Ελλαδα

Η Ελλάδα αλλάζει αλλά τα ΚΤΕΛ μένουν ίδια

«Το έργο το έχω δει πολλές φορές»

Μανίνα Ζουμπουλάκη
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο σταθμός των ΚΤΕΛ στον Κηφισό ο οποίος έχει μείνει απαράλλαχτος στον χρόνο

Έχω βρει ένα κάθισμα μπροστά στο λεωφορείο ΓΑΡΓΑΛΙΑΝΟΙ, καυτό κάθισμα επειδή είναι Αύγουστος κι έχει ανάψει το πλαστικό, κι επειδή στριμώχνομαι ανάμεσα σε μια κυρία με τεράστια τσάντα γεμάτη τρόφιμα τα οποία τρώει, κι έναν κύριο με τεράστιες μασχάλες: δεν εξηγείται αλλιώς η μπόχα. Μιλάει στο κινητό του για «τις γκόμενες που είναι όλες ψόφιες» χωρίς να εξηγεί ότι ψόφησαν από τη μυρωδιά, γιατί πόσο να αντέξουν οι γκόμενες προτού ψοφήσουν. Περιμένω μήπως βρεθεί διαθέσιμη θέση για το λεωφορείο που φεύγει στη 1.00 για Καλαμάτα, το εξπρές, που φαινόταν μισο-άδειο στο σαιτ αλλά όταν έφτασα στο γκισέ μου είπανε ότι είναι φουλ, για την ακρίβεια, έχει και λίστα αναμονής, δώδεκα ολόκληρα άτομα. Οι πιθανότητες να μπω στο 1.00 μμ είναι χλωμές, λέει ο κύριος στο γκισέ, μάλλον με βλέπει με των 2.00 μμ, έκτακτο δρομολόγιο, που μπήκε σφηνο-τέτοια, λόγω κίνησης Αυγούστου.

ΚΤΕΛ Κηφισού: Εικόνες μιας Ελλάδας από τα 80s

Ο σταθμός ΚΤΕΛ Υπεραστικών Λεωφορείων στον Κηφισό παραμένει ίδιος και απαράλλαχτος, όχι βίντατζ, μάλλον φορμολιασμένος, Ελληνική επαρχία με εσάνς από Καράτσι, και ταυτόχρονα, σα να μην έχει περάσει ούτε μέρα από τη δεκαετία του ΄80, κατά την οποία αλώνιζα την Ελλάδα πάνω-κάτω χωρίς να με ενοχλεί που δεν είχα τουαλέτα στο μισό μέτρο. Εννοώ, στα 80s δεν χρειαζόμουν συχνές στάσεις στα οχήματα άρα με βόλευαν τα λεωφορεία, σκασίλα μου, έμπαινα το βράδυ κι έφτανα το πρωί όπου ήτανε να φτάσω.

Τώρα, ο προορισμός Καλαμάτα (3+ ώρες ανάλογα με την κίνηση) δείχνει ζόρικη πίστα: ο σταθμός, σκεπαστός από πάνω σαν τάπερ, με ανοίγματα ίσα να μπαίνει λίγος ζεστός αέρας για να μη σκάσουν οι ψόφιες-και-μη γκόμενες, ο σταθμός βράζει. Υπάρχει ένα καφέ «μέσα», με αιρκοντίσιον, αλλά είναι γεμάτο. Υπάρχουν καθίσματα έξω, λίγα, ήτανε λαχείο που βρήκα το στρυμωγμένο μου, στο οποίο ανασαίνω από το στόμα σα βάτραχος – αν το αφήσω το κάθισμα στο έλεος της διπλανής μασχάλης, θα μείνω όρθια ίσως για ώρες, και δεν λέει. Οι αφίσες και οι πινακίδες περιμένεις ότι θα είναι βίντατζ, διαφημίσεις του Ταμ-Ταμ ας πούμε, κι όμως είναι σύγχρονες, δίνοντας ένα ακόμα πιο σουρεαλιστικό ύφος στο μέρος, λες και πετάχτηκες στο 1985 με την αγκλίτσα και το τσαρούχι σου ενώ ένας διακοσμητής με δυστυχισμένη παιδική ηλικία έβαζε πινελιές από το 2024 φύρδην-μύγδην, όπου του γυάλιζε.

