Ελλαδα

Η επιρροή του Χρήστου Γιανναρά μέσα από μια αντιθετική οπτική

«Ο θυμός μου ήταν υγιής και μέχρι σήμερα μπορώ να τον υποστηρίξω και να τον δικαιολογήσω»

Γιώργος Στόγιας
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Χρήστος Γιανναράς: Μια προσωπική αναδρομή στο έργο του φιλόσοφου και συγγραφέα

Σέβομαι απολύτως τον πόνο και τη θλίψη των στενών ανθρώπων του Χρήστου Γιανναρά. Επίσης δέχομαι και μπορώ να φανταστώ τη συγκίνηση και τον ενθουσιασμό που διακατέχει τις μνήμες και τον λόγο εκείνων που τον γνώρισαν από κοντά είτε ως δάσκαλο είτε ως φίλο. Μία φορά που τον είδα ζωντανά (στο Γαλλικό Ινστιτούτο, σε μία φιλοσοφική ημερίδα, τέλη δεκαετίας του 80) ήταν πραγματικά εντυπωσιακός, έμοιαζε να λάμπει και να κουβαλά τη χαρά της ζωής και της γνώσης. Αν και ήμουν πολύ μικρός σε ηλικία για να καταλαβαίνω τις διαφωνίες του σε εκείνο το πάνελ με έναν φιλόσοφο της Σχολής της Φρανκφούρτης, με είχε γοητεύσει και κερδίσει με τη συνολική παρουσία του. Κι όμως, λίγο πριν το τέλος εκείνης της συζήτησης, είχα παρατηρήσει την υπεροψία του από ένα ειρωνικό σχόλιο που έκανε στο συνομιλητή του, όχι για το περιεχόμενο τον λόγων του, αλλά για τη σωματική του δυσκαμψία, και για το ότι διάβαζε τα λόγια του από τα χαρτιά που είχε μπροστά του.

Μια προσωπική αναδρομή στο έργο του Χρήστου Γιανναρά

Η γνωριμία μου με το έργο του έγινε όταν πήγαινα λύκειο, από τη μία με τα δοκίμια που μας έδιναν στο φροντιστήριο για την έκθεση, και από την άλλη τα βιβλία που δανειζόμουν από τον μεγάλο μου ξάδελφο ο οποίος τότε με επηρέαζε πολύ, κυρίως με τις ροκ συναυλίες που πηγαίναμε .

Από τα δοκίμιά του θυμάμαι τον «Μεγάλο Σκοπό», ένα κείμενο που μιλούσε για την ανάγκη να έχουμε μία αξιακή πυξίδα που να μας οδηγεί στον βίο πέρα από τις πρακτικές ανάγκες της καθημερινότητας. Το θαύμαζα (μην με παρεξηγείτε, 15χρονος ήμουν, και παίζει και το πολιτισμικό πλαίσιο της εποχής), μέχρι που μία μέρα θυμάμαι το έδωσα στον πατέρα μου (ρεαλιστή κέντροδεξιό) να το διαβάσει, και μου είπε ότι ο συγγραφέας γράφει με ωραία ελληνικά, αλλά αυτά που λέει είναι κενά νοήματος, από τη στιγμή που δεν γίνεται συγκεκριμένος. Μέσα στον ρομαντισμό μου κλώτσησα, αλλά τελικά αποδείχτηκε ότι ο πατέρας μου είχε δίκιο (όπως σε πολλές άλλες διαφωνίες μας, όχι όμως σε όλες).

