταπολίτευσης και η εξιδανίκευση του παρελθόντος

Μια (ακόμη) οργισμένη αντιπαράθεση άνοιξε το τελευταίο διάστημα για το κατά πόσο οι διακοπές του καλοκαιριού αποτελούν πλέον εκείνο τον «τόπο» της πολύμηνης χαλάρωσης που βίωναν άπασες, υποτίθεται χωρίς εξαιρέσεις, οι ελληνικές οικογένειες των πρώτων δεκαετιών της μεταπολίτευσης. Κατά πόσο, με άλλα λόγια, η πρόσβαση σε αυτό το δικαίωμα έχει απειληθεί και αν εν τέλει εκείνη η υποτιθέμενη κατάκτηση που κατάφερε να παράσχει σε όλους η μαζική μεταπολιτευτική μας δημοκρατία τείνει να μετατραπεί πάλι σε προνόμιο των λίγων και πάντως μόνο των πλουσίων.

Όπως ξέρουμε, δεν υπάρχει χειρότερος εχθρός της ψύχραιμης κριτικής σκέψης από τη νοσταλγία και την εξιδανίκευση του παρελθόντος, δηλαδή από εκείνη την ψυχική λειτουργία που ανακουφίζεται από τις απανωτές αλλαγές της ζωής μόνο αν κατασκευάζει χαμένους παραδείσους στους οποίους όλα είναι δήθεν υπέροχα, παραδείσους που χάθηκαν από ένα δήθεν φρικτό παρόν που όλο και χειροτερεύει τα πράγματα. Είναι συνεπώς απαραίτητο να θυμηθούμε από ποια υλικά συνίστατο αυτός ο υποτιθέμενος παράδεισος του «δημοκρατικού καλοκαιριού» στον οποίο όλοι είχαν εκείνη την αυτονόητη πρόσβαση που σήμερα τους στερείται αυθαίρετα – από τον σκληρό νεοφιλελευθερισμό, από τους διαπλεκόμενους επιχειρηματίες που πουλάνε τον ήλιο και τη θάλασσα ή από την ίδια την «ανάλγητη» παρούσα κυβέρνηση.

Οι διακοπές των ελληνικών οικογενειών τα καλοκαίρια των δεκαετιών του '70, του '80 ή και του '90 ήταν πιθανότατα μακρύτερες σε διάρκεια. Ενίοτε κρατούσαν από την επόμενη του τέλους του σχολικού έτους μέχρι την προηγούμενη της επανέναρξής του. Τρεις ολόκληροι μήνες ξεγνοιασιάς και ατελείωτου παιχνιδιού για τα παιδιά κυρίως, εν μέρει και για τους γονείς που τα συνόδευαν. Πώς ήταν όμως αυτό εφικτό; Το μοντέλο διακοπών εκείνων των χρόνων δεν έμοιαζε καθόλου με το σημερινό. Βασιζόταν πρώτα και κύρια στην αξιοποίηση κάποιου σπιτιού στο χωριό καταγωγής της οικογένειας, το οποίο δεν βρισκόταν αναγκαστικά σε παραθαλάσσια περιοχή. Ήταν ένα σπίτι στο οποίο είτε ζούσαν ακόμη οι παππούδες και οι γιαγιάδες ως κύρια κατοικία, είτε ήταν ένα σπίτι που δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από την εγκατάλειψή του από τους εσωτερικούς μετανάστες που είχαν μετακινηθεί στο μεταξύ στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας.

Υπήρχε όμως και ένα άλλο μοντέλο που αφορούσε την αυθαίρετη εξοχική κατοικία, συνήθως δηλαδή ένα «λυόμενο», τοποθετημένο κάποια νύχτα άρον άρον σε ένα οικοπεδάκι που είχε αγοράσει η οικογένεια σε κάποιο παραθαλάσσιο σημείο όχι πολύ μακριά από την Αττική και το οποίο θα εξελισσόταν με τα χρόνια σε μαζικό θέρετρο διακοπών. Είναι ένα μοντέλο που το γνωρίζουμε όλοι και βιωματικά, και το οποίο ενδεχομένως ανακαλεί υπέροχες αναμνήσεις, αλλά αν αφαιρέσουμε τη νοσταλγία που το συνοδεύει δεν παύει να είναι ένα μοντέλο περιβαλλοντικά πολύ επιβαρυντικό, που καταπατά ξεκάθαρα τη νομιμότητα, άδικο για όσους παρέμεναν νομιμόφρονες και δεν είχαν χτίσει παράνομα, ενώ, τέλος, εξαντλεί τις φτωχές υποδομές των περιοχών εκείνων, δημιουργώντας σε κάποιες περιπτώσεις και οικιστικά εκτρώματα. Το γεγονός ότι το κράτος αναγκάστηκε αργότερα να τα νομιμοποιήσει (μέσω της πρακτικής των «τακτοποιήσεων») δεν αλλάζει σε τίποτε ότι επρόκειτο για κάτι εξόχως προβληματικό.