Περνάει από μπροστά μου ένας τύπος με μπλουζάκι “I ASKED GOD TO MAKE ME A BETTER MAN AND HE GAVE ME MY SON”, από την μεγάλη γκάμα μπλουζακίων που πουλιούνται στο φέησμπουκ και πάντα αναρωτιόμουν ποιος τα αγοράζει, άσχετα από το γιατί τα αγοράζει. Η ώρα έχει προχωρήσει, είναι μία παρά πέντε, αφήνω την ωραία μου ιδρωμένη καρέκλα και πάω μπροστά στο λεωφορείο που γράφει ΚΑΛΑΜΑΤΑ, επειδή η ελπίδα πεθαίνει τελευταία κι επειδή, γιατί όχι. Μπορεί να ακυρώθηκε μία από τις δώδεκα θέσεις που είναι στην λίστα αναμονής. Πρέπει να περιμένουμε ως τις 12.59, μου λέει ο εισπράκτορας, κι έπειτα μου κλείνει το μάτι, «Θα μπεις, πάντα κάποιος αλλάζει γνώμη τελευταία στιγμή, μην ανησυχείς». 

Δεν ανησυχώ. Το έχω δει το έργο πολλές φορές και δεν αλλάζει, τουλάχιστον όχι ακόμα: στις 12.59, το λεωφορείο έχει τρείς άδειες θέσεις, μπορώ να τις πιάσω και τις τρεις, αν έτσι γουστάρω, δίνω την αποσκευή μου στον πρόθυμο εισπράκτορα και ορμάω στο λεωφορείο. Ο σταθμός ΚΤΕΛ είναι κομμάτι της μετα-εφηβείας μου, Βαλκάνιος, γεμάτος αναγνωρίσιμες μυρωδιές – προκάτ τυρόπιτες, ιδρώτες, καρυκεύματα, καφέδες, άλλους ιδρώτες, μια ελαφριά κεφτεδίλα από την διπλανή κυρία, αποσμητικό νογκζήμα που σπάει μύτη, ποδαρίλα, πλαστικίλα, εξάτμιση τούρμπο που σε λιποθυμάει, βενζίνη, καμένο λάστιχο. Είναι βρωμερός, παλιατζούρικος, τριτοκοσμικός, καμιά σχέση με Ευρώπη. Αλλά είναι κατά ένα συγκινητικό τρόπο, τίμιος.

Ακούγεται τρομερή μπούρδα, το ξέρω – πόσο τίμιος μπορεί να είναι ένας σταθμός υπεραστικών λεωφορείων, και πόσο ανέντιμος; Ωστόσο….το εισιτήριό μου κοστίζει κάτω από 25 ευρώ, οι υπάλληλοι είναι αποτελεσματικοί, δεν υπάρχει τίποτα το φεηκ όπου φτάνει το μάτι σου, τίποτα το τέλειο, τίποτα αψεγάδιαστο (αχαχα) ή καινούργιο ή αλουμινένιο. Όλα είναι παλιά, φθαρμένα, μαυριδερά, πολύ-φορεμένα και πολυταξιδεμένα, όχι τα λεωφορεία τα ίδια όσο τα γύρω-γύρω, ο σταθμός από τη μία άκρη του ως την άλλη.

Ίσως τον αντιμετωπίζω με τρυφερότητα επειδή δεν έχει αλλάξει, ίσως επειδή είναι μια εικόνα και αίσθηση άλλης Ελλάδας που όλο νομίζουμε ότι αποστειρώθηκε κι όλο εμφανίζεται κάτω από το διαφανές πλαστικό, για να μας θυμίσει ότι υπάρχει ακόμα κι ότι με αυτήν μεγαλώσαμε, πολλοί από εμάς… 

Σταθμός Υπεραστικών Λεωφορείων ΚΤΕΛ, Κηφισού 100