Από τα βιβλία του θυμάμαι πρώτα μία συλλογή παρεμβάσεων στην οποία κάθε δυο δοκίμια καταφερόταν εναντίον του Ουμπέρτο Έκο, και ειδικά κατά του «Το όνομα του Ρόδου», πράγμα που με δυσκόλευε γιατί τότε ο Ιταλός ήτανε πολύ της μόδας και εγώ τον διάβαζα φανατικά (άσε που με το μυθιστόρημα είχα πάθει μεγάλη ζημιά, θυμάμαι εκείνο το Σάββατο βράδυ που δεν βγήκα και το τελείωσα ακούγοντας Joy Division, και ήταν παράδοξος άλλα για μένα ιδανικός συνδυασμός). Ο Γιανναράς υπερασπιζόταν τον ανορθολογισμό, κάτι που εκείνη την εποχή με έβρισκε σύμφωνο με όλη μου την καρδιά (άλλωστε είχαμε εκστασιαστεί με το Brazil του Τέρι Γκίλιαμ στο οποίο ο ορθολογισμός ήτανε το απόλυτο κακό).

Προσπαθούσα να τον καταλάβω καλύτερα, και έτσι αγόρασα το μεγάλο του βιβλίο για τον Βέμπερ και την προτεσταντική ηθική του καπιταλισμού. Καταλάβαινα τι έγραφε για τον Βέμπερ όταν περιέγραφε τη θεωρία του, αλλά χανόμουν όταν ξεκινούσε την κριτική του, γιατί χρησιμοποιούσε εργαλεία και ορολογία (πχ ιδιοπροσωπία, διυποκειμενικότητα) η οποία είχε μία μεταφυσική χροιά. Δηλαδή έπρεπε ο αναγνώστης να φανταστεί και να πιστέψει το τι μπορεί να σημαίνουν, και μετά να τις εφαρμόσει πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα. Αυτό ενστικτωδώς δεν μου άρεσε, όσο και λίγα πράγματα να καταλάβαινα τότε από φιλοσοφία (και τώρα).

Επιχείρησα να διαβάσω άλλα δύο βιβλία του, θεολογικού περιεχομένου, και δεν με ενδιέφερον (ήδη όσο πλησίαζα προς το τέλος του λυκείου, γινόμουν συνειδητός αναγνωστικιστής). Το βιβλίο όμως που με έκανε πολύ αρνητικό απέναντι στον Γιανναρά, ήταν στα 19 μου, το σύντομο, αλλά νομίζω πολύ επιδραστικό, Finis Greciae. Ο πολιτικός πεσιμισμός του, η αντιδραστικότητά του, η επίκληση της παράδοσης über alles, η υπερβατική μιζέρια του με είχε ενοχλήσει σωματικά, διάβαζα το βιβλίο και ενώ σε πρώτο επίπεδο ήτανε γοητευτικό (γιατί όπως είπαμε ήξερε να γράφει), σε ένα δεύτερο με έκανε να νιώθω ότι όλα αυτά που πίστευα, που μου δίνανε δύναμη και (προσωπικές και καλλιτεχνικές) φιλοδοξίες, ήτανε λάθος και ψεύτικα. Ο θυμός μου ήταν υγιής και μέχρι σήμερα μπορώ να τον υποστηρίξω και να τον δικαιολογήσω.

Φεύγοντας για λίγο από το προσωπικό, να σημειώσω εδώ ότι στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 80, το νεορθόδοξο αίτημα του Γιανναρά είχε σοβαρό εκτόπισμα, και μάλιστα είχε αγγίξει και τις εναλλακτικές ροκ κοινότητες. Δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο ροκάδες που άκουγαν Leonard Cohen και Nick Cave να ξημεροβραδιάζονται στις εκκλησίες και να πηγαίνουν διακοπές στο Άγιο όρος για να "βρουν τον εαυτό τους". Αν πάμε χρονικά λίγο πιο πίσω, θα βρούμε ότι γονιμοποίησε θετικά, εκφράζοντας μία υπάρχουσα ιδεολογική και διανοητική ανάγκη, την ελληνική κουλτούρα. Νομίζω ότι ούτε ο Σαββόπουλος του Τραπεζάκια έξω, ούτε η σκηνή της Θεσσαλονίκης με τον Παπάζογλου θα μπορούσαν να υπάρχουν με τον ίδιο τρόπο, αν δεν είχε συμβεί το νεορθόδοξο κίνημα (αν και στη δεύτερη περίπτωση, και όπου αλλού μπαίνει η ιδιοσυγκρασιακή και πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση του Μανώλη Ρασούλη, με το δικό του αναρχικό πνεύμα, έχουμε να κάνουμε με μία διαφορετική σύνθεση).