Λίγο αργότερα, θα ερχόταν να προστεθεί κι ένα τρίτο μοντέλο φθηνών διακοπών για τη μικροαστική οικογένεια, δηλαδή το κάμπινγκ το οποίο πάντως, όση ελευθερία κι αν παρείχε σε παιδιά και μεγάλους, δεν έπαυε να είναι ένα μοντέλο διακοπών χωρίς στοιχειώδεις ανέσεις, ενώ το βασικό του προσόν δεν ήταν φυσικά η στενή επαφή του με τη φύση, αλλά ότι δεν επιβάρυνε πολύ τον οικογενειακό προϋπολογισμό.

Πρώτο στοιχείο λοιπόν, οι διακοπές αυτές ήταν μακρές διότι ήταν «τζάμπα» χάρη στις διάφορες ευφάνταστες οικογενειακές στρατηγικές που εφάρμοζε τότε ο ελληνικός μικροαστισμός, στρατηγικές πάντως που δεν είχαν στο επίκεντρό τους την «ποιότητα» και τις «ανέσεις», αλλά την ανάγκη να φύγουν τα παιδιά όσο πιο πολύ γινόταν από το στενό διαμέρισμα της πολυκατοικίας. Ήταν άλλωστε ακόμη μια Ελλάδα που είχε νωπές τις μνήμες του κόσμου της υπαίθρου και αναζητούσε όσο πιο συχνά μπορούσε αφορμές ευκαιριακής επανασύνδεσης μαζί της.

Όσο για τις διακοπές στα κυκλαδονήσια της εποχής, καλό είναι να επιδεικνύουμε περισσότερο σεβασμό για τους τοπικούς πληθυσμούς. Αυτό που εμείς σήμερα που το γευτήκαμε ονομάζουμε ως φθηνό παράδεισο, για λίγους τυχερούς ήταν στην πραγματικότητα ένας τόπος φρικτής φτώχειας και χρόνιας υπανάπτυξης για τους ντόπιους. Αρκεί να δούμε φωτογραφίες της εποχής για να διαπιστώσουμε τις ελάχιστες εργασιακές ευκαιρίες, τις ανύπαρκτες υποδομές και τον αδιάκοπο κάματο στον οποίο υποβάλλονταν τότε οι νησιώτες ακόμη και για τις πιο βασικές ανάγκες της ζωής τους.

Όμως τίποτε από όλα αυτά δεν θα ήταν εφικτό αν δεν υπήρχε ακόμη μια βασική προϋπόθεση: μια μητέρα που δεν εργαζόταν ή παππούδες και γιαγιάδες διαθέσιμοι να κρατήσουν τα παιδιά για δυο τρεις μήνες στο χωριό. Η Ελλάδα εκείνων των δεκαετιών χαρακτηριζόταν από πολύ μικρή συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας. Με άλλα λόγια, το μοντέλο της οικογένειας παρέμενε πολύ παραδοσιακό: ο πατέρας ήταν ο μόνος επίσημος εργαζόμενος, ενώ η μητέρα ήταν αφιερωμένη στα οικιακά της καθήκοντα, τα οποία προφανώς περιλάμβαναν και τον κύριο όγκο της φροντίδας των παιδιών. Αυτό ήταν συνεπώς που επέτρεπε και στις μητέρες να μπορούν να συνοδεύσουν επί τριμήνου τα παιδιά τους στις καλοκαιρινές τους διακοπές. Περιττό να τονιστεί ότι ένα τέτοιο μοντέλο ήταν μη υγιές από όλες τις απόψεις: δημιουργούσε γυναίκες πλήρως εξαρτημένες από τους συζύγους τους, αποθάρρυνε τη χειραφέτησή τους, ενώ η απουσία τόσο μεγάλου ποσοστού του εργατικού δυναμικού από την εθνική οικονομία ήταν σοβαρό πρόβλημα και για τη χώρα και το κοινωνικό σύνολο. Αυτό λοιπόν που φαινόταν ως ξεγνοιασιά, έκρυβε από πίσω του ένα κοινωνικό μοντέλο έντονα δυσλειτουργικό.