Αλλά όσο και αν η νεοορθοδοξία θα μπορούσε να κομίζει κάτι καινούργιο στις αρχές της δεκαετίας του 80 (λειτουργώντας ως μία εξισορρόπηση απέναντι στις υπερβολές ενός αριστερίστικου διεθνισμού, αλλά και ταυτόχρονα κουμπώνοντας με τον συντηρητισμό του και την καχυποψία του απέναντι σε έναν πιο κοσμοπολίτικο φιλελευθερισμό), όσο περνούσαν τα χρόνια, έμενε το άκαμπτο εξωτερικό σχήμα και χανόταν το οποιοδήποτε ανατρεπτικό περιεχόμενο.

Φτάνουμε έτσι στη δεκαετία του 90, όπου ο Γιανναράς έχει γίνει πια ένας δημοφιλής αντιδραστικός, ο οποίος επιδιώκει τον ρόλο του δημόσιου διανοούμενου. Τον θυμάμαι στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ να κατακεραυνώνει την κυβέρνηση Μητσοτάκη για τους χειρισμούς της στο Μακεδονικό, με μία γλώσσα που πίσω από την καλλιεπή επιφάνεια κρυβότανε όλη η γνωστή χυδαιότητα της Αυριανής. Θα μου πείτε, και ο Οδυσσέας Ελύτης συντάχθηκε με τον Αντώνη Σαμαρά και την Πολιτική Άνοιξη. Ναι, αλλά πέρα από το ότι προσπαθούμε να το ξεχάσουμε, το έκανε με πολύ πιο κόσμιο τρόπο.

Για να συντομεύσω αυτό το ήδη μακροσκελές κείμενο, να εξηγήσω για ποιο λόγο κάνω κάτι που δεν το συνηθίζω, το να γράψω κριτικά δηλαδή για κάποιον που μόλις έχει φύγει από τη ζωή. Ο λόγος είναι ότι στην περίπτωση που η Ελλάδα είχε γίνει όπως την οραματιζόταν και έλπιζε ο Γιανναράς, με έναν ηγέτη τύπου Ερντογάν και Πούτιν να ανυψώνει το εθνικό φρόνημα (αυτά είναι τα δικά του λόγια όχι τα δικά μου, από την αρθρογραφία του στην Καθημερινή, όπως βέβαια και η αντίθεση του στην Ελληνική επανάσταση του 1821), τότε εγώ και όλοι οι άνθρωποι που έχουνε τις δικές μου ιδέες θα βρισκόντουσαν στη φυλακή, όπως συμβαίνει στην Τουρκία και στη Ρωσία. Σε αντίθεση δηλαδή με ό,τι συμβαίνει στη δημοκρατική Ελλάδα, όπου ο καθένας μπορεί να έχει και να γράφει την άποψή του. Συνεπώς, όλα αυτά δεν είναι αστεία ή συμπαθητικά, για να είμαστε συγκαταβατικοί ή ανθρωπιστές. Σε άλλες κοινωνίες που είναι κυριολεκτικά δίπλα μας, αυτά είναι ζητήματα (πάλι κυριολεκτικά) ζωής και θανάτου, δουλείας και ελευθερίας.

Τέλος, η αντίθεσή μου είναι και σε καθαρά αισθητικό επίπεδο, με την έννοια ότι το έργο του επηρέασε εκείνη την ελληνική μουσική και λογοτεχνία, που νιώθω ότι βρίσκονται σε πλήρη σύγκρουση με τις δικές μου ιδέες και το δικό μου λογοτεχνικό έργο, το οποίο φιλοδοξεί να βρίσκεται σε ισότιμο διάλογο με τον δυτικό κόσμο, οργανικό μέρος του οποίου νιώθω να είμαι και εγώ προσωπικά, αλλά και η πατρίδα μου.