Ζούμε στην εποχή του εκδημοκρατισμού της επιθυμίας που είναι ταυτόχρονα πλήρως εξατομικευμένη.Οι άνθρωποι φαντασιώνονται διακοπές με μεγάλες ανέσεις, σε καταλύματα και εξοχικές κατοικίες υψηλής ποιότητας.

Είναι προφανές ότι περιγράφουμε έναν ξεπερασμένο κόσμο που έφυγε ανεπιστρεπτί, έτσι ώστε όταν νοσταλγούμε το μοντέλο των καλοκαιρινών του διακοπών είναι απλώς ωσάν να ονειρευόμαστε κάτι αδύνατο. Οι σημερινοί άνθρωποι ούτε μπορούν ούτε και θα ήθελαν την αναβίωση ενός τέτοιου μοντέλου. Ζούμε στην εποχή άλλωστε του εκδημοκρατισμού της επιθυμίας που είναι ταυτόχρονα πλήρως εξατομικευμένη. Οι άνθρωποι φαντασιώνονται διακοπές με μεγάλες ανέσεις, σε καταλύματα και εξοχικές κατοικίες υψηλής ποιότητας που θα περιλαμβάνουν μοναδικές εμπειρίες και ονειρεμένες υπηρεσίες. Εναλλακτικά, επιθυμούν εξτρίμ εμπειρίες μέσα από επικίνδυνα σπορ ή άλλες παρόμοιες δραστηριότητες. Αυτό θέλουν, άσχετα αν μπορούν να το ικανοποιήσουν μόνο για λίγες μέρες. Πάντως είναι έτοιμοι να πληρώσουν γι' αυτό ή για μια εκδοχή αυτού τέλος πάντων, αν και εφόσον το μπορούν. Για να το πούμε διαφορετικά, δεν θα ήταν ικανοποιημένοι ούτε με διακοπές σε ερειπωμένο σπίτι στο χωριό ούτε σε ένα λυόμενο χωρίς ρεύμα. Άλλωστε, αναφορικά με τα παιδιά τους συχνά επιλέγουν να τα στέλνουν σε καμπ και σε υψηλών προδιαγραφών κατασκηνώσεις που, αντί για το χαλαρό ξόδεμα στην πλατεία του χωριού, επιβάλλουν στα παιδιά «δραστηριότητες» και «δημιουργική απασχόληση» που τα κρατάει, υποτίθεται, σε μόνιμη διέγερση. Καλώς ή κακώς, αυτά είναι τα σημερινά πρότυπα και όχι εκείνα του '80. Τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό: οι νέες μητέρες εργάζονται, σχεδόν όλες, κάνοντας ενίοτε απαιτητικές καριέρες που δεν τους επιτρέπουν μακρές διακοπές. Ούτε κι εκείνες συνεπώς μπορούν, αλλά είναι σίγουρο ότι ούτε και θα ήθελαν, να περνούσαν τρεις μήνες ασχολούμενες εντελώς μόνες τους με τα παιδιά. Ελπίζω να μην χρειάζεται επιχειρηματολογία αυτό.

Αν κάτι με ενοχλεί πραγματικά στις κατασκευές της νοσταλγίας που κυκλοφορούν μέσω μιας ρομαντικής ή/και οργισμένης αρθρογραφίας είναι ότι συνήθως κρύβουν από πίσω τους μια ατζέντα: δηλαδή ότι πρέπει να παλέψουμε για την επαναφορά ενός κόσμου που ήταν καλύτερος από τον δικό μας. Δεν ξέρω αν εκείνος ο κόσμος ήταν καλύτερος από τον δικό μας, ξέρω όμως με σιγουριά ότι ήταν πολύ διαφορετικός. Όπως επίσης γνωρίζω ότι είναι ένας κόσμος νεκρός. Και από κάποιες απόψεις, ευτυχώς.